Για τους σκληροπυρηνικούς οπαδούς (Bad Blue Boys) της GΝΚ Dinamo Zagreb ήταν, όπως φαίνεται, υπέρτατο καθήκον να παρευρεθούν στον αγώνα με την ΑΕΚ, αγνοώντας την απαγόρευση μετακίνησης οπαδών που είχε εκδώσει η UEFA. Φυσικά αυτό δεν προξενεί εντύπωση επειδή δεν συμβαίνει πρώτη φορά. Εξάλλου οι οπαδοί οι οποίοι ακολουθούν την ομάδα τους και σε εκτός έδρας παιχνίδια και μάλιστα εκτός εθνικών συνόρων θεωρούνται από τους υπόλοιπους ως πραγματικοί/αυθεντικοί οπαδοί και απολαμβάνουν μια ιδιαίτερη αναγνώριση, συνάπτοντας ταυτόχρονα «διεθνείς σχέσεις»!
Συγκροτούν τον σκληρό πυρήνα και είναι οι διαμορφωτές της ιδιαίτερης εθιμοτυπίας της ομάδας. Μιας εθιμοτυπίας που προσδένεται με τοπικές εθνικές/πατριωτικές και οικογενειακές φαντασιακές επινοήσεις και συλλογικές μνήμες και αντλεί τη δυναμική της από την ιστορία, τους μύθους και την παράδοση μιας ποδοσφαιρικής ομάδας. Ετσι οι οπαδοί συγκροτούν/κατασκευάζουν μια συλλογική ταυτότητα (εμείς), η οποία εσωτερικεύεται με έναν ιδιάζοντα τρόπο και εκλαμβάνει μια ιδεολογικού τύπου ιερότητα. Κατά περίσταση εκδηλώνει μια πολλαπλού νοήματος αντιπαλότητα απέναντι σε κάποιους «άλλους», οι οποίοι συνέχονται μεταξύ τους από την ιδιότητά τους ως οπαδοί μιας άλλης ομάδας. Ο νοηματικός χώρος που συγκροτείται και ανατροφοδοτείται αυτή η αντιπαλότητα («εμείς και οι άλλοι») αντιστοιχιζόμενος με την κοινωνική-πολιτισμική συγκυρία συν-διαμορφώνεται από πολλούς παράγοντες και είναι κατά κανόνα ασταθής και ευμετάβλητος.
Για να κατανοήσουμε επομένως το νόημα της οπαδικής βαρβαρότητας και να αναλογισθούμε κάποια μέτρα που ενδεχομένως θα οδηγήσουν στον εκπολιτισμό της θα πρέπει να δούμε:
– ποιοι και με ποιους τρόπους εμπλέκονται σε αυτήν (ποδοσφαιριστές, παράγοντες, ΜΜΕ, φίλαθλοι, οπαδοί, κράτος κ.λπ.) και
– προς ποιες κατευθύνσεις και προς ποιους στόχους προσανατολίζουν την ανέλιξη και την εκδήλωσή της έτσι ώστε να μπορούν να ελεγχθούν οι δραστηριότητες εκείνων που διαχειρίζονται το «ποδοσφαιρικό προϊόν» και εκμεταλλεύονται καταχρηστικά τη δυναμική της επικοινωνιακής του ροής, χειραγωγώντας κατά περίσταση και το νόημα της ποδοσφαιρικής αντιπαλότητας.
Οι ποδοσφαιρικοί σύλλογοι γενικά ως κοινωνικοί θεσµοί χαρακτηρίζονται από µια δοµική χαλαρότητα, γεγονός που σηματοδοτεί και τον «ετεροαναφορικό» καθορισμό των ορίων της αυτονομίας των ποδοσφαιρικών θεσμών (σχεδόν αυτόνομοι)! Επακόλουθο αυτής της κατάστασης είναι να βρίσκουν στον «χώρο» των οπαδών μιας ποδοσφαιρικής ομάδας «ζωτικό χώρο» ποικίλες περιθωριακές ετερόκλητου χαρακτήρα κοινωνικές οµάδες – για παράδειγµα ακραίου κοµματικού/πολιτικού τύπου – που η βία και η βαρβαρότητα είναι συστατικό στοιχείο συνοχής της οµάδας και δεν έχουν σχέση µε τα ποδοσφαιρικά δρώμενα καθαυτά!
Ολα αυτά καθιστούν το φαινόμενο της «ποδοσφαιρικής/οπαδικής βαρβαρότητας» ένα σύνθετο και πολύπλοκο κοινωνικό φαινόμενο, το οποίο δεν μπορεί να ερμηνευθεί και να αξιολογηθεί στο πλαίσιο (υπερ-)απλουστευμένων ποδοσφαιρικών όρων!
Για παράδειγμα, όταν θέλουμε να αξιολογήσουμε ή να ελέγξουμε μια συμπεριφορά κάνοντας χρήση του όρου/της ιδιότητας «Φίλαθλος ή Οπαδός» οφείλουμε να αντιστοιχίσουμε αυτή την ιδιότητα με χωρικές και χρονικές συνιστώσες, με τα χωρικά και τα χρονικά όρια εντός των οποίων αυτή η ιδιότητα καθίσταται «κοινωνικά ενεργή», διότι έτσι θα µπορέσουµε να οριοθετήσουµε και τα πεδία ευθύνης. Μια τέτοια διευθέτηση μεταξύ άλλων θα άρει τη σύγχυση περί του ρόλου του κράτους αναφορικά με τις χωρικές-τοπικές και χρονικές δυνατότητες παρέμβασής του, καθώς επίσης και τη σύγχυση περί του τρόπου και της μορφής παρέμβασής του. Ετσι μια εγκληματική πράξη, μια δολοφονία που συμβαίνει πέραν ενός ποδοσφαιρικού συμβάντος, πέραν του αθλητικού χώρου και χρόνου, γενικά στον δημόσιο χώρο, δεν γίνεται να «αξιολογηθεί» μονοδιάστατα στην προοπτική αλλοπρόσαλλων ποδοσφαιρικών νοηματοδοτήσεων και όρων, αλλά ούτε και στη μονοδιάστατη προοπτική των συγκεχυμένων «αθλητικών νόμων»!
Ο κ. Νικόλαος Πατσαντάρας είναι καθηγητής Αθλητικής Κοινωνιολογίας στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.