Η 19η Ιουλίου 1780, υπήρξε καθοριστικότατη για τη ζωή του μετέπειτα οπλαρχηγού και ηγέτη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Το βράδυ εκείνο, ύστερα από πολυήμερη πολιορκία από τους Τούρκους, η οικογένεια του 10χρονου, τότε, Θεόδωρου θα πραγματοποιήσει ηρωική έξοδο από τον πύργο στον οποίο είχε βρει καταφύγιο, στην Καστανιά της μεσσηνιακής Μάνης. Στη μεγάλη εκείνη μάχη, θα χάσουν τη ζωή τους αρκετά μέλη της σπουδαίας οικογένειας οπλαρχηγών Κολοκοτρωναίων, ανάμεσά τους και ο φόβος και τρόμος των Τούρκων, πατέρας του Θεόδωρου, Κωνσταντής Κολοκοτρώνης.
Το 1930, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει σε συνέχειες το εμβληματικό έργο του Σπύρου Μέλα, «Ο Γέρος του Μοριά» από το οποίο αντλεί κανείς λεπτομερή αφήγηση για τα πρώτα χρόνια της ζωής του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη καθώς και για τα όσα συνέβησαν τη μοιραία εκείνη νύχτα.
Γιατί βαφτίστηκε Θεόδωρος
Το όνομα Θεόδωρος δεν ανήκε σε κάποιον πρόγονο της οικογένειας Κολοκοτρώνη.
«Αυτό τ’ όνομα είνε καινούργιο στη γενηά του. Κανένας από τους Κολοκοτρωναίους δεν το είχε. Ήτανε τ’ όνομα της μόδας, ενός από τους αδερφούς Ορλώφ, που μιλώντας διαρκώς στους πληθυσμούς για την αρχαία ελληνική δόξα, είχε γίνη πολύ αγαπητός. Η επανάσταση όμως έσβυνε. Αρβανίτικα λεφούσια σάρωναν την Ελλάδα»
Στις τελευταίες μάχες της αποτυχημένης επανάστασης των Ορλοφικών, σκοτώνεται ο παππούς του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Ιωάννης και δύο αδέρφια του παππού του. Οι οικογένεια βρίσκεται υπό διωγμό.
«Κατέβηκε ξεθαρρεμένος ως το Νησί των Καλαμών, προδόθηκε, πιάστηκε. Οι Κολοκοτρωναίοι κατέβηκαν τότε κρυφά στη Μάνη. Τα μοιρολόγια τους αποκοίμιζαν το μικρό Κολοκοτρώνη. Κι ο ύπνος του κοβότανε απ’ αναστέναγμα και βογγητό»
Οι παιδικές εικόνες και τα ακούσματα του Κολοκοτρώνη ήταν βουτηγμένες μέσα στη ζωή των κλεφτών και των οθωμανικών βιαιοτήτων κατά των Χριστιανών.
«Κλειστός και σκοτεινός ήταν ο μανιάτικος πύργος με τους παχείς τοίχους, όπου πέρασε ο Κολοκοτρώνης τα τρυφέρα χρόνια. Μέσ’ από της πολεμίστρες πρωτοείδε τον κάμπο και τον ουρανό. (…) Κι η βαρειά πόρτα δεν άνοιγε παρά για να μπουν εικόνες και διηγήσεις για διωγμούς και σφαγές, κρότοι αρμάτων εκδικητικών, αντίλαλοι πολέμων και ρίγη θανάτων, πούτρεφαν το αδιάκοπο μοιρολόϊ των γυναικών»
Οι κλέφτικες αφηγήσεις του πατέρα του
Ο πατέρας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, Κωνσταντής περισσότερο καιρό ζούσε μακριά από την οικογένειά του ως κλέφτης, παρά μαζί τους.
«Ο πατέρας έλειπε μακρυά. Είχε ντουφέκι, εδώ κι εκεί με τους Αρβανιτάδες. Αφού πνίγηκε το κίνημα του Ορλώφ κρατημούς πια δεν είχανε. Γινήκανε οργή Θεού για τους Αρβανιτάδες (…) Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη γύριζε, χτυπώντας εδώ κι εκεί, αυτά τ’ αγρίμια.
»Όταν ο μικρός Θόδωρος άρχισε να νοιώθη καλά τη μητρική ομιλία, του διηγότανε η καπετάνισσα πώς ο πατέρας του χτύπησε πέρα στα Καλάβρυτα, στης Κατσάνες, το γιοφύρι του Μπίμπαγα, το φοβερό Αρβανίταρο Μπεκιάρη και τον ξέκαμε.
