Τα δεδομένα της δολοφονίας του Μιχάλη Κατσούρη οδηγούν σε ένα βασικό συμπέρασμα.

Ποτέ έως τώρα ένα φονικό σχέδιο δεν ήταν γνωστό εκ των προτέρων στις αρχές σχεδόν σε κάθε του λεπτομέρεια.

Τόσο γνωστό μάλιστα ώστε το κουβάρι της τραγικής υπόθεσης ξετυλίχθηκε αμέσως αφότου ο νέος αυτός άνθρωπος έχασε τη ζωή του.

Οι αρχές της χώρας γνώριζαν ποιοι ήταν οι επιδρομείς. Τα μέσα μεταφοράς που θα χρησιμοποιούσαν. Τη διαδρομή τους. Τις διασυνδέσεις τους. Τον σκοπό τους.

Και παρόλα αυτά έμειναν να παρακολουθούν «διακριτικά» ένα κομβόι αυτοκινήτων με πινακίδες κυκλοφορίας που δεν άφηναν καμία αμφιβολία σχετικά με το ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι επιβαίνοντες.

Και το οποίο διέσχισε επί ώρες τη χώρα πριν σταθμεύσει για να συνεχίσει την πορεία του ακόμη και με δημόσια μέσα μεταφοράς.

Το σχέδιο των επιδρομέων «φώναζε». Αλλά από την πολιτική ηγεσία έως την τελευταία υποδιεύθυνση της τροχαίας κανένας δεν άκουσε.

Το σχέδιο εκτελέστηκε στο φως του ήλιου. Αλλά κανένας δεν είδε.

Δεν χάθηκε έτσι μόνο μια ζωή. Εμεινε εκτεθειμένο και ένα ολόκληρο κράτος. Μακάριο και ανοχύρωτο. Μοιραίο και άβουλο.

Δεν είναι επομένως μόνο το αίμα που χύθηκε με έναν τόσο αδιανόητο τρόπο. Είναι και το στίγμα που άφησε αυτή η τραγωδία.

Είναι ο λεκές και τα σημάδια που θα μείνουν ανεξίτηλα.