Ο Ανδρέας Μιαούλης, κατά κόσμον Ανδρέας Βώκος, υπήρξε εξέχουσα προσωπικότητα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, αναλαμβάνοντας την αρχηγία του ελληνικού στόλου και συμμετέχοντας σε πλήθος ναυμαχιών και ναυτικών θριάμβων των ελλήνων επαναστατών έναντι του οθωμανικού στόλου.

Πάντως, η ένδοξη εκείνη περίοδος της ελληνικής ιστορίας είχε και “μαύρες” σελίδες, όπως αυτή του ελληνικού εμφυλίου 1823 – 1825 αλλά και των γεγονότων του 1831, στα οποία ο Μιαούλης υπήρξε αναμφίβολα, ένας από τους μεγάλους αρνητικούς πρωταγωνιστές.

Την 1η Αυγούστου του 1831, μέσα σε κλίμα έντονης εμφύλιας διαμάχης, ο σπουδαίος ναύαρχος προχωρά σε μία πράξη που θα αποτελέσει στίγμα για την ένδοξη πορεία του. Ανατινάζει δύο κορυφαίας ισχύος ελληνικά πλοία: τη φρεγάτα«Ελλάς» και την κορβέτα «Ύδρα».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 24.7.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Οι σχέσεις Μιαούλη – Καποδίστρια

Ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκλέγεται από την Γ’ Εθνοσυνέλευση της Τροιζήνας, το 1827, Κυβερνήτης του ελληνικού κράτους και, φτάνοντας στην Ελλάδα το 1828, αναθέτει στον μπαρουτοκαπνισμένο Μιαούλη την ιδιαίτερα σημαντική αλλά και δυσχερή αποστολή της πάταξης της πειρατείας που λυμαινόταν τα νερά του Αιγαίου και τις ακτές τις Πελοποννήσου.

Αν και η συνεργασία τους ξεκίνησε θετικότητα, σχετικά σύντομα, τα πράγματα άλλαξαν. Ο Καποδίστριας έρχεται σε ρίξη με τους υδραίους πλοιοκτήτες καθώς και με άλλες ισχυρές οικογένειες, όπως η οικογένεια Κουντουριώτη και η οικογένεια Μαυρομιχάλη.

Αιτία της διαμάχης ήταν το κατά πόσο οι οικογένειες αυτές δικαιούνταν προνόμια εξουσίας και άλλα οικονομικής φύσεως οφέλη από το ελληνικό κράτος, ως ένδειξη αναγνώρισης της προσφοράς τους στον αγώνα για την Ελευθερία της Πατρίδας.

Τον Φεβρουάριο του 1830 υπογράφεται από την Αγγλία, τη Γαλλία και τη Ρωσία το Πρωτόκολλο του Λονδίνου με το όποιο αναγνωρίζεται η Ελλάδα ως κυρίαρχο και ανεξάρτητο κράτος. Ο Ιωάννης Καποδίστριας διατηρεί τη θέση του Κυβερνήτη και οι έριδες μεταξύ κυβέρνησης και αντιπολιτευόμενων ισχυρών οικογενειών ολοένα και εντείνονται. Ο Μιαούλης παίρνει το μέρος των Υδραίων. Στην απόφαση αυτή παίζει ρόλο και ο αναμφισβήτητος αλλά και αναπόφευκτος συγκεντρωτισμός του Καποδίστρια.

Γράφει ο Σπύρος Μέλας στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» της 24ης Ιουλίου 1931:

«Ήταν η δεύτερη φορά τούτη που βρισκόταν ο Μιαούλης επαναστάτης. Και τις δύο είχε η στάση του το ίδιο χαρακτηριστικό: Αγάπη στην Ύδρα κι αίσθημα υποταγής στους φυσικούς αρχηγούς της. Ο Μιαούλης ήταν πάντα στο βάθος ένας αξιωματικός – τύπος και υπογραμμός – τίμιος, γενναίος και αφοσιωμένος. (…)

»Εφτά χρόνια τώρα ήταν συνηθισμένος να παίρνει προσταγές από το υδραίϊκο ναυαρχείο και προ πάντων από τον Κουντουριώτη. Ήρθε ο Καποδίστριας: Δεν είχε πιο αφοσιωμένο αξιωματικό στο ναυτικό από το Μιαούλη.