»Ο μικρός άκουγε με προσήλωσι. Κοκκίνιζε ως τ’ αυτιά. Η εικόνα του πατέρα μεγάλωνε στη φαντασία του. Τον έβλεπε αρηά και πού. (…) Η βαρειά πόρτα του πύργου έτριζε τη νύχτα. Ο καπετάνιος έφτανε, αγκαλικές, δακρυσμένα φιλιά, τα παιδιά ξύπναγαν, έβγαζε τ’ άρματά του, καθόταν στην φωτιά να πυρωθή. Ο Θοδωράκης έτρεχε στην αγκαλιά του. Τον θαύμαζε αμίλητος. Του φαινόταν γίγαντας. Πασπάτευε το γιαταγάνι του, πάσχιζε να σηκώση της βαρειές πιστόλες του (…) Πότε θα μεγάλωνε κι αυτός, να ζώση το σπαθί, να πάη κοντά του, στα ψηλά βουνά! Έτρεμε κι όλας, κάθε φορά το φυλοκάρδι τους μην τύχη και δεν τον ξαναϊδούνε πια».
Η μοιραία νύχτα
Όσο όμως μεγάλωναν και αυξάνονταν τα κατορθώματα του Κωνστανή Κολοκοτρώνη, τόσο αυξανόταν και το μένος των οθωμανικών αρχών εναντίον του.
«Το κεφάλι του πατέρα του Κολοκοτρώνη δεν αποφασίστηκε μόνο για την αλύγιστη περηφάνεια που δειξε στον Τσεζαερλή. Δεν άρεσε στον πασά, για το μέλλον της ίδιας της Τουρκιάς, να υπάρχη τόση δύναμι αρμάτων στα χέρια των ραγιάδων και με τέτοιους αρχηγούς. – Να μη γλυτώσω απ’ το σπαθί του Κολοκοτρώνη! Έγινε ο συνειθισμένος όρκος των Αρβανιτάδων. Κι οι Τούρκοι, το ίδιο, έτρεμαν.»
Αργά ή γρήγορα, το κακό θα γινόταν.
«Ήταν Ιούνιος μήνας του 1780. Ο πατέρας του Κολοκοτρώνη κι ο Παναγιώταρος, ο δυνατός φίλος του, ήταν ήσυχοι και ξένγοιαστοι, όταν άξαφνα, οι δικοί τους έφεραν το μαντάτο, πώς, από στεργιά κι από θάλασσα, Τουρκιά πολλή έρχεται να τους χτυπήση. (…)
Ο Κολοκοτρώνης και ο Παναγιώταρος έστειλαν ανθρώπους τους να ζητήσουν ενισχύσεις, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
»Οι δυο καπετάνιοι απόμειναν αβοήθητοι. Κλείστηκαν στους πύργους με τα λίγα παλληκάρια τους. Οι Τούρκοι φθάσανε, στήσανε κανόνια κι ολμοβόλα γύρω τους. Το μέρος βούιζε από το πλήθος του στρατού. (…)
»Είκοσι χιλιάδες ντουφέκια ρίχνανε πυρωμένο χαλάζι. Από της πολεμίστρες τα παλληκάρια θέριζαν την Τουρκιά. Η καπετάνισσα, η άλλες γυναίκες, τα παιδιά, ο μικρός Θόδωρος, του βοήθαγαν. Τους έδιναν νερό να πιουν, του κουβάλαγαν χαρούτσα. Τα κανόνια όμως άρχισαν να γκρεμίζουν τους τοίχους»
Οι πολιορκημένοι ήταν αναγκασμένοι να προχωρήσουν σε έξοδο.
– Θα βγούμε απόψε με τα σπαθιά. Το φεγγάρι θα γείρη μετά τα μεσάνυχτα.
Η γυναίκες και τα παιδιά θα μπουν στη μέση, θα πάρουμε τα βουνά.
Και ο Θεός βοηθός.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, παιδί ακόμα, βρίσκεται στο κέντρο μιας ομάδας ανθρώπων που με τα όπλα στα χέρια ορμάει κατά μέτωπο των πολιορκητών τους.
«Τα μεσάνυχτα, πούγειρε το φεγγάρι και σκοτείνιασε ο ουρανός, άνοιξαν της πόρτες κι ώρμησαν με τα σπαθιά. Τέτοιο σάστισμα πάθανε οι Τούρκοι, μέσα στον ύπνο τους, που δε μπόρεσαν να σκοτώσουν παρά μόνο τρεις.
