Η υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, στις 24 Ιουλίου 1923, δίνει οριστικό και οδυνηρό τέλος στη Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων. Το όνειρο του Ελευθέριου Βενιζέλου για τη δημιούργία της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θάλασσων συντρίβεται. Ο ελληνισμός της Μικρας Ασίας και του Πόντου έχει πλέον σφαγιασθεί και ξεριζωθεί.
Με την υπογραφή της συνθήκης, πάντως, ο Βενιζέλος επιδεικνύοντας, για ακόμα μία φορά, τις άριστες διπλωματικές του ικανότητες αλλά και αξιοθαύμαστο πολιτικό ρεαλισμό, επιτυγχάνει για την Ελλάδα όρους δυσανάλογα θετικούς με το μέγεθος της καταστροφής που είχαν υποστεί οι Έλληνες, στρατός και άμαχοι, στην Μικρά Ασία.
Συνεπεία της ήττας και κατόπιν της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης, η Ελλάδα υποχρεώθηκε να παραχωρήσει στην Τουρκία την Ανατολική Θράκη, την Ιμβρο, την Τένεδο και τη ζώνη της Σμύρνης. Επίσης η συνθήκη προέβλεπε και υποχρεωτική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ των δύο χωρών, από την οποία εξαιρέθηκαν οι Ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί της Κωνσταντινούπολης και οι Μουσουλμάνοι κάτοικοι της Δυτικής Θράκης.
Το πρώτο σχόλιο του Βενιζέλου
Μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ο ίδιος ο Βενιζέλος δηλώνει στο «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» και στον Γεώργιο Συριώτη:
«Με ερωτάτε ποία είνε η εντύπωσίς μου εκ της υπογραφής της ειρήνης. Πώς να σας κρύψω την βαθείαν μελαγχολίαν με την οποίαν υπογράφω την συνθήκην της Λωζάνης, δι’ ης οριστικώς καταργείται η συνθήκη των Σεβρών;
»Εν τούτοις υπέγραψα με την συναίσθησιν ότι προσφέρω υπηρεσίαν εις την χώραν. Ηττήθημεν. Και μετά την πλήρη διπλωματικήν απομόνωσιν εις ην περιήλθομεν διά της πολιτικής η οποία ωδήγησεν εις την ήτταν, η επανάληψις του πολέμου ηδύνατο να οδηγήση εις πλήρη όλεθρον της Ελλάδος».
Ο Βενιζέλος προς τους Πλαστήρα και Γονατά
Από τον Σεπτέμβριο του 1922, αμέσως μετά δηλαδή την Μικρασιατική Καταστροφή, οι βενιζελικοί στρατηγοί Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς είχαν προχωρήσει σε στρατιωτό κίνημα, αναλαμβάνοτας έτσι τη διακυβέρνηση της χώρας με κύριο στόχο την καθαίρεση του βασιλιά Κωνσταντίνου.
Στην Ελλάδα ήδη από το 1915 επικρατεί αυτό που η ιστοριογραφία αποκαλεί «Εθνικό Διχασμό». Ο διχασμός αυτός έχει την απαρχή του στη ρήξη μεταξύ του τότε πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου και του Βασιλέα Κωνσταντίνου για το αν θα έπρεπε η Ελλάδα να συμμετάσχει στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, με το μέρος της Ανταντ (άποψη Βενιζέλου) ή να παραμείνει ουδέτερη, στάση που ευννοούσε τη Γερμανία και υποστήριζε ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος.
Ο Εθνικός Διχασμός, μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών χαρακτήρισε την πολιτική ζωή της χώρας μέχρι τη Μικρασιατική Καταστροφή, έχοντας μάλιστα αναμφισβήτητα συντελέσει σε αυτήν.
Αμέσως λοιπόν μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης, ο Βενιζέλος θέτει ως προτεραιότητα να κλείσει επιτέλους η πληγή του Εθνικού Διχασμού.
Στις 26 Ιουλίου 1923, το «ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ» δημοσιεύει τηλεγράφημα του Βενιζέλου προς την Επαναστατική Κυβέρνηση Πλαστήρα – Γονατά με το οποίο ζητά τη διενέργεια εκλογών που θα οδηγήσουν σε πολιτική ομαλότητα. Ο Βενιζέλος, μάλιστα, δεν θα διστάσει να αποκαλέσει τον διχασμό μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών, εμφύλιο πόλεμο.
«Ευχαρίστως αγγέλλω υμίν ότι σήμερον μ.μ. Εις την μεγάλην αίθουσαν του Πανεπιστημίου της Λωζάννης υπεγράφη η συνθήκη της ειρήνης μετά πασών των σχετικών συμβάσεων, δηλώσεων και πρωτοκόλλων.
»Η συνθήκη αυτή, συναφθείσα μετά την Μικρασιατικήν Καταστροφήν, δεν σημειώνει, ατυχώς, Ελληνικόν θρίαμβον. Αλλ’ η Επανάστασις δύναται να είνε υπερήφανος ότι αναδιοργανώσασα τον εθνικόν στρατόν έδωκε τα μέσα εις την αντιπροσωπείαν της να επιτύχη την συνομολόγησιν εντίμου ειρήνης, ήτις επιτρέπει εις την Ελλάδα, ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΨΗ ΕΙΣ ΤΑ ΕΡΓΑ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΚΑΙ ΝΑ ΑΦΟΣΙΩΘΗ ΕΙΣ ΤΟ ΕΡΓΟΝ ΤΗΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΣΥΛΛΟΓΗΣ
»Εάν διά της προσεχούς διεξαγωγής ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ ΤΕΡΜΑΤΙΣΘΗ ΟΡΙΣΤΙΚΩΣ Ο ΕΜΦΥΛΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ, επανέλθη η κανονική λειτουργία του πολιτεύματος και λυθή το προσφυγικόν ζήτημα φιά της οριστικής εγκαταστάσεως των προσφύγων, η Ελλάς δύναται ν’ αποβλέπη μετ’ εμπιστοσύνης εις καλλίτερον μέλλον.
»Εγώ προσωπικώς αισθάνομαι την ανάγκην να ευχαριστήσω την Βασιλικήν Κυβέρνησιν και την Επανάστασιν διότι με περιέβαλον διά της πλήρους εμπιστοσύνης των, ήτις μοι επέτρεψε να ανταποκριθώ εις το ανατεθέν μοι δυσχερές έργον».