Δεν ξέρω ποια η εκ των προτέρων συμφωνία. Δεν ξέρω ποια η σύμβαση συνεργασίας. Δεν ξέρω αν συνέβη κάτι απρόοπτο, πριν ή κατά τη διάρκεια της παράστασης.
Ξέρω αυτό που είδα, ξέρω ακριβώς αυτό που είδαν οι χιλιάδες άλλοι δίπλα μου στην πρώτη ημέρα του 10ου φεστιβάλ Ελάτειας. Ξέρω ότι δεν είδα, σχεδόν καθόλου, επί σκηνής τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Ακριβώς σαν -της πάλλευκης Alkyone- το αερικό ήταν το βράδυ της Παρασκευής ο δημοφιλής τραγουδοποιός. Το ένιωσαν όλοι, ψάχνοντας την απάντηση στο τι συμβαίνει. Μόνιμα καθισμένος σ’ ένα σκαμπό, ερμήνευε ένα τραγούδι κι αμέσως μετά ως δια μαγείας χανόταν στο υπερπέραν.
Έσβηναν για λίγα δεύτερα τα έντονα φώτα και μια τρύπα τον ρουφούσε στ’ άδυτα του χώρου. Ώσπου να εμφανιστεί ξανά, να πει δυο στροφές και να εξαϋλωθεί. Σύνολο να είπε δέκα – δώδεκα τραγούδια.
Ίσως ήταν κουρασμένος από τα διαδοχικά live. Είχε προηγηθεί κι αυτό της Ραφήνας δύο μέρες πριν. Αλήθεια είναι πως το δεύτερο σκέλος της συναυλίας, το δικό του, άρχισε 23:45. Επιβαρυντικό επίσης.
Ίσως δεν αισθανόταν καλά αυτό το βράδυ. Πάντως το χιούμορ και ο δυναμικός, απόλυτα ροκ, τρόπος που έκλεισε το πρόγραμμα αποχαιρετώντας το κοινό, γύρω στις 2:30 το ξημέρωμα, άφησαν την εντύπωση πως είχε, στη δεξαμενή του, περίσσευμα ενέργειας.
Άρχισε λέγοντας πως «παίρνουμε τη σκυτάλη από τον Μίλτο και θα δούμε που θα μας βγάλει». Μείναμε, περιέργως, στου δρόμου τα μισά.
Μια απλή εξήγηση θα έλυνε τις απορίες για την αμηχανία του κόσμου, την υποστολή των πειρατικών σημαιών, την απουσία του vibe με το οποίο παραδοσιακά παρασέρνει το κοινό του. Σαν να ήταν ένας άλλος εκεί πάνω!
Σπουδαίος ο Κωνσταντής Πιστιόλης, ένας αρτίστας του κλαρίνου που σάρωσε όλο το stage. Πάντα συνεπέστατος και παρεμβατικός ο Δημήτρης Μυστακίδης, υπέρ το δέον η προσπάθεια που έκαναν ο Γιάννης Λίταινας κι ο Αλέξανδρος Κτιστάκης που ανέλαβαν να καλύψουν το κενό αυτό, αλληλεπιδρώντας με τον κόσμο. Ο Θανάσης περισσότερο ακολουθούσε. Γι’ αυτό και κάμποσοι έφυγαν νωρίτερα.
Αντιθέτως, ο Μίλτος Πασχαλίδης γέμισε κάθε σπιθαμή της σκηνής. Άρχισε πρώτος, στις 21:15, κι αυτό τού έδωσε το πλεονέκτημα. Μα δεν έπαψε να παλεύει για το επόμενο χειροκρότημα σε κάθε τραγούδι.
Αυτή η στεντόρεια και πάντα στιβαρή φωνή του δεν έχασε πόντο από την ισχύ της σ’ ένα δίωρο αδιάκοπης ταλάντευσης. Σε μια προαπαιτούμενη ένωση με το κοινό, τραγούδησε όλους εκείνους τους στίχους, από προσωπική και μη δισκογραφία, που θα πυροδοτούσαν την ατμόσφαιρα. Χωρίς ευτυχώς καπνογόνα, διότι ήμασταν και σε δάσος.
Επί 120 λεπτά ηφαίστειο που καίει κατέκλυσε το μέσα μας, συνδέθηκε με το απόκοσμο κι έφερε στο set τον Λαυρέντη, τον Θάνο και τον Μητσάρα. Έγινε χαΐνης που μπήκε στο Καπηλειό απαγγέλλοντας Ερωτόκριτο και λίγο μετά ένας αντάρτης στα βουνά βροντοφωνάζοντας τον ύμνο του ΕΑΜ.
Σε καμία περίπτωση δεν είναι μουσική η σύγκριση των δύο. Δεν μπαίνει στο ζύγι η καλλιτεχνική υπόστασή τους. Ο Θανάσης, suis generis φιγούρα, έχει τη δυνατότητα να γίνει αέρας πεχλιβάνης και να σε στείλει μεμιάς στην Ανδρομέδα του. Να διαβείς την στρατόσφαιρα ως σιμούν και να μπεις σε άλλο σύμπαν. Ο Μίλτος είναι ο φίλος που σε δένει με τα παλιά, ένας Αρχάγγελος που τριγυρνά με τις Περσείδες.
Είναι απλώς και μόνο η περιγραφή της στιγμής όλο αυτό, η αποτύπωση των αντιστρόφως ανάλογων συναισθημάτων πολλών που γεννήθηκαν σε ένα διάστημα πέντε ωρών μεταβαίνοντας από το ένα σκέλος στο άλλο. Περίεργη η μίξη.
Έτυχε τώρα, λογικό να συμβαίνει. Ήταν η μια βραδιά. Ήταν προφανώς η κατάσταση τέτοια, η στάση και η φάση. Αυτό το «πού ήσουν, τελικά, Θανάση»;
ΥΓ. Να πηγαίνετε σε τέτοιες τοπικές προσπάθειες, αξίζουν τη στήριξη και την προβολή. Στην Ελάτεια η οργάνωση, τουλάχιστον για την Παρασκευή, ήταν πολύ καλή. Τα παιδιά εξυπηρετικά και φιλικά, ο χώρος στο Αλωνάκι επίσης υπέροχος, ανοικτός, άνετος, μέσα στα δέντρα και ιδανικός για ανάλογες πρωτοβουλίες, εξυπηρετώντας ταυτόχρονα και εκατοντάδες κατασκηνωτές που κάλυψαν το αντίτιμο για όλο το τριήμερο.