Η λέξη «διοίκηση» αποδίδει τον όρο administration ο οποίος ετυμολογικά προέρχεται από το λατινικό administrare, που μεταξύ άλλων μπορεί να σημαίνει υπηρετώ, αλλά και διαχειρίζομαι ή και ρυθμίζω. Η ετυμολογική προσέγγιση του λατινικού όρου αποδίδει ολιστικά τις διαστάσεις της διοίκησης κατά τρόπο παράδοξα σύγχρονο. Το γεγονός αυτό ίσως υποδηλώνει την ανάγκη μιας ερμηνευτικής στροφής “ad fontes”, παράλληλα με την έμφαση σε σύγχρονα τεχνοκρατικά ερμηνευτικά πρότυπα. Η διοίκηση όμως σε νομικό επίπεδο και υπό το πρίσμα της διοικητικής επιστήμης, προσεγγίζεται σε δύο διαστάσεις, τη λειτουργική και την οργανική.
Η λειτουργική, αναφέρεται όπως υποδηλώνει ο όρος, στις λειτουργίες, στις αποστολές που εκτελούνται. Η οργανική, αναφέρεται στα διοικητικά όργανα και στις θεσμικές οντότητες που εκτελούν αυτές τις αποστολές. Οι δύο αυτές προσεγγίσεις λειτουργούν συμπληρωματικά: οι φορείς ιδρύονται για να εκπληρώσουν αποστολές.
Η ύπαρξη ενός οργανικού σχεδίου συνοδεύεται από ένα λειτουργικό σχέδιο, προκειμένου να καθίσταται εντελές. Υπό λειτουργική έννοια, ο όρος διοίκηση αναφέρεται επομένως σε αυτή τη δραστηριότητα που ταυτίζεται με το γεγονός της διοίκησης, δηλαδή με την ίδια την αποστολή της. Σε αυτή την περίπτωση, αναφερόμαστε στη διοίκηση με πεζό «δ». Υπό οργανική έννοια, η Διοίκηση (αυτή τη φορά με κεφαλαίο «Δ») αναφέρεται στους φορείς που είναι αρμόδιοι για την άσκηση της διοικητικής δράσης. Επομένως, οι ανωτέρω διαστάσεις της διοίκησης συνδέουν ή καλύτερα ταυτίζουν τη δημιουργία δημόσιων φορέων με την επιτέλεση συγκεκριμένων αποστολών (στα γαλλικά administration de mission).
Σε γενικό επίπεδο η δημόσια διοίκηση έχει δύο θεμελιώδεις αποστολές. Η πρώτη, είναι η εξυπηρέτηση των πολιτών (αλλά και των νομικών προσώπων που συναλλάσσονται με αυτήν). Υπό αυτή την έννοια η κύρια αποστολή της είναι αυτό που η γαλλική διοικητική παράδοση ονομάζει δημόσια υπηρεσία (service public). Η δεύτερη, είναι η διασφάλιση της εσωτερικής ασφάλειας και ειρήνης, απαραίτητων προϋποθέσεων ευημερίας και προόδου.
Η διοίκηση καλείται λοιπόν να προβαίνει στις απαραίτητες προσαρμογές στις συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας των υπηρεσιών της ώστε να ανταποκρίνεται συνεχώς σε μεταβαλλόμενες ανάγκες και στις απαιτήσεις εξυπηρέτησης του γενικού συμφέροντος.
Η διαρκής αυτή προσαρμογή μπορεί να έχει μεταρρυθμιστικό πρόσημο, στο βαθμό που ανταποκρίνεται στην ανάγκη υπέρβασης γραφειοκρατικών αγκυλώσεων και τυπικών περιορισμών που σχετίζονται με τη διαχείριση του προσωπικού ή την παγιωμένη καθημερινή διοικητική πρακτική.
Προνομιακό πεδίο μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, είναι όχι μόνο η δομή της διοικητικής αρχιτεκτονικής, αλλά ιδίως ζητήματα όπως η ορθολογική κατανομή αρμοδιοτήτων μεταξύ των διαφόρων διοικητικών επιπέδων, η επιλογή διοικήσεων στο δημόσιο τομέα, οι διαδικασίες πρόσληψης και υπηρεσιακής εξέλιξης των δημοσίων υπαλλήλων, η απλούστευση των διοικητικών διαδικασιών στις σχέσεις κράτους – πολίτη, η αξιολόγηση δομών, υπηρεσιών και προσώπων, ο εκσυγχρονισμός του πειθαρχικού δικαίου, αλλά και η μετεξέλιξη του δημοσίου σε εργοδότη επιλογής για άξιους νέους επιστήμονες.