Ο Ανδρέας Μιαούλης στη Ναυμαχία του Γέροντα σε πίνακα του Πέτερ φον Χες, 1824

Ο Μιαούλης διαλέγει στρατόπεδο

»Ο καυγάς του κυβερνήτη με την Ύδρα τον έκαμε άνω, κάτω. Άμα ήρθε η στιγμή να διαλέξει δυσκολεύτηκε κάμποσο. Ποιο ήταν το χρέος του; Θα μπορούσε να σταθεί κατά της Ύδρας και του Κουντουριώτη;

»Θα μπορούσε να το κάμει κ’ αυτό. Έπρεπε όμως να είχε στερεωθεί γερά στη συνείδησή του ο κυβερνήτης. Από την παραίτηση όμως του Λεοπόλδου (σ.σ. Ο δούκας της Σαξονίας Λεοπόλδος του Σαξ-Κόμπουργκ Ζάαλφελντ, αν και αρχικά είχε δεχθεί να στεφθεί βασιλιάς της Ελλάδας, λίγο αργότερα υπαναχώρησε) και πέρα τον είδε, όπως πολλοί άλλοι, σαν εμπόδιο στο στερέωμα μόνιμης πολιτείας.

»Και ξηγούσε τα λάθη του σαν αποτελέσμα φιλαρχίας τυραννικής. Έτσι στάθηκε με το μέρος της Ύδρας και του Κοντουριώτη. Η προκήρυξη που υπόγραψε τα λέει όλα με γλώσσα ξάστερη και αυστηρή:

“Ότε προ δέκα έτων ήδη, λαμβάνοντες τα όπλα, μετεμορφώσαμεν ως πολεμικά τα εμπορικά μας πλοία και εισεπηδήσαμεν εις το στάδιον αγώνος δεινού και ανίσου δεν εκινήθημεν από καμμίαν ιδίαν ανάγκην, από κανένα ιδιαίτερον συμφέρον ή με κανένα σκοπόν ασυμβίβαστον με τα ευγενή της ελευθερίας αισθήματα…

(…)

Ούτε Τούρκοι είχαν την άδειαν να κατοικήσουν εις αυτήν, ούτε διοικητής ή άλλος τις υπουργός Οθωμανός εδιορίζετο, ουδέ φόρος επεβάλλετο κατ’ ευθείαν εις τους κατοίκους, αλλ’ ούτοι εκλέγοντες τους γέροντας των – προκρίτους ονομαζομένους- εμεπιστεύοντο εις αυτούς την διεύθυνσιν των κοινών πραγμάτων, οι δε πρόκριτοι εσύστηνον ένα των συμπατριωτών αυτών, έχοντα την νομοτελεστικήν εξουσίαν και ενεργούντα τας αποφάσεις των… Ούτως εις το μέσον του δεσποτικωτέρου κράτους της Ευρώπης η Ύδρα ημπορούσεν ευκολώτερα να θεωρηθή ως αυτόνομος τις μικρά πολιτεία…»»

Σύμφωνα λοιπόν με τους Υδραίους, η Ύδρα δεν ζητούσε «ούτε υπεροχήν καμμίαν να λάβη, ουδέ εξαιρετικά δικαιώματα ηθέλησε ν’ απολαύση, αλλ’ ευχαριστήθη να είναι μέλος απλούν της πολιτείας, αλλά πολιτείας ισονόμου, αντιπροσωπικής και θεμελιωμένης επί δικαίων και ορθών συνταγματικών βάσεων»

