Η συνθήκη της Λωζάννης, που υπεγράφη μια μέρα σαν σήμερα πριν από ακριβώς 100 χρόνια, περιελάβανε, μεταξύ άλλων, την υποχρεωτική ανταλλαγή των χριστιανικών πληθυσμών, οι οποίοι ζούσαν μέχρι εκείνη τη στιγμή εντός των ορίων του τουρκικού κράτους (περίπου 1,5 εκ.) με τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς που διαβίωναν στις περιοχές που πλέον αποτελούσαν την επικράτεια του ελληνικού κράτους, όπως αυτή προέκυψε μετά και τη Μικρασιατική Καταστροφή (περίπου 500.000).
Από την ανταλλαγή αυτή εξαιρέθηκαν μόνο οι Έλληνες ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης, της Ίμβρου και της Τενέδου από τη μία πλευρά και οι Μουσουλμάνοι της Δυτικής Θράκης από την άλλη.
Το κριτήριο της ανταλλαγής πληθυσμών
Το μοναδικό κριτήριο βάσει του οποίου έλαβε χώρα η πρώτη αναγκαστική μαζική ανταλλαγή πληθυσμών, υπαγορευμένη από διακρατική σύμβαση, στην ιστορία της ανθρωπότητας, ήταν εκείνο της θρησκείας. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως κάποιων Αλβανών μουσουλμάνων οι οποίοι παρέμειναν στην Ελλάδα αλλά και κάποιων αραβόφωνων Χριστιανών, οι οποίοι παρέμειναν στην Τουρκία, όλοι οι υπόλοιποι αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν τον δρόμο που υπαγόρευε η θρησκεία τους, όπως για παράδειγμα οι περίπου 50.000 Αρμένιοι Χριστιανοί οι οποίοι στάλθηκαν στην Ελλάδα.
Μια από τις πληθυσμιακές ομάδες που βίωσαν τη μοίρα της αναγκαστικής εκτόπισης αποτελεί αυτή των τουρκόφωνων Ελλήνων της Καππαδοκίας, ή αλλιώς Καραμανλήδων. Σύμφωνα μάλιστα με την απογραφή του 1928, σχεδόν το 10% όσων ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή ήταν τουρκόφωνοι.
Οι Καραμανλήδες, οι οποίοι οφείλουν το όνομα τους στην Καραμανία, όπως αποκαλούνταν στα τέλη του 19ου αιώνα η νότια ακτή της Ανατολίας, αποτελούν μία ομάδα Ελλήνων Χριστιανών ορθοδόξων, οι οποίοι κατά την περίοδο της οθωμανικής αυτοκρατορίας, είτε λόγω πιέσεων είτε για άλλους λόγους υιοθέτησαν την τουρκική γλώσσα.
Συγκεκριμένα, οι Καραμανλήδες μιλούσαν μια τοπική διάλεκτο της τουρκικής γλώσσας. Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό αποτελεί το γεγονός ότι στα κείμενα τους έγραφαν την τουρκική γλώσσα με χαρακτήρες του ελληνικού αλφαβήτου. Αυτή η γλωσσική τους μεταστροφή όμως δεν οδήγησε σε περεταίρω πολιτισμικές μεταβολές. Αντιθέτως, συνέχισαν κανονικά να διατηρούν τα ελληνική ήθη και έθιμα αλλά και τις θρησκευτικές τους πρακτικές.
Οι δυσκολίες προσαρμογής λόγω της γλώσσας
Το ΒΗΜΑ επικοινώνησε με τον πρόεδρο του Πανελλήνιου Συλλόγου Αξενών Καππαδοκίας, Κώστα Αβανίδη, ο οποίος παρουσίασε ενδιαφέρουσες πτυχές που αφορούν τη μετεγκατάσταση της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας και τις ιδιαιτερότητες της. «Η εμπειρία της μετεγκατάστασης των τουρκόφωνων Ελλήνων ήταν πιο δύσκολη δεδομένου του ότι δεν ομιλούσαν την ελληνική γλώσσα. Η δυσκολία αυτή αποτελούσε εμπόδιο ειδικά κατά τα πρώτα χρόνια. Η πολιτεία έδειξε το ίδιο ενδιαφέρον και για την περίπτωση των ελληνόφωνων αλλά και των τουρκόφωνων προσφύγων. Γρήγορα όμως οι τουρκόφωνοι πρόσφυγες ενσωματώθηκαν με τον υπόλοιπο πληθυσμό (γηγενείς και ελληνόφωνους πρόσφυγες) και άρχισαν να προκόβουν» αναφέρει ο κύριος Αβανίδης.
