Η Ανώτατη Εκπαίδευση στη χώρα μας, όπως και στις άλλες χώρες της ΕΕ, δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστη από τις γενικότερες εξελίξεις στην Ευρώπη και τον κόσμο. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, δεν θα ήταν ούτε υγιές ούτε επιθυμητό!
Είναι ανάγκη τα ΑΕΙ να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα παίζοντας παράλληλα ενεργό ρόλο στη διαμόρφωσή της. Αυτό σημαίνει ότι θα υιοθετήσουν κάποια νέα στοιχεία, θα απορρίψουν ενδεχομένως κάποια άλλα, ενώ σε άλλα θα δώσουν περισσότερο ή λιγότερο διαφορετική κατεύθυνση ή μορφή.
Για να μπορέσουν τα ΑΕΙ να παίξουν αυτόν τον ουσιαστικό ρόλο και να είναι πραγματικά χρήσιμα στην ελληνική κοινωνία και στη χώρα, απαραίτητη προϋπόθεση είναι η απρόσκοπτη λειτουργία του αυτοδιοίκητου (πλήρης αυτοδιοίκηση προβλέπεται από το Σύνταγμα) και της «αυτονομίας»-αυτοτέλειας που κανονικά το συνοδεύει.
Η συζήτηση για την «αυτονομία» των πανεπιστημίων δεν αφορά μόνο τα ελληνικά ΑΕΙ, αλλά διεξάγεται και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η EUA (European University Association) μάλιστα κάνει κατά καιρούς σχετικές έρευνες και εκδίδει τα πορίσματά τους. Η τελευταία έγινε τα προηγούμενα χρόνια (2021-2022) και δημοσιοποιήθηκε πρόσφατα. Πρόκειται για μια έρευνα που έχει τους δικούς της περιορισμούς, για τους οποίους χρειάζεται ίσως μια ξεχωριστή συζήτηση. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι δίνει μια γενική εικόνα για την κατάσταση στην Ευρώπη.
Στην έρευνα διακρίνονται τέσσερεις μορφές «αυτονομίας»-αυτοτέλειας: οργανωτική, οικονομική, διαχείρισης προσωπικού και, τέλος, ακαδημαϊκή. Ερευνάται και καταγράφεται η κατάσταση σε 35 ευρωπαϊκές χώρες. Στην οργανωτική «αυτονομία» η Ελλάδα βρίσκεται στην 33η θέση, ενώ στις άλλες τρεις μορφές «αυτονομίας» καταλαμβάνει την 34η (προτελευταία) θέση!
H εν λόγω έρευνα καταδεικνύει τον ασφυκτικό κλοιό των περιορισμών τους οποίους υφίσταται η αυτοδιοίκηση και αυτοτέλεια των Πανεπιστημίων μας διαχρονικά (ασφαλώς δεν είναι αποτέλεσμα των τελευταίων μόνο χρόνων). Αυτό ακριβώς θεωρούμε ότι είναι και το πρόβλημα, γιατί τα ιδρύματα και οι διοικήσεις τους εθίζονται σε αυτή την κατάσταση με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για το μέλλον της ακαδημαϊκής ελευθερίας, της ποιοτικής εκπαίδευσης και έρευνας, της ουσιαστικής κοινωνικής προσφοράς του Πανεπιστημίου κοκ.
Συνήθως η συζήτηση για το αυτοδιοίκητο επικεντρώνεται στη σχέση του Πανεπιστημίου με την εκάστοτε Κυβέρνηση, η οποία θέτει το νομικό πλαίσιο, το οποίο μπορεί να είναι περισσότερο ή λιγότερο περιοριστικό. Η προαναφερθείσα έρευνα αναφέρεται κυρίως σε αυτό. Ωστόσο, οι παράγοντες που, αν δεν υπάρχει εγρήγορση, θα δημιουργήσουν επιπλέον προβλήματα στο αυτοδιοίκητο και θα περιορίσουν ή θα αντιστρατευθούν έτι περαιτέρω την αυτοτέλεια ενός ΑΕΙ είναι πολύ περισσότεροι. Θα αναφέρω τέσσερεις που θεωρώ ιδιαίτερα σημαντικούς.
Πρόκειται για την ίδια τη Διοίκηση του Πανεπιστημίου, τους Φοιτητικούς Συλλόγους, τους κοινωνικούς εταίρους (επιχειρήσεις, βιομηχανία κλπ.) και τη στάση εκάστου ιδρύματος απέναντι στη Διεθνοποίηση. Για να μπορέσει το Πανεπιστήμιο να αξιοποιήσει τα περιθώρια «αυτονομίας» που έχει, ώστε να υλοποιηθεί και το αίτημα για πλήρη αυτοδιοίκηση, χρειάζεται ισχυρή κεντρική Διοίκηση με όραμα και δέσμευση μόνο απέναντι στο ίδρυμα και στην ομαλή λειτουργία και ανάπτυξή του – Διοίκηση που δεν θα αναγνωρίζει εξωθεσμικές παρεμβάσεις και θα υπερασπίζεται συνειδητά την αυτοτέλεια του ιδρύματος. Η σχέση με τους φοιτητικούς Συλλόγους είναι, επίσης, καθοριστική.
