Ούριος άνεμος μοιάζει να φυσάει στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, μετά τους δολοφονικούς σεισμούς στη γείτονα. Oυδείς γνωρίζει πόση θα είναι η διάρκειά του. Ούτε το εάν όντως πρόκειται για ευκαιρία διπλωματικής «επανεκκίνησης», όπως έκανε αισιόδοξος λόγο ο έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, πριν τη συνάντησή του με τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, τον Ιούλιο, του 2023. Οπότε εξέφρασε κι ο τούρκος Πρόεδρος την προθυμία να «αναβιώσει» τη φιλία της χώρας του με την Ελλάδα.
Παρόλο το θερμό για την ώρα κλίμα, συγκρατημένος ως προς τις προοπτικές επίλυσης των ελληνοτουρκικων διαφορών για την οριοθέτηση των χωρικών υδάτων και της υφαλοκρηπίδας, εμφανίζεται μιλώντας στο ΒΗΜΑ ο τούρκος καθηγητής στο Caledonian Univercity στη Γλασκώβη, Ταρίκ Μπασμπούογλου.
«Η εξεύρεση λύσης για τις διαφορές στο Αιγαίο ήταν πάντα ένα δύσκολο ζήτημα, λόγω του εκατέρωθεν λαϊκισμού κι εθνικισμού, του ανταγωνισμού και της δυσπιστίας μεταξύ των χωρών. Και οι δύο χώρες θεωρούν της διένεξη στο Αιγαίο ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος, αλλά όχι ως σενάριο win-win. Γι’ αυτό, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν το status quo στο Αιγαίο», τονίζει στο ΒΗΜΑ ο τούρκος ακαδημαϊκός.
-Ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δείχνει να τείνει το χέρι του προς τη Δύση, ενώ η ρητορική του, ήδη από την προεκλογική περίοδο, δεν περιέχει ανθελληνικές κορώνες. Τι ακριβώς έχει συμβεί; Κάνει στροφή στην εξωτερική πολιτική της χώρας;
Κατά καιρούς, παρόλα αυτά ο Ερντογάν ακολούθησε μια εθνικιστική ρητορική κατά της Ελλάδας, θέλοντας να κρύψει τα οικονομικά προβλήματα στο εσωτερικό. Κατηγόρησε, δηλαδή, την Ελλάδα για συνεργασία με τις ΗΠΑ κατά της Τουρκίας. Με αυτόν τον τρόπο, είχε ως στόχο να τονώσει τα εθνικιστικά αισθήματα στο τουρκικό κοινό.
Παρόλα αυτά, ο Πρόεδρος Ερντογάν γνωρίζει την οικονομική κρίση που θα μπορούσε να αποδυναμώσει τη δημοτικότητά του, πριν από τις επερχόμενες τοπικές εκλογές τον Μάρτιο του 2024. Γι’ αυτό, στοχεύει να διορθώσει οικονομικά προβλήματα όπως ο υψηλός πληθωρισμός (επίσημα γύρω στο 47,83 τοις εκατό), για να εδραιώσει τους συντηρητικούς και εθνικιστές ψηφοφόρους του. Σε αυτή την περίπτωση, ως ρεαλιστής ηγέτης, ο Πρόεδρος Ερντογάν επιδιώκει να χτίσει γέφυρες με την Ελλάδα, απευθυνόμενος στη Δύση και συγκεκριμένα στην κυβέρνηση Μπάιντεν, αρκεί να λαμβάνει παραχωρήσεις ασφάλειας (όπως η αγορά μαχητικών αεροσκαφών F-16 από τις ΗΠΑ) και οικονομικές ενισχύσεις.
-Ακόμη κι η σύσταση του νέου υπουργικού συμβουλίου είχε σκοπό να στείλει θετικά μηνύματα στη Δύση μετά την εκλογική του νίκη τον Μάιο του 2023;
Ακριβώς. Είναι μετριοπαθές. Διόρισε τον Mεχμέτ Σισμέκ ως υπουργό Οικονομικών, ο οποίος είναι γνωστός για τις φιλοδυτικές και ορθόδοξες οικονομικές του πολιτικές και τον Χαφιζέ Γκαγέ Ερκάν (Hafize Gaye Erkan), που εργαζόταν στην Goldman Sachs και στην First Republic Bank, ως διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας. Επιπλέον, ο Πρόεδρος Ερντογάν προτίμησε τον Aλί Γερλίκαγια ως νέο υπουργό Εσωτερικών, αντί του Σουλεϊμάν Σοϊλού , ο οποίος ήταν γνωστός για την υπερεθνικιστική ρητορική του κατά της Δύσης, ιδίως των ΗΠΑ. Δεν είναι τυχαίες επιλογές.
