Σχεδόν σε ολόκληρο τον πλανήτη, οι τίτλοι ευγενείας έχουν πλέον ελάχιστη σημασία. Δεν ίσχυε το ίδιο και μερικούς αιώνες πριν, στον καιρό της απόλυτης μοναρχίας. Τότε, πέρα από τους ίδιους τους βασιλείς και τις βασίλισσες, ακόμη και μια «απλή» κόμισσα μπορούσε να ασκήσει απόλυτη εξουσία έναντι των υποτελών της, φτάνοντας στο σημείο να τους στερήσει την ίδια τους τη ζωή, αν το επιθυμούσε.

Και η Κόμισσα Ελίζαμπεθ Μπάθορι (1561-1614) έκανε αυτό ακριβώς, σύμφωνα με το βιβλίο «Η Σκοτεινή Ιστορία της Μοναρχίας» που κυκλοφορεί στις 23 Ιουλίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής». Παρά τη βαναυσότητα και την… εφευρετικότητα των βασανιστηρίων της, ο τίτλος και τα πλούτη της της επέτρεψαν να συνεχίζει ανενόχλητη το απάνθρωπο έργο της για δεκαετίες, πριν βρεθεί αναπόφευκτα αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεών της.

Διαβάστε ένα απόσπασμα από το κεφάλαιο για τη ζωή της:

Ελίζαμπεθ Μπάθορι: Η Αιματοβαμμένη Κόμισσα

Χάρη στις διακεκριμένες διασυνδέσεις της και την υπόσχεση μιας εξαιρετικής ομορφιάς που είχε ήδη φανεί από πολύ μικρή ηλικία, η Ελίζαμπεθ ήταν σπουδαίο κελεπούρι για έναν φιλόδοξο σύζυγο και αρκετοί μνηστήρες εκδήλωσαν ενδιαφέρον με την είσοδό της στη «γαμήλια αγορά» γύρω στο 1570. Ο «τυχερός» μνηστήρας ήταν ο 25χρονος κόμης Φέρεντς Ναντάσντι, ο οποίος επιδίωξε να ενισχύσει τη φήμη του μέσω του γάμου του: για αυτόν τον λόγο έκανε το ασυνήθιστο βήμα να υιοθετήσει το επώνυμο Μπάθορι, αντί η Ελίζαμπεθ να πάρει το δικό του.

Παρ΄ όλα αυτά, ο Ναντάσντι είχε το δικό του κύρος. Ήταν πλούσιος, ένας διάσημος ήρωας πολέμου και αθλητής, αν και ακόμα και η μητέρα του είχε παραδεχτεί ότι δεν ήταν «λόγιος». Αντιθέτως, η Ελίζαμπεθ ήταν πολύ μορφωμένη και μπορούσε να διαβάζει και να γράφει στα ουγγρικά, τα ελληνικά, τα γερμανικά και τα λατινικά.

Αυτή η ανακολουθία δεν είχε μεγάλη σημασία σε μια εποχή πολιτικών γάμων, όταν βασιλείς ή ευγενείς αποκτούσαν φήμη με τα κατορθώματά τους στο πεδίο της μάχης και η πνευματική μόρφωση ήταν μια κατώτερη δραστηριότητα, κατάλληλη μόνο για τους κληρικούς και για τις γυναίκες.

Αυτό που μοιράζονταν πάντως η Ελίζαμπεθ και ο Ναντάσντι ήταν πολύ πιο σημαντικό για τα γεγονότα που σημάδεψαν τον γάμο τους, ο οποίος τελέστηκε στις 8 Μαΐου 1575, όταν εκείνη ήταν 14 ετών: και οι δύο ήταν σαδιστές.

Μια κληρονομική υπερβολή;

Ο Ναντάσντι είχε μια βίαιη ιδιοσυγκρασία η οποία, όταν αφυπνιζόταν, κατέληγε σε άγριους ξυλοδαρμούς και μαστιγώματα, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται ως ο «Μαύρος Ήρωας της Ουγγαρίας». Οι βιαιοπραγίες του Ναντάσντι όμως ωχριούσαν μπροστά στης γυναίκας του, οι οποίες τελικά θα κατέληγαν στο πιο φρικαλέο σκάνδαλο που ξέσπασε ποτέ ανάμεσα στους ευγενείς της ανατολικής Ευρώπης. Επιπλέον, εκεί που ο Ναντάσντι έβαζε όρια και μάλιστα αισθανόταν απέχθεια για μερικές από τις υπερβολές της Ελίζαμπεθ, η ποικιλία των ωμοτήτων της έμοιαζε ανεξέλεγκτη. Θα γινόταν γνωστή ως «Αιματοβαμμένη Κόμισσα» και, παρόλο που το προσωνύμιο προκαλούσε φόβο, στην πραγματικότητα υποβάθμιζε τη φύση και την έκταση των εγκλημάτων της.

[…]

Ανεξέλεγκτες ορέξεις

Κάπου στην πορεία, η Ελίζαμπεθ ανακάλυψε τη χαρά να βασανίζει τις πιο αδύναμες από τις υπηρέτριές της, τις έφηβες που ήταν οι τελευταίες της τάξης τους. Ήταν εκείνες που, φοβούμενες τις συνέπειες, δεν θα διέδιδαν ιστορίες για τη συμπεριφορά της κυρίας τους. Η Ελίζαμπεθ φρόντισε να εξασφαλίσει ότι θα κρατούσαν το στόμα τους κλειστό για ό,τι συνέβαινε στο Κάστρο Καχτίτσε προσλαμβάνοντας πέντε από τους πιο έμπιστους υπηρέτες για να είναι βέβαιη ότι δεν θα μιλούσαν.