Εξέγερση και ανταρσία

Στα μέσα Ιουλίου του 1830 η κυβερνητική απόφαση να κλείσει το τελωνείο της Μάνης, από το οποίο οφελούνταν ιδιαίτερα οι Μανιάτες, προκαλεί εξέγερση με επικεφαλής τον Τζανή Μαυρομιχάλη (αδερφό του Πετρόμπεη) εναντίον του Καποδίστρια και της κυβέρνησης. Ακολουθεί η Ύδρα, η οποία προχωρά σε αντικυβερνητική ανταρσία. Όταν φτάνουν πληροφορίες στην Ύδρα ότι ο κυβερνητικός στόλος πρόκειται να κινηθεί εναντίον του νησιού, ο Μιαούλης και ο Κριεζής καταλαμβάνουν τον ναύσταθμο του Πόρου.

«Με τον αξιωματικό του τον Κριεζή και το Μαυροκορδάτο για πολιτικό του οδηγό (…) φτάνει στον Πόρο και, βοηθημένος από τους ντόπιους, νύχτα κυριεύει και ναύσταθμο και καράβια. Η περσότερη θαλασσινή δύναμη των Ελλήνων ήταν εκεί: Η φρεγάδα “Ελλάς”, δύο κορβέτες, δύο ατμοκίνητα – ο “Άστιγξ” και η “Καλαυρία”, κάμποσα μπουρλότα τέλος και μικρότερα πλοία».

Ο Μιαούλης και οι Μεγάλες Δυνάμεις

Οι τρεις προστάτιδες δυνάμεις: Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία, παρεμβαίνουν υπερασπιζόμενες την πλευρά του Καποδίστρια. Ο ρώσος ναύαρχος Πιότρ Ρίκορντ ήταν αυτός που προσπάθησε να εμποδίσει τον Μιαούλη.

«Άμα ο Ρίκορδ έφτασε στον Πόρο βρήκε το Μιαούλη που τοίμαζε τα καράβια, για να τα πάει στην Ύδρα. Ο Ρίκορδ τον προσκάλεσε να τ’ αφήσει. Ο Μιαούλης αποκρίθη πως έχει προσταχτεί τα όσα κάνει από τη συνταγματική επιτροπή. Έδινε όμως το λόγο του πως τα καράβια θα τα φύλαγε σαν ιερά, για να τα ξαναγυρίσει στο έθνος.

»Μάταια φοβέρισε ο Ρίκορδ πως θα χτυπούσε. Ο Μιαούλης απάντησε πως μ’ όλο το σέβας πούχε στις δυνάμεις δεν μπορούσε να δεχτεί προσταγές από το άτομο του Ρούσου ναυάρχου. – Αν, όπως δεν ελπίζω – πρόστεσε – συμφωνήσουν με σας κ οι ναύαρχοι Αγγλίας και Γαλλίας και με χτυπήσουν κι αυτοί, δεν θα τους πολεμήσω.

»Θα βουλιάξω μονάχα τα καράβια, προτιμώντας να πεθάνω στη θέση που μου μπιστεύτηκαν».

«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.7.1931, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» | «ΤΑ ΝΕΑ»

Πυρ

Ενώ οι αξιωματούχοι των Άγγλων και των Γάλλων,προσπαθώντας να βρεθεί μια λύση, αποχώρησαν για το Ναύπλιο, ρωσικά πλοία επέβαλαν μπλόκο εμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό νερού και τροφίμων των δυνάμεων του Μιαούλη.

«Μια μικρή κορβέτα έφερνε τη νύχτα τροφές από την Ύδρα στο Μιαούλη. (…) Το ρουσικό πολεμικό “Τηλέμαχος” έστειλε τη βάρκα του και την πρόσταξε να τραβηχτεί. Η κορβέτα δέχτηκε τη βάρκα με τουφεκιές. Ο “Τηλέμαχος” άνοιξε φωτιές πάνω στην κορβέτα. Το γειτονικό κάστρο που χε πιαστεί από ανθρώπους του Μιαούλη και η “Νήσος των Σπετσών” (σ.σ. Ελληνικό καράβι) άρχισαν τις κανονιές».

