Πέθανε σε ηλικία 94 ετών ο τσέχος συγγραφέας Μίλαν Κούντερα στο Παρίσι, σύμφωνα με την Κρατική Βιβλιοθήκη της Μοραβίας στη γενέτειρά του, το Μπρνο. Το τσεχικό υπουργείο Πολιτισμού και ο πρωθυπουργός Petr Fiala επιβεβαίωσαν τον θάνατό του.
Γεννημένος Πρωταπριλιά του 1929 στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας, ο Μίλαν Κούντερα έζησε εξόριστος στη Γαλλία από το 1975 αφού εξοστρακίστηκε επειδή επέκρινε τη σοβιετική εισβολή στη χώρα του το 1968. Περισσότερο γνωστός μάλλον για τα μυθιστορήματά του, ο Κούντερα υπήρξε ωστόσο και ποιητής, θεατρικός συγγραφέας, δοκιμιογράφος ενώ είχε γράψει κι αρκετές συλλογές διηγημάτων.
Ο Μίλαν Κούντερα έγινε ιδιαίτερα γνωστός με τα βιβλία του «Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι», «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης» και «Το Αστείο». Το σύνολο του έργου του είχε απαγορευτεί από το κουμουνιστικό καθεστώς στη χώρα του και παρέμεινε απαγορευμένο μέχρι και την «Βελούδινη Επανάσταση» του 1989.
Μέσα από το έργο του, ο Μίλαν Κούντερα έστρεψε το βλέμμα στην πολιτιστική και πολιτική καταπίεση που υφίστατο η Κεντρική Ευρώπη υπό την κομμουνιστική κυριαρχία, γράφοντας σκοτεινά κωμικά μυθιστορήματα που μπέρδευαν ευχάριστα φιλοσοφικούς συλλογισμούς γύρω από την έννοια του κιτς, κριτικές για τον ολοκληρωτισμό και ονειρικές σκηνές αγγέλων και παθιασμένων οργίων.
Γιος πιανίστα συναυλιών, ο ίδιος ο Κούντερα περιέγραφε τα επιδέξια, αινιγματικά μυθιστορήματά του ως πολυφωνικές συμφωνίες, έργα που αναμείγνυαν διάφορους τόνους και στυλ – μύθο, δοκίμιο, αυτοβιογραφικό προβληματισμό – για να διερευνήσουν τη φύση της ταυτότητας ή της θνητότητας.
Σε δύο από τα γνωστότερα βιβλία του («Η Αβάσταχτη Ελαφρότητα του Είναι» και «Το Βιβλίο του Γέλιου και της Λήθης») ο Κούντερα καταπιάστηκε με θέματα εξορίας, μνήμης, έρωτα και συμπόνιας. «»Το βιβλίο του γέλιου και της λήθης» αυτοαποκαλείται μυθιστόρημα, αν και είναι εν μέρει παραμύθι, εν μέρει λογοτεχνική κριτική, εν μέρει πολιτικό σύγγραμμα, εν μέρει μουσικολογία και εν μέρει αυτοβιογραφία. Μπορεί να αυτοαποκαλείται όπως θέλει, γιατί το σύνολο είναι ιδιοφυές», γράφει ο βιβλιοκριτικός Τζον Λέοναρντ σε μια κριτική των New York Times το 2008.
Ιδεαλιστής κομμουνιστής στα νιάτα του, ο Κούντερα μπήκε στη λίστα των κορυφαίων διανοούμενων αντιφρονούντων με το σατιρικό πρώτο του μυθιστόρημα, «Το αστείο» (1967), για έναν Τσέχο φοιτητή του οποίου το χιούμορ τον οδηγεί σε στρατόπεδο καταναγκαστικής εργασίας. Η μοίρα του χαρακτήρα σχεδόν αντικατόπτριζε τη μοίρα του ίδιου του Κούντερα.
Αφού τα σοβιετικά τανκς πέρασαν από την Πράγα τον Αύγουστο του 1968, βάζοντας τέλος στη βραχύβια πολιτιστική άνοδο, γνωστή ως Άνοιξη της Πράγας, τα βιβλία του Κούντερα αποσύρθηκαν από τα ράφια, τα θεατρικά του έργα απαγορεύτηκαν από τη σκηνή, το διαβατήριό του απορρίφθηκε στα σύνορα και ο Κούντερα τέθηκε υπό κρατική επιτήρηση, παρακολουθούμενος από την αστυνομία αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, χωρίς να τον αγγίζει κανείς λόγω της φήμης του στη Δύση.
