Σκαλίζοντας τα συρτάρια του σκρίνιου στη μεγάλη σάλα του σπιτιού ανάμεσα στα χαρτιά, να ξαφνικά και μια μαυρόασπρη, κιτρινισμένη φωτογραφία πριν εβδομήντα τόσα χρόνια που τράβηξε με την προπολεμική του Kodak o πατέρας μου. Να ο μικρός του αδελφός – ο θείος Γιάγκος – κι ο κανακάρης του. Μόλις τελείωσαν το παλατάκι τους στην άμμο. Ήταν όμως στη Χώρα της Μυκόνου, στον Ορνό ή στον Άγιο Στέφανο;
Παράδοξα φέρνω στο νου μου τα άσπρα τρυπιτά μου πεδιλάκια από τον Μούγερ στη Σταδίου που με κόβανε και που από μία ανεξήγητη κοκεταρία δεν τα αποχωριζόμουν. Θυμάμαι επίσης το κουβαδάκι και το ξύλινο φτυάρι -αλλά είναι έξω από το πλάνο και δεν φαίνονται.
Μέσα στο πλάνο είναι φυσικά ο χρόνος και το ποίημα του Αλεξανδρινού:
«Απ’ τον καιρό είν’ όλα αυτά τα πράγματα
πολύ παλιά
– το σκίτσο, και το πλοίο
και το απόγευμα».
(«Του πλοίου»,1919).
Έβγαλα όμως κι εγώ εχθές με τον τρόπο μου μια «φωτογραφία» στην άμμο της Παράγκας του τζετ σετ -μέσα στον χαμό.
Δεν είχα άλλο θέμα. Έκλεισα τα τετράδια και περιορίστηκα στον ουρανό και τη Νάξο που αχνοφαίνεται απέναντι.
Έβραζε ο τόπος. Η θερμοκρασία μέσα μου όμως – αρχαίας σαύρας ανάμεσα στα νέα, καυτά σώματα και τα μπάσα από τεράστια μαύρα μεγάφωνα που είχαν πετάξει στην αμμουδιά σαν την πέτρα της Μέκκας στο πουθενά.
Εξευγενισμένες καταριανές με Louis Vuitton και διεθνή πουτανάκια με σιλικωμένα βυζιά.
Σήκωνε ο αέρας τα χαρτιά μου.
Γιατί να μην τα πάρει το κύμα; Τι αξία έχουν τα χαρτιά;
Έπρεπε όμως στην παραλία να κουβαλάω τα χαρτιά που προορίζονται για τους γάμους της Κόλασης.
Έπεφτε η σκιά από το γείσο του πάνινου καπέλου μου όπως στη φωτογραφία με τον θείο Γιάγκο.
Σκούρενε κι άλλο το μυαλό μου σαν την ημέρα με την έκλειψη ηλίου που γαυγίζαν τα σκυλιά.
Οι μνήμες δεν ωφελούν τους ανθρώπους, μονολόγησα.
«Τότε γιατί γράφεις στις Παράγκες και στα Πργκιπάτα;», είπα.
«Σάμπως χτίζονται παλάτια στην άμμο;»