Πέραν των ανωτέρω, κρίσιμο ζήτημα για την επιτυχία κάθε μεταρρυθμιστικού εγχειρήματος αποτελεί ο ανθρώπινος παράγοντας. Ο τρόπος που κάθε δημόσιος υπάλληλος και λειτουργός αντιλαμβάνεται την αποστολή του και εμπλέκεται προσωπικά στον σχεδιασμό και την εφαρμογή μιας δημόσιας πολιτικής, μιας πτυχής ενός συνολικότερου μεταρρυθμιστικού σχεδιασμού, είναι καθοριστικός. Αυτή η προσωπική εμπλοκή που καθιστά τον δημόσιο λειτουργό συμμέτοχο της μεταρρυθμιστικής διαδικασίας, δεν μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός, έστω, ορθολογικού καταμερισμού εργασίας και αρμοδιοτήτων, ενός κεντρικού και εκ των άνω σχεδιασμού.
Σε συνέντευξή της στο Βήμα της Κυριακής (1.11.2020) η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου, δίνοντας μια προσωπική διάσταση στο πως αντιλαμβάνεται το ρόλο της, ανέφερε ότι είναι «κρατική λειτουργός σε αποστολή». Σε μια περίοδο που τόσο η δημόσια διοίκηση όσο και το δημοσιοϋπαλληλικό σώμα και οι δημόσιοι λειτουργοί, δέχονται κριτική σε σχέση με τον τρόπο που επιτελούν τα καθήκοντά τους και αντιλαμβάνονται την αποστολή τους, η αναφορά αυτή της Προέδρου της Δημοκρατίας υπενθυμίζει την ύπαρξη πλειάδας κρατικών λειτουργών με προσήλωση στο καθήκον, με υπηρεσιακή συγκρότηση και ήθος που η παρουσία τους απαντά στην άδικη κριτική ηθικής απαξίας της δημόσιας διοίκησης.
Πρόκειται για υψηλού επιπέδου επαγγελματίες της διοίκησης (πολλοί εκ των οποίων απόφοιτοι της Ε.Σ.Δ.Δ.Α.), οι οποίοι διαπνέονται από αυτό που η γαλλική διοικητική ορολογία αποδίδει ως esprit de corps. Οι λειτουργοί αυτοί έχουν συνείδηση της συλλογικής ιδιαιτερότητάς τους η οποία θεμελιώνεται πρωτίστως σε κοινές αξίες και κανόνες που διαμορφώνονται περισσότερο εντός του πλαισίου της διοικητικής ηθικής και δεοντολογίας και δευτερευόντως ως τήρηση νομικών κανόνων και διατάξεων. Υπό την έννοια αυτή, η εκπαίδευση των δημοσίων υπαλλήλων μπορεί να είναι απείρως αποτελεσματικότερη του πειθαρχικού δικαίου και θα πρέπει να προταχθεί ως μεταρρυθμιστικός στόχος.
Η συνείδηση αυτής της συλλογικής ιδιαιτερότητας, αποτέλεσμα ενός επικαιροποιημένου βεμπεριανού επαγγελματισμού, οδηγεί σε ορισμένες σημαντικές συνέπειες που παράλληλα αποτελούν τα οροθέσια του σύγχρονου δημόσιου λειτουργού. Πρόκειται για: α) τη διαφοροποίησή τους προς το εξωτερικό περιβάλλον (συμπεριλαμβανομένου του οικονομικού), β) την τάση μιας εσωτερικής συνοχής (αίσθηση του ανήκειν), γ) την κατανόηση της σημασίας της δημοκρατικής νομιμοποίησης της διοικητικής δράσης (άρα την ορθή και συνεπή συνεργασία με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία) και δ) το αίσθημα αλληλεγγύης προς το σύνολο (ως έκφραση της Συνταγματικής επιταγής του άρθρου 103 παρ. 1 Σ.).
Τα ανωτέρω λαμβάνουν ακόμα σημαντικότερες διαστάσεις σε περιόδους κρίσης (οικονομικής, υγειονομικής, κ.α.), οπότε η δημόσια διοίκηση καλείται να ανταποκριθεί αμβλύνοντας τις δυσμενείς συνέπειες. Τότε, η διαμόρφωση αυτού του ιδεότυπου δημόσιου λειτουργού, καθίσταται καθοριστικός παράγοντας αποτελεσματικής διοικητικής δράσης. Σε αυτό το πλαίσιο, η συνείδηση ότι οι δημόσιοι λειτουργοί σε αποστολή, βρίσκονται από την πλευρά του κράτους ταγμένοι στη δημόσια υπηρεσία, μετατρέπεται σε συγκριτικό πλεονέκτημα της δημόσιας διοίκησης και την καθιστά αξιόπιστη στην αντιμετώπιση σημαντικών προκλήσεων.
Ο δρ Γεώργιος Δίελλας είναι Σύμβουλος του Α.Σ.Ε.Π. Διδάσκει στο Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης.