Βρετανοί ερευνητές ανακάλυψαν την ανώτερη θερμοκρασία στην οποία ο μεταβολικός ρυθμός του ανθρώπινου οργανισμού μπορεί να συντηρήσει τη λειτουργία των οργάνων του και εντόπισαν διαφορές στην απόκριση στο θερμικό στρες μεταξύ διαφορετικών ομάδων του πληθυσμού καθώς και μεταξύ των δύο φύλων.
Ζώντας ήδη σε έναν θερμό κόσμο που αναμένεται να γίνει «πύρινος» στα χρόνια που έρχονται λόγω της κλιματικής αλλαγής, τα ερωτήματα που γεννώνται για την επιβίωση του ανθρώπου σε «καυτές» συνθήκες είναι πολλά. Ενα από τα κυριότερα αφορά το πόση ζέστη μπορεί τελικώς να αντέξει ο ανθρώπινος οργανισμός. Ερευνητές του Πανεπιστημίου του Roehampton στο Ηνωμένο Βασίλειο αναφέρουν ότι βρήκαν την απάντηση σε αυτό το κυριολεκτικώς ζωτικής σημασίας ερώτημα. Οπως αναφέρουν, ανακάλυψαν ότι υπάρχει ανώτερη κρίσιμη θερμοκρασία (Upper Critical Temperature – UCT) για τους ανθρώπους η οποία κυμαίνεται μεταξύ 40 και 50 βαθμών Κελσίου.
Ο επιβαρυντικός συνδυασμός υψηλής θερμοκρασίας και υγρασίας
Συγκεκριμένα ο καθηγητής Λιούις Χάλσεϊ και η ομάδα του είδαν ότι ο μεταβολικός ρυθμός ηρεμίας (resting metabolic rate, rmr) – αφορά την ελάχιστη ποσότητα θερμίδων που καταναλώνονται ώστε το ανθρώπινο σώμα να διατηρήσει τις ζωτικές λειτουργίες του όπως η αναπνοή, η λειτουργία της καρδιάς και των νεφρών – είναι υψηλότερος όταν οι άνθρωποι εκτίθενται σε υψηλές θερμοκρασίες σε συνδυασμό με υψηλή υγρασία. «Εχουν γίνει αρκετές μελέτες σχετικά με το εύρος των θερμοκρασιών στις οποίες προτιμούν να ζουν διαφορετικά είδη ζώων σε ό,τι αφορά τον χαμηλό μεταβολικό ρυθμό τους άρα και τη χαμηλή δαπάνη ενέργειας. Κατά περίεργο τρόπο όμως υπάρχουν πολύ λιγότερες διαθέσιμες πληροφορίες σε ό,τι αφορά τα ανώτατα όρια θερμοκρασίας στα οποία μπορεί να επιβιώσει ο άνθρωπος» είπε ο καθηγητής Χάλσεϊ.
Επίδραση σε πλήθος πεδίων
Η κατανόηση των θερμοκρασιών στις οποίες ο ανθρώπινος μεταβολικός ρυθμός αρχίζει να ανεβαίνει καθώς και η γνώση σχετικά με το πώς διαφέρει ο μεταβολικός ρυθμός σε υψηλές θερμοκρασίες μεταξύ ανθρώπων αναμένεται να έχει σημαντική επίδραση σε πλήθος πεδίων όπως στην εργασία, στον αθλητισμό στην ιατρική αλλά και στα διεθνή ταξίδια. «Η έρευνά μας παρέχει βασική γνώση σχετικά με το πώς αντιδρούμε σε περιβάλλοντα που δεν είναι ιδανικά καθώς και το πώς το ‘ιδανικό’ διαφέρει μεταξύ ανθρώπων με διαφορετικά χαρακτηριστικά» σημείωσε ο δρ Χάλσεϊ ο οποίος παρουσίασε τα ευρήματα της ομάδας του κατά τη διάρκεια του ετήσιου συνεδρίου της Εταιρείας Πειραματικής Βιολογίας (SEB) οι εργασίες του οποίου μόλις ολοκληρώθηκαν στο Εδιμβούργο.
Διαφορές στην καρδιαγγειακή απόκριση μεταξύ των δύο φύλων
Η ερευνητική ομάδα του Πανεπιστημίου του Roehampton διερευνά επίσης πώς η καρδιακή λειτουργία επηρεάζεται από θερμοκρασίες άνω της UCT καθώς και πώς οι επιδράσεις στην καρδιά διαφέρουν μεταξύ ανθρώπων με βάση χαρακτηριστικά όπως η ηλικία τους και η φυσική τους κατάσταση. «Ανακαλύψαμε σημαντικές αλλαγές στην καρδιακή λειτουργία ως απόκριση στη ζέστη μεταξύ διαφορετικών ομάδων ανθρώπων – το πιο πρόσφατο εύρημά μας αφορά διαφορές μεταξύ των δύο φύλων» είπε ο καθηγητής Χάλσεϊ και προσέθεσε: «Παρατηρήσαμε ότι κατά μέσο όρο άνδρες και γυναίκες εμφανίζουν σημαντικές διαφορές στην καρδιαγγειακή απόκρισή τους στη ζέστη».
Πολύτιμη γνώση στον ολοένα και πιο θερμό κόσμο μας
Κλείνοντας ο καθηγητής σημείωσε ότι η έρευνα συνεχίζεται. «Συμπληρώνουμε σταθερά το παζλ σχετικά με το πώς το σώμα αποκρίνεται στο θερμικό στρες, πόσο προσαρμοστικό μπορεί να γίνει, μποια είναι τα όρια της προσαρμοστικότητάς του καθώς και πόσο διαφορετική απόκριση στο θερμικό στρες μπορούν να έχουν διαφορετικοί άνθρωποι. Στον ολοένα και πιο θερμό κόσμο στον οποίο ζούμε αυτή η γνώση είναι πολύτιμη».