Είναι κάτι μέρες, σαν τη σημερινή, που δεν μπορεί κανείς να ξεχάσει μια εθνική τραγωδία. Συμπληρώνονται 49 χρόνια από την εισβολή του Αττίλα στην Κύπρο. Στα κατεχόμενα έχουν γιορτές και πανηγύρια, ο Ερντογαν ετοιμάζεται να επισκεφθεί και πάλι την κατεχόμενη Λευκωσία, ετοιμάζονται επίσης και (οι απαραίτητες) παρελάσεις, με τα κατοχικά στρατεύματα να πανηγυρίζουν.
Κανείς ακόμα γνωρίζει εάν και αυτή τη φορά ο Ερντογαν στείλει τα F-16 του να παραβιάσουν τον εναέριο χώρο της Κύπρου και να ζωγραφίσουν το μισοφέγγαρο στον καταγάλανο ουρανό της πολύπαθης Λευκωσίας. Ίσως μετά τη συνάντηση στο Βιλνιους αλλάξουν κάπως τα πράγματα και περιοριστούν οι προκλήσεις.
Στις ελεύθερες περιοχές, επικρατεί θλίψη, μνημόσυνα, κατάθεση στεφάνων και το σύνθημα «ποτέ ξανά». Η πιο θλιβερή εικόνα οι οικογένειες των χιλιάδων αγνοουμένων. Αλλά ας δούμε πως εκείνο το πρωί πως ξεκίνησε η μεγαλύτερη προδοσία του Ελληνισμού.
Ήταν 20 Ιουλίου του 1974, όταν στις 5:30 το πρωί, άρχισε η απόβαση τουρκικών στρατευμάτων στην παραλία «Πέντε Μίλι» της Κερύνειας, σε μια συνδυασμένη επιχείρηση από θάλασσα και αέρα. Η Τουρκία είχε δώσει στην εισβολή την κωδική ονομασία «Αττίλας». Το σύνθημα για την έναρξη της εισβολής ήταν: «Η Αϊσέ μπορεί να πάει διακοπές». Η Αϊσέ ήλθε και δυστυχώς έμεινε στην Κύπρο.
Εκείνο το πρωί, μόλις είχε αρχίσει να χαράζει σε μια Λευκωσία τραυματισμένη από το προδοτικό πραξικόπημα εναντίον του Μακαρίου, από τον εμφύλιο σπαραγμό που δημιούργησε η χούντα των Αθηνών. Όποιος άνοιγε το παράθυρό του και κοίταζε προς τον Πενταδάκτυλο και τον Αγιο Ιλαρίωνα θα έβλεπε τους πρώτους τούρκους αλεξιπτωτιστές να προσγειώνονταν ο ένας πίσω από τον άλλον. Δεν άκουγες πυροβολισμούς, κάτι που σήμαινε πως δεν αντιμετώπισαν αντίσταση. Δεν άκουγες τίποτα, παρά μόνον τον θόρυβο των μηχανών των τουρκικών μεταγωγικών «Νοράτλας» που τους μετέφεραν από την Τουρκία. Έπεφταν σε τουρκικούς θύλακες.
Σε λίγο ακούστηκε και ο θόρυβος από τα τουρκικά μαχητικά. Η τουρκική εισβολή στην Κύπρο με την κωδική ονομασία «Αττίλας» ξεκίνησε με αποβατικές και αεροπορικές επιχειρήσεις. Συμμετείχαν συνολικά γύρω στους 40.000 άνδρες υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Νουρετίν Ερσίν. Η ελληνική πλευρά πιάστηκε στον ύπνο και η αντίδρασή της εκδηλώθηκε με μεγάλη καθυστέρηση.
Η Τουρκία υποστήριξε ότι δεν επρόκειτο για εισβολή, αλλά για «ειρηνική επέμβαση», με σκοπό την επαναφορά της συνταγματικής τάξης στην Κύπρο, που είχε καταλυθεί από το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου (15 Ιουλίου 1974). Τι είδους όμως «ειρηνική επέμβαση»; Τη στιγμή που δολοφόνησαν, βομβάρδισαν αόπλους με βόμβες ναπάλμ, σκότωσαν εν ψυχρώ άμαχους, δολοφόνησαν παιδιά και αιχμαλώτους, βίασαν κορίτσια, προκάλεσαν χιλιάδες αγνοούμενους, λεηλάτησαν σπίτια (και έκλεβαν τα υπάρχοντα των κυπρίων λέγοντας πως ήταν… πολεμικά λάφυρα), λεηλάτησαν εκκλησίες και μοναστήρια και έκαναν 200.000 Κυπρίους να είναι πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα.
Και το σημαντικότερο; Το 38% της Κύπρου είναι εδώ και 48 χρόνια υπό τουρκική κατοχή. Αυτή την βαρβαρότητα δεν μπόρεσαν να αντέξουν ούτε οι ξένοι ανταποκριτές. Μερικοί μίλησαν για εγκλήματα πολέμου, άλλοι για βαρβαρότητα. Η βρετανική εφημερίδα «The Sun» χαρακτήρισε τους «ειρηνοποιούς» του Αττίλα «Βαρβάρους» (The Barbarians) προκαλώντας την οργή του πρωθυπουργού της εισβολής Ετζεβίτ που ζήτησε από τους αρχισυντάκτες της εφημερίδας να ανασκευάσουν. Οι αρχισυντάκτες δεν το έκαναν ποτέ.
Τα τουρκικά αποβατικά σκάφη άρχισαν να αποβιβάζουν δυνάμεις ανενόχλητα στην περιοχή Πέντε Μίλι, οκτώ χιλιόμετρα δυτικά της Κερύνειας, λίγο μετά τις 5 το πρωί της 20ης Ιουλίου. Τα ραδιόφωνα του Σαμψών ούρλιαζαν «ρίξτε τους Τούρκους στη θάλασσα», την ώρα που ο παράνομος ραδιοσταθμός των Τουρκοκυπρίων «Μπαϊράκ» κορόιδευε λέγοντας πως ομιλεί από την… θάλασσα («γλου- γλου- γλου)
Σχεδόν ταυτόχρονα, σμήνη τουρκικών αεροπλάνων άρχισαν τις επιθέσεις, συνεχώς και κατά κύματα κατά της ευρύτερης περιοχής της Κερύνειας και της Λευκωσίας, ενώ άλλα αεροσκάφη και ελικόπτερα επιχειρούσαν ρίψεις αλεξιπτωτιστών σε επίκαιρα σημεία. Οι κάτοικοι βρέθηκαν στο έλεος των εισβολέων. Άοπλοι πολίτες δολοφονήθηκαν, γυναίκες βιάστηκαν και αιχμάλωτοι στρατιώτες εκτελέστηκαν.
Κατά τη διάρκεια της εισβολής οι στρατιώτες του Αττίλα μπήκαν σε ένα μικρό χωριό της επαρχίας Αμμοχώστου. Το χωριό αυτό θα πρέπει να λεγόταν Άσσια και εξακολουθεί να είναι σήμερα στα κατεχόμενα. Μπαίνοντας οι στρατιώτες του Αττίλα σε ένα ελληνικό σπίτι σκότωσαν όλη την οικογένεια και όποιους συγγενείς βρίσκονταν εκεί. Δύο μικρά παιδάκια προσπάθησαν έντρομα να διαφύγουν από το παράθυρο του σπιτιού.
Ο Αττίλας όμως υπολοχαγός τα είδε. Έστρεψε το αυτόματό του κατά πάνω τους και τα γάζωσε. Όμως δεν πέθαναν, αλλά βρέθηκαν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση με μια ριπή στην πλάτη. Ο διευθυντής τότε του Οικονομικού Ταχυδρόμου Γιάννης Μαρίνος πήγε στην Κύπρο και τα υιοθέτησε με ειδική άδεια που έλαβε από τον Μακάριο. Τους έσωσε κυριολεκτικά τη ζωή.
Η αντίδραση της ελληνικής πλευράς στην τουρκική εισβολή ήταν ανεξήγητα αργοπορημένη. Παρ’ ότι το ελληνικό Πεντάγωνο (χούντα) γνώριζε τις κινήσεις των Τούρκων, θεωρούσε ότι μπλοφάρουν. Μόλις στις 8:40 το πρωί δόθηκε επισήμως από την Αθήνα η εντολή εφαρμογής των πολεμικών σχεδίων, ενώ το ελληνικό ραδιόφωνο (το ΕΙΡΤ εν προκειμένω), μετέδωσε την είδηση γύρω στις 11 το πρωί. Η καθυστερημένη κινητοποίηση έδωσε τη δυνατότητα στους Τούρκους εισβολείς να παγιώσουν τις θέσεις τους και να δημιουργήσουν προγεφύρωμα από το Πέντε Μίλι της Κερύνειας προς τον Άγιο Ιλαρίωνα, έχοντας ως αντικειμενικό στόχο τη σύνδεσή του με τον τουρκοκυπριακό θύλακο της Λευκωσίας.
Εκείνο που θα πρέπει να θυμούνται όλοι ήταν η γενναία αντίσταση της ΕΛΔΥΚ στο αεροδρόμιο Λευκωσίας. Έδωσαν σκληρή μάχη, κατάφεραν όμως να μην πάρουν οι Τούρκοι το αεροδρόμιο. Ήταν πρώτη ήττα του Αττίλα επί κυπριακού εδάφους.