»Ένα δύο-παιδιά ξεφώνισαν απάνω στις ντουφεκιές, τα ζύγωσαν οι Τούρκοί, τα σκλάβωσαν. Ο μικρος Θόδωρος, κρατώντας από το χέρι τη μάννα του, ακολουθούσε γοργά, σιωπηλά στο σκοτάδι. Άστραψαν πλάι τους τουρκικά σπαθιά. Ο πατέρας του λαβώθηκε, βόγγησε, πάσχισε να περπατήση, δε μπορούσε.
– Τραβάτε σεις, είπε στην καπετάνισσα, εγώ θα κρυφτώ στο λόγγο. Καλές αντάμωσες αν βρεθούμε με τους ζωντανούς.
Πνιγμένα κλάματα στο σκοτάδι. Σιγανές, βραχνές φωνές ύστερα της μάννας, πούκραζε τ’ άλλα της παιδιά. Τίποτα καμμιάν απόκρισι. Είχανε πέση στα χέρια των Τούρκων»
Εκεί, σε αυτήν τη δραματική νύχτα, ο μικρός Θόδωρος συνεχίζει να περπατά μέσα στο σκοτάδι με τη μητέρα του, έχοντας δει τους Τούρκους να λαβώνουν τον πατέρα του και να αρπάζουν αδέρφια και ξαδέρφια του.
Είναι τα πρώτα του βήματα στον δρόμο που θα οδηγήσει στην απελευθέρωση των Ελλήνων.
Η τύχη του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη
«Οι μπαρμπάδες του Κολοκοτρώνη Γιωργάκης και Γιαννάκης σκοτώθηκαν κει μέσα. Ο Αποστόλης Κολοκοτρώνης, λαβωμένος, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα με την πιστόλα του για να μην τον πιάσουν.
»Ο πατέρας του Θόδωρου γύριζε στο λόγγο. Η λαβωματιά, το αίμα πούτρεχε, τούφεραν αβάσταγη δίψα. Έψαχνε για νερό. Έπεσε απάνω σ’ επτά Τούρκους. Με το γιαταγάνι στο χέρι τους φώναξε:
– Μεριάστε! Ειδεμή κι εγώ θα χαθώ μα κι από σας θα φάω όσους μπορώ.
»Οι Τούρκοι, Μπαρδουνιώτες τον ήξεραν. Έβαλαν κάτω τα όπλα κι ωρκίστηκαν μ’ όλους τους όρκους της θρησκείας τους, να μην τον βλάψουν.
»Τότε τους γύρεψε νερό. Έκαναν δυό – τρεις πως πάνε να του φέρουν, τον χτύπησαν από πίσω, τον χάλασαν, τον έψαξαν, του πήραν τα λεπτά του, τ’ άρματά του και για να μη τους τα γυρέψη ο σερασκέρης (σ.σ. τίτλος οθωμανού αξιωματούχο) , τούκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν σ’ ένα γκρεμό»
Ο Θόδωρος, η μητέρα του και ο θείος του, Αναγνώστης, κατάφεραν να διαφύγουν και κρύφτηκαν στο χωριό Μηλιά.
Η επανένωση των Κολοκοτρωναίων
«Πρώτη δουλειά τους ήταν να γυρέψουν τ’ άλλα τα μικρά. Κατάφεραν να μάθουν που βρισκόταν ένα – ένα. Το Γιάννη τον είχε κάποιος Τούρκος στο Λιοντάρι. Έστειλαν και τον αγόρασαν. Ο Χρήστος, ύστερ’ από ένα μυθιστόρημα, βρέθηκε στην Ύδρα. Έστειλαν και τον πήραν.
»Ο Νικόλας είχε σωθή από ένα Έλληνα ναύτη του τουρκικού στόλου, που βρέθηκε στην αναμπουμπούλα. Άμα του είπε πως είνε Κολοκοτρώνης τον πήρε στο καράβι του και τον ασφάλισε.
»Απ’ τα ξαδέρφια λίγοι απόμειναν. Οι άνδρες έλειψαν. Το Κολοκοτρωναίικο ήτανε τώρα ορφανοτροφείο με πλήθος ανήλικα ορφανά. (…) Άνδρας γίνηκε η καπετάνισσα για να θρέψη τα παιδιά της.
»Μα δεν μπορούσαν να ζουν στο έλεος των χριστιανών της Μηλιάς. Όταν ησύχασαν τα πράγματα έφυγαν από τον ξένον τόπο κι ανέβηκαν στα μέρη τους. Αγωνιζόντουσαν όλοι για να βγάλουν το ψωμί».