Τον Φεβρουάριο του 2008, ο Αλέξης Τσίπρας παρέλαβε ένα κόμμα του 3%. Στα 15 χρόνια της ηγεσίας του, η καλύτερη εκλογική επίδοση που πέτυχε ήταν τον Ιανουάριο του 2015 με 36,34%. Το παρέδωσε τελικά, πριν από μερικές ημέρες, σε μια μέση τιμή της τάξης του 18%.
Σε αυτή τη μέση τιμή βρίσκεται και το στοίχημα της επόμενης μέρας για τον ΣΥΡΙΖΑ. Επί της ουσίας είναι ένα σημείο εκκίνησης, ή ένα σταυροδρόμι, από το οποίο ανοίγονται δυο δρόμοι.
Ο ένας είναι της περαιτέρω συρρίκνωσης που θα απομακρύνει οριστικά τον ΣΥΡΙΖΑ από την περιοχή των κομμάτων εξουσίας για να τον τοποθετήσει σε εκείνη των κομμάτων διαμαρτυρίας.
Ο άλλος είναι μιας μεγέθυνσης, από το μέγεθος της οποίας θα οριστούν οι πιθανότητες και η προοπτική της επαναφοράς στις ανώτερες τιμές του.
Και οι δυο δρόμοι είναι χρονικά πεπερασμένοι. Ο ορίζοντας είναι οι ευρωεκλογές του Ιουνίου του 2024, δηλαδή σε έναν χρόνο από τώρα.
Το διάστημα είναι ικανό για να διαπιστωθεί πού πηγαίνει ο ΣΥΡΙΖΑ. Αλλά είναι ακριβώς αυτό το quo vadis που θα εξαρτηθεί σε μέγιστο βαθμό από τον χαρακτήρα, το ύφος και τους στόχους της νέας του ηγεσίας.
Θα είναι μια ηγεσία που θα διατυπώσει μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας; Ή θα είναι μια ηγεσία διαμαρτυρίας; Θα αλλάξει τη μορφή του ΣΥΡΙΖΑ, έστω και κόντρα στο DNA του; Ή θα φτιάξει μια ρεπλίκα του αρχηγού που δόξασε το κόμμα του μέχρι τελικής πτώσεως αλλά αποδοκιμάστηκε από το ευρύτερο ακροατήριο;
Το ερώτημα είναι νωρίς να απαντηθεί και επειδή τα ηγετικά στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ δείχνουν αυτό το πρώτο διάστημα να βρίσκονται κάτω από το σοκ όχι της συντριπτικής ήττας που υπέστη το κόμμα τους αλλά της αιφνίδιας απώλειας της ηγεσίας του.
Λειτουργούν περισσότερο σαν δυστυχή ορφανά και λιγότερο, ή και καθόλου, σαν αυτόνομοι πυλώνες του συριζαϊκού οικοδομήματος.
Στην πραγματικότητα, δεν είναι παρά οι κληρονόμοι μιας μέσης τιμής.