-Παρόλα αυτά, δεν δείχνει να τηρεί νέα στάση έναντι της Ρωσίας.
Η Τουρκία έχει υιοθετήσει μια δυαδική εξωτερική πολιτική για να οικοδομήσει τον εαυτό της τόσο ως “ανατολικό” όσο και ως “δυτικό” έθνος προκειμένου να κερδίσει οικονομικές και στρατιωτικές παραχωρήσεις και από τα δύο στρατόπεδα του πολέμου στην Ουκρανία. Παρότι η Άγκυρα έχει υποστηρίξει την Ουκρανία και έδωσε το «πράσινο φως» στην ένταξη της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ, όντως δεν έχει εγκαταλείψει ακόμη τη Ρωσία. Αντίθετα, η Τουρκία εξακολουθεί να θεωρεί τη Ρωσία ως εταίρο και δεν έχει επιβάλει οικονομικές κυρώσεις σε αυτήν από τον Φεβρουάριο του 2022. Ο Πρόεδρος
Ερντογάν είναι πρόθυμος να συνεργαστεί με τον Πούτιν, προκειμένου να αναβιώσει η συμφωνία σιτηρών και να βρεθεί μια ειρηνική λύση για την ουκρανική σύγκρουση. Συγχρόνως, εξακολουθεί να επωφελείται από τις επενδύσεις, τον τουρισμό και τη φθηνή ενέργεια από τη Ρωσία, παρά την αντίθεση της Δύσης. Ως εκ τούτου, θα προσέθετα, είναι ακόμη νωρίς για να αποδώσουμε τις τελευταίες πολιτικές της Τουρκίας ως μια προσπάθεια στροφής προς τη Δύση. Αντίθετα, η Τουρκία μπορεί να ακολουθήσει μια «πολιτική ισορροπίας» μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, προκειμένου να ανακτήσει οικονομικές παραχωρήσεις και από τις δύο πλευρές.
-Πιστεύετε ότι, παρόλα αυτά, μέσα σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να διαμορφωθεί η δυνατότητα συζήτησης και επίλυσης ενδεχομένως κάποιων εκ των ελληνοτουρκικών διαφορών στο Αιγαίο, που σχετίζονται με το διεθνές δίκαιο; Ο έλληνας πρωθυπουργός άφησε ανοιχτό το παράθυρο για προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, αναφορικά με τον ορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, εφόσον όμως εξαντληθούν όλες οι δυνατότητες επίλυσης των διαφορών με την Τουρκία, όπως τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης, οι διερευνητικές επαφές και ο πολιτικός διάλογος. Το σενάριο προσφυγής στη Χάγη που διατύπωσε ο έλληνας πρωθυπουργός, αλήθεια, πώς το ακούει η Άγκυρα, η οποία θέλει η διαπραγμάτευση αυτών των ζητημάτων να διεξάγεται σε διμερές επίπεδο;
Οι διαφορές για το Αιγαίο έχουν εγείρει σοβαρό εμπόδιο στις τουρκοελληνικές σχέσεις, ήδη από τη δεκαετία του 1970. Υπάρχουν πολλά ζητήματα, όπως η οριοθέτηση της υφαλοκρηπίδας, η εκ νέου στρατιωτικοποίηση των νησιών και οι διαφωνίες για τον εθνικό εναέριο χώρο. Η επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο είναι δύσκολη, λόγω των διαφορετικών συμφερόντων και προοπτικών των δύο εθνών. Δεν υπάρχει αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των δύο μερών στα συγκεκριμένα ζητήματα. Η Τουρκία στοχεύει στην εξεύρεση λύσης που θα βασίζεται σε διμερή επαναδιαπραγμάτευση με την Ελλάδα και πράγματι δεν επιθυμεί να υποβάλει αίτηση στο Διεθνές Δικαστήριο, λόγω του φόβου να χάσει την υπόθεση κατά της Ελλάδας. Ενώ η Ελλάδα είναι αποφασισμένη να φέρει τις συνεχιζόμενες διαφορές για το Αιγαίο στο Δικαστήριο της Χάγης.