Από τα μέσα του ’70 και μετά, Κούντερα επικεντρώθηκε λιγότερο στην τσεχική πολιτική και στη δεκαετία του 1980 εξέφρασε την απογοήτευσή του όταν οι δυτικοί κριτικοί τον παρομοίαζαν με πολιτικούς συγγραφείς όπως ο Ρώσος Αλεξάντερ Σολζενίτσιν ή ο Γερμανός Γκύντερ Γκρας. Το κύριο θέμα του, είπε τότε στο Paris Review, δεν ήταν η πολιτική ή η κοινωνική κριτική αλλά η «πολυπλοκότητα της ανθρώπινης ύπαρξης στον σύγχρονο κόσμο».
«Δεν αρκεί να δημιουργήσεις μια πολιτική τέχνη για να ασκήσεις κριτική στο καθεστώς. Αυτό είναι το χειρότερο που μπορεί να συμβεί», δήλωσε στο Christian Science Monitor το 1981. «Η τέχνη και η λογοτεχνία χάνουν την αξία τους όταν γίνονται προπαγάνδα, είτε κομμουνιστική είτε αντικομμουνιστική».
Ενώ το «Βιβλίο του γέλιου και της λήθης» είχε ως επίκεντρο την εισβολή στην Τσεχοσλοβακία το 1968, το μυθιστόρημα -στην πραγματικότητα μια συλλογή επτά αλληλένδετων ιστοριών- ασχολήθηκε με παράδοξα, όπως η σκληρότητα του γέλιου και η θλίψη του σεξ, ενώ υπονοούσε ότι ο κόσμος φαινόταν να έχει χάσει την ικανότητά του να θυμάται το παρελθόν ή να σκέφτεται σοβαρά το μέλλον.
Ο Κούντερα έγινε διεθνώς αγαπητός μετά την κυκλοφορία του επόμενου μυθιστορήματός του, «Η αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι», το οποίο μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη το 1988 με πρωταγωνιστές τους Ντάνιελ Ντέι-Λιούις, Ζουλιέτ Μπινός και Λένα Όλιν. Το βιβλίο ακολουθούσε έναν ερωτοχτυπημένο Τσέχο χειρουργό, τον Τόμας, και τη σύζυγό του Τερέζα, ενώ εξερευνούσε τις συνέπειες ενός κόσμου στον οποίο ένας άνθρωπος, ζώντας μόνο μία ζωή, «δεν μπορεί ποτέ να ξέρει αν ήταν καλός ή κακός άνθρωπος, αν αγαπούσε κάποιον ή αν είχε μόνο την ψευδαίσθηση της αγάπης».
Ο Κούντερα εξέφρασε την έκπληξή του για τη δημοτικότητα του βιβλίου. Αποχώρισε από τη δημόσια ζωή, λέγοντας ότι είχε πάρει «υπερβολική δόση του εαυτού μου» και πως πλέον αναζητούσε «μια θαυματουργή αλοιφή που θα με έκανε αόρατο». Όταν το 2009 προσκλήθηκε σε ένα διεθνές συνέδριο για το έργο του, αρνήθηκε με επιστολή, περιγράφοντας την εκδήλωση ως «νεκροφιλικό πάρτι».
Για τον Κούντερα, το μυθιστόρημα φαινόταν να προσφέρει δυνατότητες που αποκλείονταν με άλλες μορφές τέχνης ή γραφής. Τελικά, όπως γράφει ο ίδιος στο βιβλίο του «Οι προδομένες διαθήκες», κατέληξε να βλέπει το μυθιστόρημα ως «μια προοπτική, μια σοφία, μια θέση- μια θέση που θα απέκλειε την ταύτιση με οποιαδήποτε πολιτική, οποιαδήποτε θρησκεία, οποιαδήποτε ιδεολογία, οποιοδήποτε ηθικό δόγμα, οποιαδήποτε ομάδα- μια μελετημένη, πεισματική, οργισμένη μη ταύτιση, που δεν νοείται ως αποφυγή ή παθητικότητα αλλά ως αντίσταση, πρόκληση, εξέγερση».