Αύγουστος 1955. Την ελληνική κοινωνία συγκλονίζουν οι εικόνες στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων μιας νεαρής ψυχοκόρης, της Σπυριδούλας, που σιδερώθηκε από τα αφεντικά της. Εβδομήντα χρόνια μετά, η Νεφέλη Μαϊστράλη παραδίδει ένα πρωτότυπο θεατρικό έργο, εμπνευσμένο από τη σοκαριστική ιστορία της Σπυριδούλας, αλλά και πολλών ακόμα γυναικών που υπήρξαν ψυχοκόρες κατά τις δεκαετίες του ΄50 και του ΄60.
Η παράσταση «Σπυριδούλες» ανεβαίνει για πρώτη φορά από την ομάδα 4frontal στην Πειραιώς 260 στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, φέρνοντας στη σκηνή τις φωνές των γυναικών που βρέθηκαν ή βρίσκονται ακόμα σε ανάλογη θέση, παλεύοντας για την αυτοδιάθεσή τους. «Ήταν ιδέα του Χάρη Κρεμμύδα, ο οποίος συνσκηνοθετεί την παράσταση με τον Θανάση Ζερίτη. Έπεσε στο τραπέζι, πήρε σάρκα και οστά και αποφασίσαμε να την καταθέσουμε ως πρωτότυπο κείμενο» λέει μιλώντας στο Βήμα η ηθοποιός και δραματουργός Νεφέλη Μαϊστράλη.
Την συναντώ ένα ζεστό μεσημέρι στο μοναδικό της κενό μεταξύ προβών στην κοινή μας γειτονιά και μπαίνουμε αμέσως στο θέμα. «Αρχικά σκεφτόμασταν μια παράσταση με στοιχεία θεάτρου ντοκουμέντου αλλά στην πορεία, διαβάζοντας εγώ για τη Σπυριδούλα, κάνοντας ενδελεχή έρευνα και μαθαίνοντας για τις ψυχοκόρες, έκανα διάφορες δοκιμές και αυτό που μου έβγαινε ήταν ένα πρωτότυπο έργο. Κι αυτό τελικά είναι οι Σπυριδούλες» συνεχίζει η Νεφέλη.
Ο θεσμός της ψυχοκόρης
Η ιστορία της Σπυριδούλας έφερε στην επιφάνεια την ιδιότυπη αυτή μορφή εσωτερικής μετανάστευσης, καθώς και την εκμετάλλευση που βίωναν καθημερινά μικρά κορίτσια από την επαρχία που πάλευαν για την επιβίωσή τους εργαζόμενα νύχτα και μέρα, σε μικροαστικά ή μεγαλοαστικά σπίτια της Αθήνας. Ψυχοκόρες τις ονόμασαν και το φαινόμενο έγινε τόσο συχνό που τελικά πήρε τη μορφή θεσμού.
Ο θεσμός της ψυχοκόρης στην πραγματικότητα ήταν ένας προφορικός θεσμός υιοθεσίας κοριτσιών 9, 10 – καμιά φορά ακόμα και 7 – χρονών που παραχωρούνταν από πάμφτωχες οικογένειες της επαρχίας σε πλούσιες αστικές οικογένειες της πρωτεύουσας, όπου αναγκάζονταν να προσφέρουν εργασία στην πραγματικότητα αμισθί. «Πρέπει κανείς να το δει στο κοινωνικό του χωροχρονικό πλαίσιο το κεφάλαιο αυτό της εσωτερικής μετανάστευσης των ψυχοκορών» τονίζει η Νεφέλη και συνεχίζει:
«Μιλάμε για μια περίοδο εξαιρετικά ταραγμένη, για μια Ελλάδα που έχει περάσει δύο πολέμους κι έναν αιματηρό εμφύλιο. Οπότε η χώρα στην πραγματικότητα ήταν διαλυμένη: τρομακτική φτώχεια, αμέτρητοι νεκροί και πάρα πολλά ορφανά παιδιά εντελώς εγκαταλελειμμένα από όποιο κράτος υπήρχε τότε. Δεν υπήρχε καν αγροτική παραγωγή για μπορέσει ο κόσμος να ορθοποδήσει. Τα παιδιά ήταν πολλά. Μετά τον πόλεμο οι άνθρωποι έκαναν πολλά παιδιά. Τότε δεν υπήρχε η σοβαρότητα του ‘‘κάνω ένα παιδί’’, οι άνθρωποι κάνανε παιδιά γενικά. Επίσης, η θρησκεία είχε πολύ ισχυρό πρόσημο και, επιπλέον, οι οικογένειες επεδίωκαν να κάνουν πολλά αγόρια για να δουλεύουν στα χωράφια και να φέρνουν χρήματα στην οικογένεια. Τα κορίτσια πάντα ήταν ένα βάρος. Ήταν ένα προϊόν ανταλλάξιμο. Τα είχαν κυρίως για να φροντίζουν το σπίτι, αλλά πόσα να φροντίζουν το σπίτι αν μια οικογένεια έχει επτά; Και πώς να τα θρέψει και να τα προικίσει κιόλας μια οικογένεια τόσα κορίτσια; Η οικογένεια της Σπυριδούλας ήταν πολυμελής. Δέκα άτομα σύνολο, οχτώ αδέρφια».