Είναι αλήθεια ότι οι Σύλλογοι των φοιτητών μπορούν να είναι ισχυρότατοι σύμμαχοι στην προσπάθεια των ιδρυμάτων να επιτύχουν τους στόχους τους και να εκπληρώσουν την αποστολή τους. Το πρόβλημα δημιουργείται όταν οι φοιτητικοί Σύλλογοι γίνονται απλώς φορείς αντιδράσεων και αρνούνται να παίξουν ρόλο εποικοδομητικό, με αποτέλεσμα να εκθέτουν το αυτοδιοίκητο και να ακρωτηριάζεται η αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου. Απαιτείται η σταδιακή εμπέδωση κλίματος συνεργασίας, αμοιβαίας εμπιστοσύνης και σεβασμού των ακαδημαϊκών αξιών. Αυτό είναι ένα στοίχημα που πρέπει να κερδηθεί από τις Διοικήσεις των Πανεπιστημίων και σε αυτό οφείλουν να βοηθήσουν Κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα, χωρίς δισταγμούς και αμφιταλαντεύσεις.
Η συνεργασία του Πανεπιστημίου με τους κοινωνικούς εταίρους είναι αυτή που θα ωθήσει στην πρόοδο και στην ανάπτυξη την οικονομία και την κοινωνία. Η θέσπιση, όμως, αυτών των σχέσεων θέτει και ζητήματα που άπτονται της αυτοτέλειας των ιδρυμάτων και της τήρησης των ακαδημαϊκών αρχών. Σε ποιο βαθμό, π.χ., θα υιοθετηθούν προτάσεις της βιομηχανίας για τη διαμόρφωση των Προγραμμάτων Σπουδών κάποιων Τμημάτων με βάση τις ανάγκες της; Ή θα γίνει δεκτό η πηγή χρηματοδότησης ενός ερευνητικού προγράμματος να καθορίσει και την πορεία της έρευνας; Αυτά είναι ζητήματα που θα πρέπει να αντιμετωπίσει το ίδιο το αυτοδιοικούμενο ίδρυμα με βάση τους δικούς του κανόνες. Τέλος, αντίστοιχα ζητήματα ανακύπτουν και με τη διεθνοποίηση.
Με άλλες ευκαιρίες έχουμε μιλήσει για τα πολλά και σημαντικά οφέλη της διεθνοποίησης. Ταυτόχρονα, όμως, δεν παύει να αποτελεί πρόκληση για την αυτοτέλεια και το αυτοδιοίκητο του Πανεπιστημίου. Ας σκεφτούμε τις περιπτώσεις κατά τις οποίες οι στόχοι μελών του ακαδημαϊκού προσωπικού δεν συμπίπτουν με τη στρατηγική διεθνοποίησης του ιδρύματος, ή οι προτεραιότητες μιας κυβέρνησης δεν συμπίπτουν με αυτές του ιδρύματος, ή οι απαιτήσεις διεθνών συνεργασιών για εκχώρηση αρμοδιοτήτων σε κοινά όργανα θίγουν την αυτοτέλεια του Πανεπιστημίου.
Επομένως, η στήριξη του αυτοδιοίκητου και της αυτοτέλειας του Πανεπιστημίου δεν είναι υπόθεση μόνο της εκάστοτε Κυβέρνησης∙ είναι πρωταρχική υποχρέωση των Διοικήσεων των ιδρυμάτων και της ακαδημαϊκής κοινότητας, αλλά και τομέας ευθύνης των πολιτικών κομμάτων.
* Ο Δημήτρης Καραδήμας είναι Καθηγητής Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας, Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών.
*Με τον όρο «αυτονομία»-αυτοτέλεια αναφέρομαι στο ιδιαίτερο καθεστώς που διέπει τα ΑΕΙ και σχετίζεται με την αυτοδιοίκησή τους. Δεν είναι φυσικά αυτόνομα (οι νόμοι που διέπουν τη λειτουργία τους δεν θεσπίζονται από τα ίδια, αλλά από το κράτος το οποίο και τα εποπτεύει), έχουν, όμως (θεωρητικά;) αυτοτέλεια με την έννοια ότι το κάθε ίδρυμα αυτοδιοικείται, αποφασίζει μόνο του για τα ζητήματα που το αφορούν και λειτουργεί στο πλαίσιο των νόμων, χωρίς κανενός άλλου είδους εξάρτηση.