Στους ταξιδιωτικούς οδηγούς για την Τρανσυλβανία, πάντα περιλαμβάνεται μια προτροπή σε επίσκεψη στο Κάστρο του Κόμη Δράκουλα. Και κάπως έτσι, όλοι γνωρίζουμε ότι το πιο διάσημο βαμπίρ ήταν – κατά κάποιο τρόπο – πραγματικό.
Ποιος ήταν όμως στ’ αλήθεια ο αιμοδιψής κόμης, το όνομα του οποίου περιβάλλεται από αναρίθμητους μύθους; Στο βιβλίο «Η Σκοτεινή Ιστορία της Μοναρχίας» που κυκλοφορεί στις 23 Ιουλίου αποκλειστικά με «Το Βήμα της Κυριακής», έχουμε την ευκαιρία να μάθουμε και τη δική του ιστορία, ανάμεσα σε πολλές ακόμη που αποκαλύπτουν το πιο σκληρό πρόσωπο βασιλιάδων και ευγενών.
Διαβάστε ένα απόσπασμα:
Βλαντ Γ΄ Ντρακούλ: Ο αληθινός Κόμης Δράκουλας
O Βλαντ Γ΄ Ντρακούλ, που σημαίνει Βλαντ ο «Δαίμονας» ή «Δράκος», απέκτησε φήμη για την ακραία βία του, που ξεπερνούσε κάθε άλλου Ευρωπαίου ηγεμόνα. Γύρω από τον Βλαντ αναπτύχθηκαν αναρίθμητοι μύθοι, προλήψεις και φρικαλέες ιστορίες. Σύμφωνα με μια από αυτές, κάποτε προσκάλεσε ένα πλήθος ζητιάνων, ηλικιωμένων και άρρωστων ανθρώπων και, αφού τους κέρασε ένα πλούσιο γεύμα, σφράγισε το κάστρο με σανίδες και του έβαλε φωτιά. Όλοι οι «καλεσμένοι» πέθαναν. Φαίνεται ότι αυτός ήταν ο τρόπος του Βλαντ για να τους γλιτώσει από τα βάσανά τους.
Η επιρροή του Βλαντ πήγαινε πέρα από τις ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες. Δημιούργησε ένα είδος ιστοριών φρίκης που βασίζονταν στη φημολογούμενη συνήθειά του να πίνει το αίμα και να τρώει τη σάρκα των θυμάτων του. Αυτό τον έκανε πρότυπο για ιστορίες γύρω από βαμπίρ που ρουφούσαν αίμα, οι οποίες αφθονούσαν στη μεσαιωνική νοτιοανατολική Ευρώπη.
Βίαιες προκαταλήψεις
Δεν είναι να απορεί κανείς που ο δέκατος πέμπτος αιώνας στη νοτιοανατολική Ευρώπη ήταν πηγή μακάβριων ιστοριών και φοβερών δεισιδαιμονιών. Η περιοχή ήταν σχεδόν απολίτιστη. Η εποχή και ο τόπος ήταν γεμάτα βία. Οι δολοφονικές βεντέτες ήταν συχνές και το βίαιο έγκλημα καθημερινό φαινόμενο. Το ίδιο και τιμωρίες όπως οι ακρωτηριασμοί ή το βγάλσιμο των ματιών. Φαίνεται ότι η αγαπημένη τιμωρία του Βλαντ ήταν ο ανασκολοπισμός των εχθρών του.
Σύμφωνα με φήμες, σε μια μόνο φάση ανασκολοπίστηκαν 20.000 άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Έτσι, ο Βλαντ απέκτησε το προσωνύμιο «Τέπες», δηλαδή «ανασκολοπιστής».
Ο Βλαντ πάντως ήταν τυπικό παράδειγμα τοπικών ηγεμόνων που έπρεπε να αντιμετωπίζουν τις υπερβολές μιας εύθραυστης περιοχής και συχνά υπερέβαλαν στις προσπάθειές τους, προκειμένου να διατηρούν την εξουσία τους και την υπόληψή τους. Σε μια περίπτωση απαίτησε από μια ομάδα Τούρκων διπλωματών να βγάλουν τα σαρίκια τους μπροστά του ως ένδειξη σεβασμού. Εκείνοι αρνήθηκαν και του εξήγησαν ότι δεν ήταν στα έθιμά τους να κυκλοφορούν ασκεπείς. Τότε ο Βλαντ φρόντισε να τηρούν για πάντα το έθιμό τους: διέταξε να τους καρφώσουν τα σαρίκια στα κεφάλια τους.
Ο Βλαντ δεν έτρεφε καμία συμπά[1]θεια απέναντι στους Τούρκους. Όταν ήταν μικρός είχε ζήσει μαζί με τον αδελφό του, τον Ραντού, ως όμηρος στην αυλή του Οθωμανού σουλτάνου Μουράτ Β΄, ως εγγύηση για την αφοσίωση του πατέρα τους, Βλαντ Β,΄ ο οποίος είχε δηλώσει υποτέλεια στον σουλτάνο για να αποφύγει τον κίνδυνο μιας τουρκικής εισβολής.