Παράλληλα, αναδύθηκε μια μορφή αστικής τάξης πολύ καινούρια που είχε να κάνει με διάφορες πολιτικές ζυμώσεις της εποχής. Και κάπως έτσι δημιουργήθηκε αυτή η οικονομικοκοινωνική ανισότητα την οποία προσπάθησε να ικανοποιήσει η ύπαιθρος, στέλνοντας τα παιδιά της σε αυτά τα σπίτια.
Σπυριδούλα, ένα σύμβολο κοινωνικής καταπίεσης
Η 12χρονη Σπυριδούλα εργαζόταν ως υπηρέτρια στην Αθήνα στο σπίτι του ζεύγους Βεϊζαδέ. Είχε αναλάβει όλες τις δουλειές του σπιτιού, καθώς και τη φροντίδα του μικρού παιδιού της οικογένειας. Στις 31 Ιουλίου του 1955, τα αφεντικά της Σπυριδούλας την κατηγορούν άδικα ότι τους έκλεψε ένα χαρτονόμισμα και στη συνέχεια την βασανίζουν για 36 ολόκληρες ώρες. Από φόβο και μόνο μην τους πεθάνει μέσα στο σπίτι, τη μεταφέρουν τελικά ημιθανή στο Τζάνειο.
Η Σπυριδούλα βρίσκει τη δύναμη να μιλήσει. «Αυτό είναι το πολύ ενδιαφέρον. Αποφασίσαμε να ασχοληθούμε με την ιστορία της Σπυριδούλας επειδή μας ενέπνευσε ακριβώς αυτός ο άξονας: πώς ένα κορίτσι 12 χρονών που υπέστη όλη αυτή την κακοποίηση, όπως και πάρα πολλά ακόμα κορίτσια στην ηλικία της, με φόβο τρομακτικό, βρήκε τη δύναμη να εκμυστηρευτεί σε μια νοσοκόμα τι της είχε συμβεί. Έτσι ξεδιπλώθηκε το θέμα στον Τύπο, παίρνοντας τρομερές διαστάσεις. Η Σπυριδούλα έγινε σύμβολο εργατικού κινήματος, κοινωνικής καταπίεσης, φεμινιστικής κίνησης της εποχής. Όλες οι εφημερίδες μιλούσαν για τη Σπυριδούλα, της πήραν συνεντεύξεις, ήθελαν να την κάνουν ταινία, η οποία βέβαια δεν έγινε ποτέ»εξηγεί η Νεφέλη.
Πολιτικές διαστάσεις και εκτόνωση μέσα από τον Τύπο
Η ιστορία της Σπυριδούλας, όπως ήταν αναμενόμενο, πήρε τεράστιες διαστάσεις. Ακόμα και πολιτικές. Κι όμως, άφθονο μελάνι και εικόνες της Σπυριδούλας μέσα από το Τζάνειο μετά, η συζήτηση εκτονώθηκε χωρίς να επέλθει καμιά ουσιαστική αλλαγή στην κοινωνία.
«Αυτό που συμβαίνει με τον Τύπο, ότι, ξέρεις, παίρνει κάτι διαστάσεις κάποια περίοδο και μετά αυτό που μας συγκλόνισε ξεχνιέται, έχει πολύ ενδιαφέρον» λέει η Νεφέλη. «Ο βασανισμός της Σπυριδούλας συνέβη το ΄55. Πήρε τρομακτικές διαστάσεις κι όμως το ΄60, σε όλες τις ταινίες της Φίνος Φιλμ η υπηρέτρια συνεχίζει να είναι η εσωτερική στο σπίτι, η αλαφροΐσκιωτη, η λίγο πεταχτούλα που δεν έχει καμία βιογραφία, που βγαίνει κάθε Κυριακή και περιμένει τον ξάδερφο, ενώ λίγα μόλις χρόνια πριν είχε ανοίξει ένα ολόκληρο θέμα για τις ψυχοκόρες στην Ελλάδα. Αλλά, δυστυχώς, απλώς εκτονώθηκε. Έχει γράψει κι ο Βάρναλης ένα πολύ ωραίο κομμάτι («Ο καθρέφτης Βεϊζαδές») που μιλά για τις πολιτικές διαστάσεις αυτής της ιστορίας και την άδοξη εκτόνωση της. Το ίδιο συνέβη με την Κούνεβα λίγα χρόνια πίσω. Η Κούνεβα είναι μια γυναίκα που βρήκε φωνή και μίλησε παρά τα βασανιστήρια. Τότε έγινε χαμός, απέκτησε μια πολιτική δυναμική όλο αυτό και μετά απλά εκτονώθηκε. Έτσι λειτουργεί η επικαιρότητα έτσι κι αλλιώς».
