Πολλοί συμπολίτες μας θα πληροφορήθηκαν αυτές τις ημέρες πως στους κόλπους της ελληνικής αστυνομίας έχει συσταθεί ειδική υπηρεσία αντιμετώπισης της αθλητικής βίας.
Προστίθεται έτσι και αυτή στον μακρύ κατάλογο των υπηρεσιών που στελεχώνουν τον κρατικό μηχανισμό και για τις οποίες υποθέτει κανείς ότι έχουν στη διάθεσή τους γνώσεις και εργαλεία που καθιστούν το κράτος πιο αποτελεσματικό στη λειτουργία του.
Συμβαίνει όμως συχνά να πληροφορούμαστε την ύπαρξή τους έπειτα από κάποιο τραγικό γεγονός. Κι αυτό μαρτυρά πως η ανεξάντλητη ευρηματικότητα του κράτους στη σύσταση παντοειδών υπηρεσιών είναι κατά το μάλλον μηδενικού αποτελέσματος.
Αντιθέτως, και ανάμεσα σε πλήθος υπηρεσίες, διάφορες επιτροπές και ποικιλώνυμους οργανισμούς, προκύπτει ένα πρόβλημα συντονισμού αλλά και ένα δεύτερο που αφορά στη διάχυση της ευθύνης.
Είναι σαν κανένας να μην ξέρει τι να κάνει, πότε να το κάνει και πού να το κάνει. Και αφού συμβεί το κακό, αρχίζει το παιχνίδι της ανευθυνοϋπευθυνότητας.
Η κατάσταση αυτή αποτυπώθηκε δυστυχώς και στην περίπτωση της δολοφονίας του Μιχάλη Κατσουρή.
Δεν είναι η πρώτη φορά. Σε κάθε μικρή και μεγάλη τραγωδία αποκαλύπτονται χρόνιες παθογένειες που αγγίζουν τόσο ζητήματα στελέχωσης όσο και κουλτούρας.
Συχνά το κράτος εμφανίζεται ασυνεχές, δίχως αρχή, μέση και τέλος. Αναχρονιστικό και σε τέτοιο βαθμό αναξιοκρατικό ώστε να προκαλείται ο κοινός νους από την εξωφρενική ανικανότητά του.
Το κράτος, εντέλει, αν και υπερστελεχωμένο, είναι γυμνό.
Κινητοποιεί ολόκληρα κλιμάκια ελέγχου για να επιβάλλει την τάξη ακόμη και στις ακίνητες ξαπλώστρες, ενώ θα έπρεπε να αρκούν δυο δημοτικοί υπάλληλοι και ένας χωροφύλακας.
Και χάνει ολόκληρο κομβόι με χούλιγκανς που κινείται στις εθνικές οδούς ενώ θα έπρεπε να είναι αρκετό το σήμα μισού τροχονόμου.