Η συνάντηση του Βίλνιους ανήκει σε εκείνο το είδος των συναντήσεων που έχουν τη σημασία τους ανεξάρτητα από την ουσία τους.
Είναι οι συναντήσεις που συνιστούν γεγονός ακόμη και αν είναι περιορισμένης διάρκειας ή εξαντληθούν στους τύπους.
Κι αυτό όχι μόνο επειδή οι Κυριάκος Μητσοτάκης και Ταγίπ Ερντογάν εκπροσωπούν δυο γειτονικές χώρες όπου η μία θρέφει βλέψεις επί της άλλης. Αλλά κι επειδή στις δυο πλευρές αποτυπώνονται δυο διαφορετικές σχολές.
Η μία είναι η κλασική σχολή μιας διπλωματίας με αρχή, μέση και τέλος. Σαφούς προσανατολισμού και σταθερών συμμαχιών. Προσήλωσης στο διεθνές δίκαιο αλλά και αταλάντευτων κόκκινων γραμμών.
Είναι η σχολή που ακολουθούν χωρίς εξαιρέσεις όλες οι χώρες της Δύσης και που, από το ΝΑΤΟ έως την Ευρωπαϊκή Ενωση, βρίσκεται στα θεμέλια κάθε συνασπισμού και συμμαχίας του δυτικού ημισφαιρίου.
Η άλλη είναι η σχολή των ευκαιριακών συμμαχιών και των συνεχών διεκδικήσεων για τις οποίες, μεταξύ άλλων, επιστρατεύονται διάφοροι εκβιασμοί.
Ενίοτε οι εκβιασμοί πετυχαίνουν ή, τέλος πάντων, δίνουν σε ορισμένους αυτήν την εντύπωση. Ποτέ όμως χωρίς τις απαραίτητες kolotumbes, όπως αυτή που είδαμε τις τελευταίες ημέρες στο Βίλνιους.
Ειδικά στην πρωτεύουσα της Λιθουανίας, η kolotumba ήταν τριπλή. Μία απέναντι στην Ουάσιγκτον, μία απέναντι στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και μία απέναντι στην Αθήνα.
Η Αγκυρα χτύπησε όχι μία αλλά τρεις πόρτες για να μείνει το «γιοκ», σε όλες του τις εκδοχές, ως υποσημείωση στη διπλωματική ιστορία.
Θα φανεί ασφαλώς εάν οι τρεις πόρτες του Βίλνιους συνιστούν την αρχή ενός νέου κεφαλαίου στις σχέσεις της Αγκυρας με τον υπόλοιπο κόσμο.
Γνωρίζουμε πάντως τον καμβά. Αυτός ορίζεται από χώρες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, που μπορούν να υπολογίζουν στους συμμάχους τους. Και από μία χώρα η οποία υπολογίζεται από τους συμμάχους της ως εν δυνάμει αντίπαλος.