Το ερώτημα που πάντα παραμένει είναι εάν όντως αυτή η πολιτική δυναμική αναγνωρίζεται ή εάν τελικά η κοινωνία βλέπει κάθε περιστατικό ως μεμονωμένο γι’ αυτό και γρήγορα ξεχνά. «Δεν ζούμε σε μια συλλογική κοινωνία έτσι κι αλλιώς. Ο κόσμος που ζούμε υπαγορεύεται από έναν ατομικισμό και έναν τρόπο ζωής που δεν σου αφήνει περιθώρια να σκεφτείς τον διπλανό σου, ούτε τη συλλογικότητα, η οποία τελικά σε διαμορφώνει. Δουλεύεις τόσες πολλές ώρες, έχεις τόσα πολλά θέματα που δεν έχεις το χρόνο να ενδιαφερθείς πραγματικά για τον άλλον. Το καπιταλιστικό σύστημα σε βάζει ακριβώς σε αυτή τη λογική της δικής σου κατάστασης, της δικής σου ζωής. Για οτιδήποτε άλλο θα ενδιαφερθείς μέχρι ενός σημείου, όσο το λένε τα κανάλια, και μετά κάπως θα κάνεις την ειρήνη σου με αυτό. Ακόμα και αυτή τη στιγμή ζούμε σε μια πραγματικότητα που η επικαιρότητα είναι καταιγιστική, αλλά πόσα από αυτά τα γεγονότα που συμβαίνουν αλήθεια τα βιώνουμε ή μας προσδιορίζουν;» απαντά η Νεφέλη.
«Προσωπικά, συγκλονίστηκα γράφοντας τις Σπυριδούλες. Και καθώς έγραφα, πάντα είχα στο μυαλό μου – κάτι που υπάρχει και στο έργο κι ας μην είναι σε ευθεία αναλογία – την ιστορία της 12χρονης στον Κολωνό» συνεχίζει. «Είναι τρομακτικό ότι υπάρχει εκεί έξω ένα κορίτσι φτωχό που ό,τι έπαθε το έπαθε ακριβώς επειδή είναι φτωχό κι άρα ένα εύκολο πεδίο καταπίεσης για οποιονδήποτε ήθελε να βγάλει οτιδήποτε πάνω της. Ζούμε σε έναν πλανήτη γεμάτο κοινωνικές ανισότητες, αυτή είναι η αλήθεια».
Σύγχρονες Σπυριδούλες και ταξικό ζήτημα
Στο έργο γίνεται μια αναλογία και στο σήμερα, καθώς ένα κομμάτι έχει να κάνει και με τις σύγχρονες Σπυριδούλες, γυναίκες δηλαδή που δουλεύουν είτε εσωτερικές είτε στον τομέα της καθαριότητας.«Κάναμε συνεντεύξεις, συλλέξαμε μαρτυρίες από αυτές τις γυναίκες. Ακούσαμε ιστορίες απελπιστικές, κυρίως γυναικών από το πρώην ανατολικό μπλοκ που σήμερα είναι μεγαλύτερες και κάπως έχουν βάλει τη μνήμη σε μια σειρά και έχουν αξιολογήσει αυτό που ζήσανε» λέει η Νεφέλη.