Η υποδοχή του Μιαούλη στην Ύδρα. Ελαιογραφία του Αιμίλιου Προσαλέντη.

Η ανατίναξη

Η πρώτη αυτή σύγκρουση ανησύχησε του Άγγλους και τους Γάλλους που με τους αντιπρέσβεις τους στο Ναύπλιο ήταν κοντά σε μια συμβιβαστική λύση, σύμφωνα με την οποία ο Κανάρης θα παρέδιδε τα πλοία, η κυβέρνηση θα του έδινε αμνηστεία και θα προχωρούσαν οι διαδικασίες για νέα εθνοσυνέλευση.

Ο ρώσος ναύαρχος όμως, φοβούμενος ότι η συμφωνία αυτή θα διατάρασε τις ισορροπίες εις βάρος των ρωσικών συμφέροντων, θέλησε να οδηγήσει τα πράγματα στα άκρα κινητοποιώντας χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις εναντίον του Μιαούλη.

« [Ο Μιαούλης] είχε την ελπίδα πως ο Ρίκορδ θα περίμενε το Λαλάντ και το Λάιονς (σ.σ. τους απεσταλμένους Γαλλίας και Αγγλίας). Άμα είδε όμως πως οι Ρούσοι κινήθηκαν κατά το μικρό κόρφο του μοναστηρίου κατάλαβε πως έφτασε η σκληρή ώρα.

»Με το γυμνασμένο μάτι του είδε πως τα καράβια του Ρίκορδ πήγαιναν να πιάσουν θέσεις για να χτυπησουν με λιγώτερες ζημιές γι’ αυτά. (…) Ήταν η ώρα εννιά το πρωί. Πελώρια λάμψη και τρομερός βρόντος, σύγνεφο μεγάλο σκέπασε την “Ελλάδα”, δεύτερος βρόντος, δεύτερο σύγνεφο σκέπασε την κορβέτα “Ύδρα”.

»Ο Μιαούλης είχε σταθεί στο λόγο του. Ρίχτηκε με λίγους συντρόφους σε μια βάρκα και μέσ’ από χαλάζι μπάλες, γλυτωμένος σαν από θάμα, βγήκε απ’ το στενό με πλώρη για την Ύδρα. Άμα σκόρπισαν οι καπνοί στα νερά είδαν τα συντρίμμια των δυο καραβιών.

»Η θαλασσινή δύναμη των Ελλήνων απόμενε φοβερά κολοβωμένη. Η ζημιά μεγάλη. Αν η εθνική συνείδηση κρίνει την πράξη ολέθρια, στο Μιαούλη όμως, απ’ τη στιγμή που μπήκε στις προσταγές του κοινού της Ύδρας δεν απέμενε άλλος τρόπος. (…)

»Και στην πράξη αυτή άλλο σφάλμα δεν μπορεί κανένας να βρει απ’ αυτό που είδε ο Κολοκοτρώνης: Ο Μιαούλης, αντί να τινάξει στον αέρα τα καράβια, έπρεπε ν’ ανοίξει, να μπει νερό, να τα βουλιάξει. Έτσι και ο κυβερνήτης δε θα μπορούσε να τα μεταχειριστεί κατά της Ύδρας και τα καράβια δε θα χάνονταν».

Λίγες εβδομάδες αργότερα, στις 27 Σεπτεμβρίου/9 Οκτωβρίου 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας δολοφονείται στο Ναύπλιο από τους Κωνσταντίνο και Γεώργιο Μαυρομιχάλη.

Το 1833, όπως αναφέρει ο Νικόλαος Δραγούμης, ο Μιαούλης είπε στον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1833: «Αν σε είχα σιμά μου εις τον Πόρον να με συμβουλεύσης όταν αποφάσισα να καύσω την φρεγάτα δεν θα την έκαια».