Ain’t no Mountain High Enough. Αν είχε κάποιο λάθος (γιατί, εντάξει, δεν ήταν και η πιο καλά οργανωμένη εκδήλωση, τουλάχιστον όμως έγινε έστω και με 31 χρόνια καθυστέρηση ή 29 από το ολοκληρωτικό τέλος της καριέρας του) η αφιερωμένη βραδιά στο Νίκο Γκάλη από την ΕΟΚ στο ΟΑΚΑ, είναι το τραγούδι που επέλεξαν οι υπεύθυνοι την ώρα που η -πιο- βαριά φανέλα αυτής χώρας με τον αριθμό 4, αποσυρόταν στα ουράνια του Ολυμπιακού γηπέδου.
Έπρεπε σημειολογικά και μόνο να διαλέξουν ένα από όσα τραγούδησε στην καριέρα της η Diana Ross, γιατί αν δεν υπήρχε εκείνη, ο Νίκος Γκάλης δεν θα είχε προκαλέσει το big bang του ελληνικού μπάσκετ και του επαγγελματικού αθλητισμού, ξεπερνώντας όλα τα βουνά του κόσμου, ακόμη και αυτό με το όνομα Σοβιετική Ένωση, με τριπλό σπάσιμο της μέσης.
Το 1979 και ενώ ο Νίκος Γκάλης περίμενε τους ατζέντηδες του να κάνουν πράξη το draft pick από τους Μπόστον Σέλτικς, εκείνοι ασχολούνταν με τη Diana Ross όντες μάνατζερς και της αμερικανίδας σούπερ σταρ της εποχής. Έτσι, ο ανίκητος Red Auerbach, μέχρι την εμφάνιση του Magic, υπέπεσε στο μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του. Δεν πήρε τον Nick the Greek και εκείνος με τη σειρά του βρέθηκε στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη.
Από και εκεί έπειτα τα πάντα άλλαξαν. Το ελληνικό μπάσκετ βρέθηκε από την αφάνεια και τα μονόστηλα, στην κορυφή της Ευρώπης και την τηλεόραση, τα παιδιά έτρεξαν να γραφτούν σε οποιοδήποτε σωματείο είχε πορτοκαλί μπάλες για προπόνηση (διπλασιάζοντας σε τέσσερα χρόνια, από το 1987 ως το 1991 τους εγγεγραμμένους αθλητές της ΕΟΚ), οι αντίπαλοι του Γκάλη έκαναν διπλές προπονήσεις για πρώτη φορά, για να μπορέσουν να τον σταματήσουν.
Για να γίνουν όλα τα παραπάνω εκείνος σουλάτσαρε στον αέρα αφήνοντας την μπάλα στο διχτάκι με κάθε πιθανό και απίθανο τρόπο. Πάντα ως «επαγγελματίας και όχι ερασιτέχνης» όπως είχε δηλώσει το 1980 με την Επιτροπή Φιλάθλου Ιδιότητος να ζητάει την τιμωρία του (ελπίζω να μην ήταν κάποιος χθες στο ΟΑΚΑ από την τότε επιτροπή). Ούτε και κάποιος από τους δημοσιογράφους της Θεσσαλονίκης που μετά την πρώτη του εμφάνιση στις Δεκεμβρίου 1979 τον αξιολόγησαν ως ατομιστή και όχι κάτι το ιδιαίτερο. Αλλά εντάξει, αυτά συμβαίνουν, ειδικά στις καλύτερες ελληνικές οικογένειες.
Κοιτάζοντας χθες τον Γκάλη να κλαίει σαν μικρό παιδί, ένιωθες τα εγκλωβισμένα δάκρυα για δεκαετίες μέσα του. Από εκείνο το απόγευμα που πήρε ένα ταξί και σηκώθηκε κι έφυγε από το μπάσκετ, μέχρι χθες το βράδυ, η μόνη του ηθική επιβράβευση ήταν η είσοδος με βηματάκια του στο Ολυμπιακό Στάδιο κατά την Τελετή Έναρξης των Αγώνων του 2004, για να ανάψει τη φλόγα (ο Κακλαμανάκης…). Σαν τη φλόγα που άναψε στους Έλληνες και τις Ελληνίδες και η οποία δεν σταμάτησε ποτέ να καίει, γιατί μέσω αυτής άνθρωποι βρήκαν δουλειά, έχτισαν καριέρες, κέρδισαν εκατομμύρια, έμειναν στην ιστορία ή απλά είδαν το παιδί τους να στρέφεται στον αθλητισμό αντί στην παραβατικότητα.
Τον είπαμε (και πιθανώς ήταν) απόμακρο, του καταλογίσαμε υπέρμετρο εγωισμό, τον ξεχάσαμε. Όπως είχε πει και ο Τζέιμς Γκόρντον στον Σκοτεινό Ιππότη του Νόλαν:
– Γιατί φεύγει;
– Γιατί πρέπει να τον κυνηγήσουμε. Είναι ο ήρωας που μας αξίζει αλλά όχι αυτός που χρειαζόμαστε τώρα.
Ίσως τη χθεσινή επιστροφή του Νίκου Γκάλη να τη χρειαζόμασταν, ως Έλληνες, ως χώρα. Να μας θυμίσει την πιο περήφανη στιγμή μας και να μας κάνει να σκεφτούμε ότι η Ελλάδα χρειάζεται ηγέτες που μιλάνε πολύ λιγότερο από όσο πράττουν, που δεν ξεπερνούν μόνο τα δικά τους όρια, αλλά μας παρασύρουν όλους στο να γίνουμε οι καλύτερες εκδοχές του εαυτού μας.
Αυτή είναι η μεγαλύτερη κληρονομιά που άφησε πίσω του ο Νίκος Γκάλης. Αυτός ο G.O.A.T. Έλληνας και όχι απλά αθλητής.