Κοιτάζω την λευκή σελίδα του υπολογιστή και εκ των προτέρων ξέρω πως ότι και να γράψω το λευκό δεν πρόκειται να γεμίσει με αυτό που πραγματικά νιώθω μέσα μου για την απώλεια μιας συναδέλφου δημοσιογράφου την οποία γνώριζα χρόνια – από τότε που προσλήφθηκα στο ΒΗΜΑ συγκεκριμένα, τον Μάρτιο του 1999.
Η Ισμα Μ. Τουλάτου ήταν ήδη εκεί.
Η Ισμα Μ. Τουλάτου δεν είναι πλέον εδώ, μαζί μας.
Η αιτία θανάτου της ως τώρα αδιευκρίνιστη και προσωπικά είναι κάτι στο οποίο δεν δίδω προτεραιότητα. Το ίδιο το γεγονός της απώλειας και ο τρόμος που το ακολουθεί, ο τρόμος της «απόλυτης φυγής» ενός τόσο οικείου, νέου ανθρώπου είναι που με έχει ψυχικά τσακίσει το τελευταίο 24ωρο από τότε που το έμαθα τηλεφωνικά από την Ελένη Βουλτσίδου.
Γιατί περί τρόμου πρόκειται.
Και δεν είμαι ο μόνος που νιώθει έτσι. Μίλησα με πολλούς.
Αλλά δεν έχω και δεν θέλω να πω πολλά, γιατί όπως είπα ,ούτως ή άλλως δεν θα είναι αρκετά.
Θέλω να θυμάμαι την Ισμα με το γέλιο που φώτιζε το πρόσωπό της, με το γούστο που έδειχνε φροντίζοντας στην «πένα» την εμφάνισή της, με την αυτοπεποίθηση που είχε στο ρεπορτάζ της, με την αφοσίωση που διέκρινε την δουλειά της, το γράψιμο.
Την αγαπούσε τόσο πολύ την δουλειά της.
Τα τελευταία χρόνια καθόμασταν ο ένας απέναντι από τον άλλο οπότε όπως συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, θέλοντας και μη παρατηρούσαμε καλύτερα ο ένας τον άλλο.
Συνεπώς ένα νομίζω ότι μπορώ με βεβαιότητα να πω : παρατηρώντας την, έβλεπα πως ως επαγγελματίας η Ισμα Μ. Τουλάτου ήταν τρομερά απαιτητική σε όλα μα κυρίως από τον ίδιο της τον εαυτό.
Και για μένα αυτό σημαίνει ότι σεβόταν το αναγνωστικό κοινό της.
Θα μας λείψει.
Πολύ.
Και για πολύ.