Το παραμικρό λάθος ή παράλειψη μπορούσε να γίνει αφορμή για υπερβολική τιμωρία. Κάποτε η Ελίζαμπεθ έραψε το στόμα ενός κοριτσιού επειδή μιλούσε πολύ. Τα κορίτσια έτρωγαν ξύλο μέχρι να ματώσουν και μετά τις τσιμπούσε με τσουκνίδες. Όμως αυτό δεν ήταν τίποτα μπροστά στην τιμωρία των υπηρετριών που υποπτευόταν για κλοπή. Η Ελίζαμπεθ τις διέταζε να ξεγυμνωθούν και κατόπιν τις βασάνιζε ακουμπώντας πυρωμένα νομίσματα στην επιδερμίδα τους.

Όχι ότι αρκούσε αυτή η κακή συμπεριφορά. Η Ελίζαμπεθ σκότωνε, βασάνιζε και ακρωτηρίαζε μόνο και μόνο για την έξαψη. Λέγεται ότι έσκισε στα δυο το κεφάλι μια υπηρέτρια ασκώντας πίεση στις πλευρές του στόματός της, μέχρι να σκιστούν και να σπάσει ο λαιμός. Σε λίγο καιρό, η Ελίζαμπεθ διέθετε μια συλλογή οργάνων που προκαλούσαν πόνο. Ανάμεσά τους, τανάλιες για να κόβει γλώσσες και λαβίδες που τις πύρωνε και τις χρησιμοποιούσε για να σκίζει τη σάρκα, κλουβιά με σουβλιά για να ανασκολοπίζει τα κορίτσια ζωντανά και πυρωμένα σίδερα για να τα στιγματίζει. Έβαζε φωτιά σε κορίτσια και τα άφηνε να πεθάνουν, ενώ παρακολουθούσε το θέαμα στριγκλίζοντας συχνά από χαρά. Ακόμα και ο Φέρεντς Ναντάσντι, με όλη την εμπειρία της φρίκης στο πεδίο της μάχης όπου οι ακρωτηριασμοί συνηθίζονταν, έφευγε από το δωμάτιο για να μην παρακολουθεί αυτά τα βασανιστήρια.

Άλλα κορίτσια τα κάλυπταν με μέλι και τα έδεναν σε δέντρα για να τσιμπούν τη σάρκα τους τα πουλιά και να τα καταβροχθίζουν τα έντομα. Στο «βασανιστήριο του νερού», μια άλλη ειδίκευση του Κάστρου Καχτίτσε, ξεγύμνωναν τα κορίτσια και τα άφηναν χειμωνιάτικα έξω, όταν η θερμοκρασία ήταν κάτω από το μηδέν, μέχρι να ξεπαγιάσουν και να πεθάνουν. Μερικές φορές πετούσαν τα πτώματά τους από τα τείχη του κάστρου για να τα τρώνε οι λύκοι. Ένα από τα αγαπημένα βασανιστήρια της Ελίζαμπεθ ήταν γνωστό ως «χοροπηδητό». Αφού μούσκευαν χαρτιά στο λάδι, τα τοποθετούσαν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών των κοριτσιών και τους άναβαν φωτιά. Τα θύματα χοροπηδούσαν, τινάζονταν και κλοτσούσαν προσπαθώντας μάταια να απαλλαγούν από τα χαρτιά, αλλά αυτά κολλούσαν στη σάρκα εξαιτίας του λαδιού και καίγονταν παρατείνοντας το βασανιστήριο.

Εμμονή με το αίμα και τη νιότη

H φωτιά ανάμεσα στα δάχτυλα σίγουρα ήταν μια διεστραμμένη μορφή βασανιστηρίου, αλλά ούτε αυτό ήταν η έσχατη ακρότητα στην οποία ήταν διατεθειμένη να φτάσει η Ελίζαμπεθ. Καθώς μεγάλωνε, έπαθε εμμονή με τη διατήρηση της ομορφιάς της και ιδίως με την αφράτη απαλότητα της επιδερμίδας της. Μια ημέρα, κάποια νεαρή υπηρέτρια που χτένιζε την Ελίζαμπεθ τράβηξε κατά λάθος τα μαλλιά της και η κυρία της τη χαστούκισε τόσο δυνατά που μάτωσε η μύτη της. Καθώς η κοπέλα σκούπιζε τις κηλίδες αίματος που είχαν στάξει στο χέρι της, η Ελίζαμπεθ θεώρησε ότι στο σημείο που είχε στάξει το αίμα έκανε την επιδερμίδα της να αναζωογονείται.

Έτσι, λέγεται ότι η Ελίζαμπεθ έβαλε να κόψουν τον λαιμό του κοριτσιού και, αφού στράγγιξε το αίμα της σε ένα βαρέλι, έκανε μπάνιο εκεί μέσα ενώ το αίμα ήταν ακόμα ζεστό. Φαίνεται ότι αυτή έγινε μια συνηθισμένη μέθοδος στο Κάστρο Καχτίτσε και δεκάδες κορίτσια –όλες παρθένες– δολοφονήθηκαν για τα λουτρά αίματος της κόμισσας. Σύμφωνα με τα κουτσομπολιά που ψιθύριαν οι ντόπιοι, τα λουτρά δεν ικανοποιούσαν απόλυτα την Ελίζαμπεθ, κι έτσι κατέληγε να πίνει το αίμα και να τρώει τη σάρκα των θυμάτων της, δαγκώνοντας τον λαιμό και τα στήθη τους.