Η αίσθηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας
Όσον αφορά την αίσθηση της ελληνικής εθνικής ταυτότητας που υπήρχε μεταξύ αυτών των ανθρώπων και με δεδομένο ότι δεν μιλούσαν την ελληνική γλώσσα ο κ. Αβανίδης είναι ξεκάθαρος: «Η Ελληνική εθνική ταυτότητα μεταξύ των Καραμανλήδων ήταν πολύ ανεπτυγμένη. Ένιωθαν και λειτουργούσαν με συνείδηση ελληνική. Μεγαλύτερη απόδειξη για αυτό το στοιχείο είναι το γεγονός πως το νομικό πλαίσιο της ανταλλαγής έδινε τη δυνατότητα για όσους το επιθυμούσαν να ασπασθούν τον Μουσουλμανισμό και να παραμείνουν στο σπίτι τους. Όμως οι άνθρωποι αυτοί προτίμησαν να ξεριζωθούν από τις εστίες τους, με απρόβλεπτες συνέπειες, πάρα να εξισλαμισθούνε».
Σχετικά με τη γλώσσα αλλά και τη γραφή των Καραμανλήδων ο πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Αξενών Καππαδοκίας αναφέρει πως όσον αφορά την καραμανλήδικη γραφή, δηλαδή τη σύνταξη κείμενων στην τουρκική γλώσσα αλλά με χαρακτήρες της ελληνικής αλφαβήτου, αυτή ήταν μία πρακτική που έδινε τη δυνατότητα στους τουρκόφωνους Έλληνες να διαβάζουν και να κατανοούν κείμενα που τους θύμιζαν έστω και οπτικά την ταυτότητά τους. «Η γραφή αυτή πολύ γρήγορα γνώρισε τεράστια απήχηση» μας λέει ο κύριος Αβανίδης.
Η προσωπικότητα και το έργο Μισαηλίδη
Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να αναφερθούμε στο έργο του Ευαγγελινού Μισαηλίδη (1820-1890): Φιλόλογος και δημοσιογράφος, ιδρυτής της ξακουστής εφημερίδας «Ανατολή» (1851), εκδότης μεγάλου όγκου βιβλίων ποικίλου περιεχομένου και μεταφράσεων στα καραμανλίδικα, καθώς και του περιοδικού «Ξενοφάνης», αφιέρωσε τη ζωή του στο διαφωτισμό των Ορθοδόξων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και συνέβαλε τα μέγιστα στον σχηματισμό της ταυτότητας του τουρκόφωνου Ρωμιού. Το έργο του θεωρείται υψίστης εθνικής σημασίας για τη διατήρηση της Ορθοδοξίας και τη μόρφωση του απλού Ρωμιού της Ανατολής.
Όσον αφορά τους απογόνους των τουρκόφωνων Ελλήνων, ορισμένοι μιλάνε ακόμα και σήμερα τα τουρκικά, τα οποία έχουν διδαχθεί από τους παππούδες και τις γιαγιάδες τους, κυρίως σε ορισμένα χωριά της Μακεδονίας, της Θράκης και της Ηπείρου μας πληροφορεί ο Κώστας Αβανίδης. «Οι περισσότεροι από τους Καραμανλήδες μάλιστα κατοίκησαν σε αυτές τις περιοχές, ενώ κάποιοι άλλοι βρέθηκαν στην Κρήτη όπου έφτιαξαν τα δικά τους χωριά. Φυσικά, ακολουθώντας τη γενικότερη πορεία προς την αστικοποίηση της χώρας πλέον οι απόγονοι τους έχουν μετεγκατασταθεί στην Αθήνα, τη Θεσσαλονίκη, τη Δράμα, την Καβάλα και αλλού» προσθέτει.