Είναι τόσο ισχυρή η δύναμη της εικόνας που σε σωριάζει κατάχαμα. Σωματικά, νοητικά και ψυχικά. Αντίδραση καμιά, μάτια και βλέμμα χαμένα στο κενό, στόμα σφαλισμένο. Κι η ανάσα ίσα που ξεπηδά από τα ρουθούνια για να επικυρώσει την ύπαρξη υποτυπώδους ζωής στον χώρο.
Σε διάστημα 30-35 ωρών δύο συγκλονιστικές λήψεις από κάμερα της ΕΡΤ ισοπέδωσαν κάθε αντοχή στο συναίσθημα. Σμπαράλιασαν το «μέσα» μας και ξέσκισαν τη σάρκα μας, μολονότι ήδη οι φωτιές, που για δέκα διαδοχικές ημέρες έχουν κατακάψει κάθε σπιθαμή βλάστησης από ανατολή σε δύση και από νότο σε βορρά, είχαν πιάσει στασίδι για να προλάβουν.
Οι δημοσιογράφοι και οι οπερατέρ της δημόσιας τηλεόρασης, ακούραστοι εργάτες του επιτόπιου ρεπορτάζ, μάς κατέστησαν ακούσια αυτόπτες μάρτυρες στο σκηνικό θανάτου που ο Χάρος έστησε με τόση επιδεξιότητα. Σαν να ‘θελε κι ο ίδιος ν’ απολαύσει ολάκερος ο κόσμος το αρχοντικό σεργιάνι του στα πύρινα πλακόστρωτα της Καρύστου και του Βελεστίνου.
Στο ίδιο έργο θεατές
Από τη μία η συντριβή του (γερασμένου) Canadair στην πλαγιά του βουνού, ξηλώνοντας σαδιστικά το μέλλον δύο νεότατων παλικαριών που ίσα είχαν προλάβει να γευτούν το νέκταρ της. Στα 34 του ο σμηναγός Χρήστος Μουλάς και στα 27 ο ανθυποσμηναγός Περικλής Στεφανίδης – διότι οφείλουμε να θυμόμαστε τα ονοματεπώνυμά τους.
Από την άλλη η απελπισμένη εικόνα ενός κτηνοτρόφου που περιφέρεται ακανόνιστα σε φλεγόμενα χωράφια και ζητά βοήθεια γιατί δεν θέλει να εγκαταλείψει τα ζώα του.
Το αδιανόητο τέλος του νήματος για τους άνδρες αυτούς υπήρξε σοκαριστικά όμοιο. Τρεις απανθρακωμένες κι ασάλευτες σοροί, ό,τι είχε απομείνει από δαύτες, σε μια σακούλα που απλώς καταλήγει στο νεκροτομείο. Κι από ‘κει στο χώμα, στον αέρα, στο νερό. Οπουδήποτε. Στο πουθενά.
Η ώρα του αντίο
Τα παιδιά της Πολεμικής Αεροπορίας θα τα ξεπροβροδίσουν με σαλπίσματα και παιάνες, ελληνικές ημέρες και αγήματα. Ο Πρωθυπουργός θα ‘ναι παρών επίσης στην κηδεία του ανθυποσμηναγού. Ένας αντάξιος αποχαιρετισμός της εθνικής αποστολής που ανέλαβαν να φέρουν εις πέρας κάτω από αντίξοοες συνθήκες επιτελώντας το καθήκον τους. Ήρωες ήταν.
Τον 45χρονο θα τον κλάψουν φίλοι και συγγενείς. Ο αδερφός του που έφυγε εγκαίρως από το σημείο αντικρίζοντας τον όλεθρο στα δυο μέτρα. Του φώναζε να τον ακολουθήσει, τον παρακινούσε να μην καθυστερεί άλλο, μα δεν τον έκανε ζάφτι.
Ούτε βήμα πίσω για κανέναν
Ο ντόπιος κτηνοτρόφος, ένας ήρωας του εαυτού του, ήταν αποφασισμένος να διασώσει το βιος του. Ή μήπως οι δυο ιπτάμενοι δεν ήταν πεισμωμένοι να καταπνίξουν τον τελευταίο θύλακα φωτιάς που έκαιγε στην ευβοιώτικη πλαγιά και απειλούσε να αναζωπυρωθεί.
Είχαν ήδη σβήσει πολλές εστίες και τούς είχε ξεμείνει αυτή. Δεν θα την άφηναν. Μια τελευταία ρίψη θα έκαναν και θα ‘φευγαν. Έπρεπε να σβήσει.
Κατέβηκαν πολύ χαμηλά για καλύτερη στόχευση, τόσο που πιθανόν οι πυκνοί καπνοί επηρέασαν την ορατότητα και δεν είδαν το δέντρο χάνοντας εν τέλει το πηδάλιο από την πρόσκρουση. Μοιραία και τον έλεγχο.
Μια απάντηση απολύτως ατομική
Τρεις απόλυτα τραγικές φιγούρες. Τρεις τραγικές φιγούρες που έμελλε να προσφέρουν, χωρίς δεύτερη σκέψη, το αίμα τους για ό,τι θεωρούσε ο καθένας τους πολυτιμότερο τη στιγμή της κρίσης. Ο ένας το δάσος και τη γη, ο άλλος τον συνάνθρωπο που θα γλίτωνε το σπίτι του, ο τρίτος το ζώο και τον κόπο που έχει βάλει για να φτιάξει κάτι.
Είχε νόημα αυτή «η ανθρωποθυσία στους θεούς των ηφαιστείων;», ίσως αναρωτιόταν ο Απόστολος Μπουλασίκης; «Άξιζε να υπάρξουν απλώς για ένα τόσο δα όνειρο κι ας ήταν η φωτιά του να τους κάψει ολοσχερώς;» θα στοχαζόταν ενδεχομένως (εκεί που είναι) ο Άλκης Αλκαίος.
Την απάντηση ο καθένας την κρύβει μέσα του και την καταθέτει όταν το νιώσει.