«Όμως, όταν οι γυναίκες αυτές το ζούνε – συνάντησα, για παράδειγμα, γυναίκες από τις Φιλιππίνες, οι οποίες εργάζονται τώρα σε σπίτια εσωτερικές – έχουν μια αντιμετώπιση για την πραγματικότητα που είναι γεμάτη ευγνωμοσύνη. Είναι τρομερά ευγνώμων για αυτό που ζουν, για τους κυρίους τους, για την καθημερινότητά τους. Που μπορεί να είναι αλήθεια, μπορεί δηλαδή πραγματικά να ζουν σε ένα σπίτι που δεν τις κακομεταχειρίζονται με την βιβλική έννοια της κακομεταχείρισης, αλλά ξέρεις ότι έχεις απέναντι σου έναν άνθρωπο ο οποίος, καλώς ή κακώς, δεν γεννήθηκε με τις ίδιες ευκαιρίες με εσένα· έναν άνθρωπο που νομοτελειακά μπήκε σε μια κατάσταση να παρέχει υπηρεσίες σε μια άλλη οικογένεια, πάρα πολλές ώρες την ημέρα, Δευτέρα με Σάββατο. Το θέμα είναι να αναρωτηθούμε τι εργασιακή συνθήκη είναι αυτή. Το θέμα είναι ότι όταν γεννιέσαι σε έναν κόσμο ταξικό και μαθαίνεις στο πετσί σου από μικρή ηλικία ότι είσαι από κάτω, δεν το βιώνεις όπως μπορεί να το σκεφτεί ένας άνθρωπος της μεσαίας τάξης. Εμείς όμως δεν μπορούμε να μην προβληματιστούμε πάνω σε αυτό. Δεν έχουμε όλοι τις ίδιες ευκαιρίες και δεν μπορεί κανείς εύκολα να αλλάξει τάξη. Αυτό είναι για το οποίο μιλάμε εμείς στο έργο: το ταξικό»συμπληρώνει.
Πολιτικό θέατρο
Η Νεφέλη Μαϊστράλη, όπως και η ομάδα 4frontal, στη δεκαετή και πλέον πορεία τους, μας έχουν συνηθίσει σε παραστάσεις που έχουν χαρακτήρα τόσο ερευνητικού όσο και πολιτικού θεάτρου. Στην ερώτησή μου για το εάν και κατά πόσο πρόκειται για επιλογή, η Νεφέλη μου απαντά: «Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω τελικά αν με διάλεξε ή αν το διάλεξα εγώ. Ξεκίνησα να κάνω θέατρο γιατί μου αρέσουν οι ιστορίες αλλά και γιατί πιστεύω ότι το θέατρο είναι πολιτική. Το πάντρεμα αυτών των δύο παραγόντων με έκανε και να γράψω».
Η Νεφέλη αγαπά τις αληθινές ιστορίες, εκείνες που παραμένουν στο σκοτάδι. Τις αναζητά, εμπνέεται από αυτές, την τροφοδοτούν. «Πατώντας σε αληθινές ιστορίες και μεταγράφοντας τες, οδηγούμαι σε αυτό που πραγματικά με αφορά. Μου αρέσει να βρίσκω ιστορίες γιατί από αυτές γεννιούνται τα πιο ωραία κείμενα. Στην Ελλάδα υπάρχει κενό σε αυτό, παρόλο που έχουμε πυκνή ιστορία που στοχευμένα, αν με ρωτάς, παραμένει σε πολύ θολά νερά. Έχουμε πρόβλημα με την παραγωγή νέας δραματουργίας, δεν προκύπτουν νέα έργα. Αντίθετα με τη Γαλλία, τη Γερμανία όπου οι άνθρωποι γράφουν για τη χώρα τους. Όταν γράφεις κάτι, συνομιλείς στην ευθεία με ένα συλλογικό ασυνείδητο. Εμένα αυτό με κινητοποιεί να γράψω για την Ελλάδα. Γι’ αυτό έχω να μιλήσω».
Η παράσταση «Σπυριδούλες» ανεβαίνει στην Πειραιώς 260 στις 8, 9, 10 και 11 Ιουλίου.
Ταυτότητα Παράστασης
Σκηνοθεσία: Θανάσης Ζερίτης, Χάρης Κρεμμύδας
Δραματουργία: Νεφέλη Μαϊστράλη
Σκηνικά – Κοστούμια: Γεωργία Μπούρδα
Μουσική επιμέλεια – Σύνθεση: Θραξ Πανκc
Κίνηση: Πάνος Τοψίδης
Βοηθός σκηνοθετών: Ελένη Τσιμπρικίδου
Έρευνα: Παναγιώτης Λιαρόπουλος
Φωτισμοί: Σάκης Μπιρμπίλης
Εκτέλεση παραγωγής: Αριστέα Σταφυλαράκη – 4frontal
Παίζουν: Ελένη Βλάχου, Σταύρος Γιαννουλάδης, Τάσος Δημητρόπουλος, Αργυρώ Θεοδωράκη, Τατιάνα Άννα Πίττα, Ελένη Τσιμπρικίδου