Συνταγή για εκδίκηση
Ο μικρός Βλαντ υπέφερε πολύ στα χέρια των Τούρκων. Τον φυλάκισαν σε ένα υπόγειο μπουντρούμι και συχνά τον μαστίγωναν επειδή ήταν αγενής και ξεροκέφαλος. Το 1447, όταν ο Βλαντ ήταν 16 ετών, ο πατέρας του δολοφονήθηκε από βογιάρους (ευγενείς) της Βλαχίας κατά διαταγή του Ιωάννη Ουνιάδη, ο οποίος έφερε βαρέως την υποταγή του Βλαντ Β΄στους Τούρκους.
Ο Βλαντ Γ΄ απελευθερώθηκε και αμέσως βάλθηκε να εκδικηθεί για τον πατέρα του, αλλά και για τον Μίρτσεα, τον μεγαλύτερο αδελφό του, που οι βογιάροι τον είχαν τυφλώσει με πυρωμένα σουβλιά και τον είχαν θάψει ζωντανό. Ο Βλαντ συγκέντρωσε έναν τουρκικό στρατό και επέστρεψε στην πατρίδα του για να συντρίψει τις δυνάμεις του Ουνιάδη και να ανακτήσει την εξουσία στη Βλαχία. Όμως ο θρίαμβός του είχε σύντομη διάρκεια, επειδή ο Ουνιάδης επέστρεψε και εκθρόνισε τον Βλαντ.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια, οι δυο ανταγωνιστές συγκρούονταν για έλεγχο, αλλά τελικά το 1456 ο Βλαντ αναδείχτηκε νικητής. Δεν είναι ξεκάθαρο αν σκότωσε τον Ουνιάδη στη μάχη ή αν ο Ουνιάδης πέθανε από πανώλη. Σε κάθε περίπτωση, ο ανταγωνιστής του Βλαντ ήταν νεκρός και ο θρόνος της Βλαχίας πλέον του ανήκε.
Στη συνέχεια, ο Βλαντ βάλθηκε να εκδικηθεί τους βογιάρους που είχαν σκοτώσει τον πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του. Προφανώς, τους κάλεσε στο κάστρο του για ένα πασχαλινό τραπέζι, αλλά μόλις τελείωσε το γεύμα έβαλε να τους συλλάβουν και να τους ρίξουν στη φυλακή. Ανασκολόπισε τους άρρωστους και τους ηλικιωμένους και τους άφησε να πεθάνουν. Οι άλλοι οδηγήθηκαν σε ένα ερειπωμένο κάστρο περίπου 80 χιλιόμετρα μακριά. Εκεί, αναγκάστηκαν να χτίσουν ένα καινούργιο κάστρο που αργότερα ονομάστηκε Κάστρο του Δράκουλα. Όταν το έργο τελείωσε, αυτοί οι βογιάροι ανασκολοπίστηκαν με τη σειρά τους.
Ο βασιλιάς Ματθίας Κορβίνος της γειτονικής Ουγγαρίας απεχθανόταν τη βαρβαρότητα του Βλαντ και το 1462 τον συνέλαβε και τον έθεσε σε κατ΄ οίκον περιορισμό. Όμως η φυλάκιση του Βλαντ, αν και διήρκεσε 12 χρόνια, δεν κατάφερε να τον θεραπεύσει από τις σαδιστικές του ορέξεις. Ενώ παρέμενε σε περιορισμό, παντού στο παλάτι του βρίσκονταν ανασκολοπισμένα κουφάρια αρουραίων, ποντικών, πουλιών και άλλων μικρών ζώων. Μερικά ήταν αποκεφαλισμένα και άλλα γεμάτα πίσσα και πούπουλα.
Στρατός εισβολής
Ούτε η φήμη για τη βίαιη φύση του Βλαντ εξασθένησε ενόσω ήταν φυλακισμένος. Αν και μερικοί τον θαύμαζαν, επειδή είχε υπερασπιστεί το βασίλειό του απέναντι στους Τούρκους επιδρομείς, παράλληλα ξυπνούσε τον φόβο. Αυτό δεν ίσχυε μόνο για τη Βλαχία και τα γειτονικά βασίλεια, αλλά και για τους Οθωμανούς Τούρκους.
Στη διάρκεια της φυλάκισής του, οι Τούρκοι είχαν καταλάβει τη Βλαχία και είχαν επιβάλει ως ηγεμόνα της τον δικό τους υποψήφιο, Μπασάραμπ σελ Μπάτριν. Το 1475, μετά την απελευθέρωσή του από τον κατ΄ οίκον περιορισμό, ο Βλαντ συγκέντρωσε έναν μικρό στρατό από περίπου 4.000 άνδρες και εισέβαλε στη Βλαχία με σκοπό να ανακτήσει για τρίτη φορά το στέμμα του. Αν και ο στρατός του ήταν συγκριτικά μικρός, ο ερχομός του φάνηκε να εμπνέει τέτοιο πανικό στους Οθωμανούς, που τράπηκαν σε φυγή.
Λίγο αργότερα, οι Οθωμανοί Τούρκοι πήραν την εκδίκησή τους. Ο Βλαντ σκοτώθηκε σε μάχη εναντίον τους στο Βασλούι, κοντά στο Βουκουρέστι, το 1476. Οι Οθωμανοί αποκεφάλισαν το πτώμα του και μετέφεραν το κεφάλι του στην πρωτεύουσά τους, Ινσταμπούλ. Εκεί το διατήρησαν μέσα σε μέλι και ο σουλτάνος Μεχμέτ Β΄ το εξέθεσε ως απόδειξη ότι ο Βλαντ Τέπες ο Ανασκολοπιστής ήταν πράγματι νεκρός.