Οι Τούρκοι αγωνιούν για ένα λόγο: ότι θα «περικυκλωθούν» από την Ελλάδα σε περίπτωση έγκρισης των 10 ή 12 ναυτικών μιλίων. Ως εκ τούτου, η τουρκική πλευρά θα επιμείνει να επιλύσει τη διαφορά του Αιγαίου με διμερείς διαπραγματεύσεις. Το 1995, όπως θυμάστε, η Βουλή των Ελλήνων επικύρωσε τη Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας (UNCLOS III) που υποστήριξε την ιδέα της επέκτασης της χωρικής θάλασσας έως και 12 μίλια. Απόφαση που ωστόσο εξόργισε την τουρκική πλευρά, η οποία φοβόταν ότι θα χάσει τον έλεγχο του Aιγαίου. Σε απάντηση, το τουρκικό κοινοβούλιο ενέκρινε το νομοσχέδιο που αναγνώριζε αυτή τη μονομερή κίνηση ως «casus belli», το 1996.
Από ελληνικής πλευράς, πολιτικοί και γραφειοκράτες παρουσιάζουν την Τουρκία ως «δυνητική απειλή» στο Αιγαίο ήδη από το 1974. Γι’ αυτό, τόσο οι αριστεροί όσο και οι δεξιοί έλληνες πολιτικοί διστάζουν να διαπραγματευτούν τις διαφορές στο Αιγαίο με τους Τούρκους ομολόγους τους. Έτσι για παράδειγμα, το 2004, ο Πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης ήταν πιο κοντά στην υπογραφή διμερούς συμφωνίας με την Τουρκία για το Αιγαίο, αλλά δεν μπορούσε να τη διεκπεραιώσει λόγω του φόβου του να χάσει εθνικιστές ψηφοφόρους στο εσωτερικό. Αν και ο δεξιός Καραμανλής ήταν πρόθυμος να αυξήσει τις οικονομικές και ενεργειακές σχέσεις με την Τουρκία, δίσταζε επίσης να διαπραγματευτεί τις διαφωνίες στο Αιγαίο με την κυβέρνηση του ΑΚΡ τη δεκαετία του 2000. Σε αυτή την προσπάθεια, η εξεύρεση λύσης για τη διαφορά του Αιγαίου ήταν πάντα ένα δύσκολο ζήτημα λόγω του λαϊκισμού, του εθνικισμού, του ανταγωνισμού και της δυσπιστίας μεταξύ των χωρών.
Συνοψίζοντας, και οι δύο χώρες θεωρούν αυτό το πρόβλημα ως παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος αλλά όχι ως σενάριο win-win. Γι’ αυτό, δεν είναι σε θέση να αλλάξουν το status quo στο Αιγαίο. Ο πρωθυπουργός Μητσοτάκης ανακοίνωσε τις ελπίδες του για «επαναφορά» με την Τουρκία μετά τη συνάντησή του με τον Πρόεδρο Ερντογάν στη σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο του 2023. Παράλληλα, ο Πρόεδρος Ερντογάν εξέφρασε επίσης την προθυμία του να «αναβιώσει» τη φιλία με την Ελλάδα. Ωστόσο, και οι δύο ηγέτες προέρχονται από κεντροδεξιά και εθνικιστική λαϊκιστική πολιτική, οπότε αυτό θα μπορούσε να περιπλέξει μια πιθανή συμφωνία για τις διαμάχες στο Αιγαίο. Επιπλέον, και οι δύο χώρες γνώρισαν την άνοδο ακροδεξιών κομμάτων, στις τελευταίες εκλογές, όπως το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης (MHP) και το Κόμμα
Σπαρτιάτες. Αυτό εν όψει και των επερχόμενων αυτοδιοικητικών εκλογών και στις δυο χώρες θα μπορούσε να ασκήσει περαιτέρω πίεση τόσο στον Μητσοτάκη όσο και στον Ερντογάν να μην κάνουν καμία παραχώρηση για τις διαφορές στο Αιγαίο.
