Ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν είναι πολιτικός που του αρέσει να κρύβεται. Στις δύσκολες στιγμές για την κυβέρνηση έβαλε μπροστά το πολιτικό του κεφάλαιο, προχώρησε σε δημόσιες τοποθετήσεις, όταν χρειάστηκε δεν δίστασε να ζητήσει συγνώμη. Και μια και δύο και τρεις φορές.
Σε αυτή τη φάση, μετά τα όσα αδιανόητα συνέβησαν με την εισβολή των Κροατών χούλιγκανς, ο Κυριάκος Μητσοτάκης προτίμησε τη σιωπή. Δεν υπάρχει καμία απολύτως δήλωσή του. Μόνο πληροφορίες που τον φέρουν να είναι σε συνεχή επικοινωνία με τον υπουργό Προστασίας του Πολίτη και να έχει δώσει οδηγίες να αποδοθούν ευθύνες στα πρόσωπα που βαρύνονται για το έγκλημα της Ν. Φιλαδέλφειας, όποιοι και αν είναι, όσο ψηλά και αν βρίσκονται.
Υπάρχουν πολλές ερμηνείες για αυτή τη στάση του κ. Μητσοτάκη. Πιο κοντά στην πραγματικότητα δείχνει να είναι η ερμηνεία που υποστηρίζει ότι δεν έχει τι να πει. Για τις πλημμύρες και τις πυρκαγιές μπορούν να επιστρατευθούν πολλές δικαιολογίες. Η κλιματική αλλαγή, ο παρατεταμένος καύσωνας, οι ισχυροί άνεμοι.
Τι δικαιολογία, όμως, μπορεί να υπάρξει για το διασυρμό της χώρας από 150 νεοναζί που έκαναν παρέλαση σε ελληνικό έδαφος, μπήκαν στην πρωτεύουσα της χώρας και έσπειραν θάνατο και τρόμο; Τι είδους κατανόηση μπορεί να υπάρξει για τις αρμόδιες Αρχές που παρακολουθούσαν αυτό το τσούρμο των εγκληματιών να προχωρά ανενόχλητο στην υλοποίηση των εγκληματικών τους σχεδίων;
Ούτε που θέλω να φανταστώ τι θα γινόταν αν οι χούλιγκανς δεν ήταν Κροάτες αλλά Τούρκοι. Θα παρέμεναν στη θέση τους ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη και ο αρχηγός της ΕΛΑΣ; Αμφίβολο. Το πιθανότερο είναι να είχαν φύγει αμέσως και χωρίς πολλές κουβέντες. Μαζί με τους επτά αξιωματικούς που έχουν, ήδη, αποπεμφθεί. Γιατί τότε θα μιλούσαμε για την Άλωση της Αθήνας, έτσι δεν είναι;
Δεν θα υπήρχε, τότε, διαχωρισμός της επιχειρησιακής και τις πολιτικής ευθύνης. Το γνωρίζει καλά αυτό ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης. Ανέλαβε τις ευθύνες για τα επιχειρησιακά παρατράγουδα της ΕΛΑΣ την περίοδο της πανδημίας. Έτσι, γίνεται συνήθως.
Ο Πρωθυπουργός, λογικά, θα πρέπει να είναι προβληματισμένος και για κάτι άλλο. Τη γραμμή άμυνας που έχε χαραχτεί στο κυβερνητικό στρατόπεδο. Και την οποία σπεύδουν να υιοθετήσουν στελέχη της ΝΔ αλλά οι «ακροκεντρώοι» υποστηρικτές του. Λογικά θα πρέπει να έχει πρόβλημα με το επιχείρημα που επιστρατεύεται και δεν στέκει στις δημοκρατίες.
Πήρε, λέει, η ΝΔ 41%. Ε, και; Τι σημαίνει αυτό; Ότι θα πρέπει να υπάρξουν εκπτώσεις στην κριτική που ασκείται; Δηλαδή αν η ΝΔ έπαιρνε 44 ή 48% τι θα έπρεπε να γίνει; Να μην μιλά κανένας;
Στο κυβερνητικό στρατόπεδο θα πρέπει να μάθουν να ξεχωρίζουν την κριτική από την αντιπολίτευση. Δεν είναι όλες οι φωνές κριτικής που ακούγονται ενταγμένες στο μικροκομματικό παιχνίδι. Υπάρχει και άλλη ανάγνωση. Ότι είναι φωνές που ζητάνε το αυτονόητο. Αυτό που έχει υποσχεθεί ο Πρωθυπουργός. Να γίνουμε ένα κανονικό κράτος. Που δεν θα το ξεγυμνώνουν και θα το διασύρουν μια χούφτα αλήτες. Τόσο απλά.
Ο Πρωθυπουργός επέλεξε, σε αυτή τη φάση, να μείνει έξω από το κάδρο της τραγωδίας και του πολιτικού κόστους που έχει. Δεν μπορεί όμως να μείνει εκτός για πολύ καιρό ακόμα. Ο πολίτης περιμένει και τη δική του αντίδραση. Και κυρίως τις δικές του ενέργειες.
Η πολιτική κυριαρχία του κ. Μητσοτάκη είναι αναμφισβήτητη. Το γνωρίζουν καλά και οι φίλοι και οι αντίπαλοι του. Οι οποίοι προφανώς γνωρίζουν και την ιστορία αυτού του τόπου τα τελευταία 10 χρόνια και το βασικό της συμπέρασμα.
Ότι οι πολιτικές ηγεμονίες μπορούν να καταρρεύσουν ανά πάσα στιγμή από την πίεση των γεγονότων. Ειδικά αν είναι επαναλαμβανόμενα και δείχνουν παθογένειες που αντί να θεραπεύονται γίνονται όλο και χειρότερες.