-Ποιος μπορεί να είναι ο ρόλος της ΕΕ, αλλά και των ΗΠΑ έναντι της διευθέτησης των ελληνοτουρκικών διαφορών ;
Η ΕΕ δεν θεωρεί πλέον την Τουρκία «στρατηγικό» εταίρο, επομένως δεν θα εστιάσει στην επίλυση των ελληνοτουρκικών διαφορών. Ωστόσο, μπορεί να παρέμβει για να αποτρέψει μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ των δύο εθνών, όπως έκανε στην κρίση στην Ανατολική Μεσόγειο, το καλοκαίρι του 2020.
Η ΕΕ αποστασιοποιήθηκε από την Τουρκία λόγω της δημοκρατικής οπισθοδρόμησης και της επιθετικής εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας μετά την αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Έκτοτε, θεωρεί την Τουρκία ως ζώνη ασφαλείας για να αποτρέψει την εισροή προσφύγων στην Ευρώπη. Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία δεν βλέπει την ΕΕ τόσο ειλικρινή, λόγω της αποδοχής της Κύπρου ως μέλους και της αντίθεσής της στην προσπάθεια πλήρους ένταξης της Τουρκίας. Επιπλέον, τόσο η κυβέρνηση του ΑΚΡ όσο και το τουρκικό κοινό έχουν επικρίνει την ΕΕ για την έλλειψη ενσυναίσθησής της για τους πολέμους της Τουρκίας κατά των Κούρδων της Συρίας και των δικτύων των Γκιουλενιστών.
Όχι μόνο η ΕΕ αλλά ούτε η αμερικανική κυβέρνηση ενδιαφέρεται για την επίλυση των διαφορών στο Αιγαίο μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, παρόλο που οι ΗΠΑ μπορούν να παρέμβουν για να αποτρέψουν μια πιθανή σύγκρουση μεταξύ των δύο εθνών, όπως έκαναν κατά την κρίση των Ιμίων, το 1996. Γιατί, πρώτον, οι ΗΠΑ δεν θεωρούν την Τουρκία ως «στρατηγικό εταίρο» λόγω της αντίθεσης της τελευταίας στην αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους της Συρίας, του αυταρχισμού και της φιλίας με τη Ρωσία. Δεύτερον, οι ΗΠΑ δεν βλέπουν την Τουρκία ως μια γεωπολιτικά σημαντική χώρα λόγω της αποχώρησής της από τη Μέση Ανατολή, από το 2011. Με άλλα λόγια, οι ΗΠΑ αγωνίζονται έναντι της ανερχόμενης Κίνας, επομένως δεν χρειάζονται την Τουρκία για να περιορίσουν την Κίνα στην περιοχή Ασίας-Ειρηνικού. Παράλληλα, τόσο η κυβέρνηση του AKP όσο και η κοινή γνώμη θεωρούν επίσης τις ΗΠΑ ως «εχθρικό» έθνος λόγω της υποστήριξής τους στους Κούρδους της Συρίας και της χλιαρής απάντησής τους στην αποτυχημένη απόπειρα πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016. Επιπλέον, τα αντιτουρκικά αισθήματα στο Κογκρέσο των ΗΠΑ και η αντίθεση της Τουρκίας στην προσπάθεια της Σουηδίας στο ΝΑΤΟ αποδυνάμωσαν επίσης την αμοιβαία εμπιστοσύνη μεταξύ των ΗΠΑ και της Τουρκίας.
Σε αυτή την προσπάθεια, οι ΗΠΑ δεν θα ενδιαφέρονται για την επίλυση των διμερών ζητημάτων μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, λόγω της μικρότερης εξάρτησής τους από την Τουρκία. Ωστόσο, οι ΗΠΑ θα προωθήσουν ασφαλώς τον διάλογο μεταξύ των δύο εθνών προκειμένου να προστατεύσουν την ενότητα της συμμαχίας του ΝΑΤΟ.