Συνεχίζονται οι διαπραγματεύσεις για το μεταναστευτικό μεταξύ των αρχηγών των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά τη σημερινή δεύτερη ημέρα της Συνόδου Κορυφής που λαμβάνει χώρα στις Βρυξέλλες.
Η διαφωνία Πολωνίας – Ουγγαρίας με τα υπόλοιπα κράτη – μέλη
Εμπόδιο στην επίτευξη συμφωνίας αποτελούν μέχρι στιγμής οι διαφωνίες που θέτουν στο τραπέζι η Πολωνία και η Ουγγαρία, οι οποίες χαρακτήρισαν «απαράδεκτη» την προσέγγιση της ΕΕ για το μεταναστευτικό, εμμένοντας στις διαφωνίες τους επί της κατ’ αρχήν συμφωνίας που συνομολόγησαν προ ημερών οι αρμόδιοι υπουργοί, βάσει της οποίας προβλέπεται έλεγχος των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ από τα κράτη-μέλη πρώτης γραμμής, όπως η Ελλάδα, η Ιταλία, η Μάλτα, η Ισπανία και η Πορτογαλία, και ένας μηχανισμός υποχρεωτικής αλληλεγγύης που υποχρεώνει τις χώρες δεύτερης γραμμής να καταβάλλουν 20.000 ευρώ κατά άτομο σε ταμείο της ΕΕ για κάθε πρόσφυγα ή μετανάστη που δεν γίνεται αποδεκτός από άλλο κράτος-μέλος.
Η Πολωνία ζητούσε, μεταξύ άλλων, να αποφασίζει κάθε χώρα ποιους μετανάστες θα μπορούσε να δεχθεί στα εδάφη της, και η Ουγγαρία να περιληφθεί όρος περί συναίνεσης όλων στο κείμενο, με ευρωπαϊκές διπλωματικές πηγές να σημειώνουν στο Politico πως οι δύο χώρες δεν θα αποκομίσουν κάτι ουσιαστικό με την κίνηση αυτή, απλώς εκφράζουν με τον τρόπο αυτόν τις αντιρρήσεις τους στη συμφωνία για το μεταναστευτικό.
«Διαδικαστικές οι διαφωνίες Πολωνίας – Ουγγαρίας. Η συμφωνία ισχύει ακόμα» λέει ο Ρούτε
Από την πλευρά του, ο Ολλανδός πρωθυπουργός, Μαρκ Ρούτε, ανέφερε σε δηλώσεις του πως «η συμφωνία για το μεταναστευτικό ισχύει. Το θέμα δεν ήταν σήμερα η συμφωνία για το μεταναστευτικό, αλλά ότι δεν αρέσει στην Ουγγαρία και στην Πολωνία ο τρόπος με τον οποίο αποφασίστηκε το σύμφωνο. Είναι τόσο οργισμένοι με αυτό, ώστε λένε ότι δεν θέλουμε κείμενο συμπερασμάτων τώρα».
Μπετέλ: Σε αντίθεση με τις Ευρωπαϊκές Συνθήκες η στάση Πολωνίας – Ουγγαρίας»
Την άποψη ότι η στάση της Πολωνίας και της Ουγγαρίας στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το μεταναστευτικό έρχεται σε αντίθεση με τις Συνθήκες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εξέφρασε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου, Ξαβιέ Μπετέλ, σήμερα το πρωί προσερχόμενος στη Σύνοδο.
«Προτιμώ να μην έχουμε καθόλου συμπεράσματα για τη μετανάστευση, από το να έχουμε άσχημα συμπεράσματα που παραβιάζουν τις Συνθήκες. Δεν είναι αποδεκτό!», δήλωσε ο Ξαβιέ Μπετέλ, σχετικά με τις απαιτήσεις της Πολωνίας και της Ουγγαρίας κατά τη διάρκεια των συνομιλιών στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο. «Έχουμε ήδη μια απόφαση από τους υπουργούς Εσωτερικών και Δικαιοσύνης και τώρα ξαναγυρνάνε πίσω εδώ στο Συμβούλιο. Αυτό είναι πρόβλημα», ανέφερε ο πρωθυπουργός του Λουξεμβούργου. «Υπήρξε απόφαση με ενισχυμένη πλειοψηφία. Δεν γίνεται να γυρνάμε πίσω και να λέμε δεν συμφωνούμε, γιατί έτσι ο καθένας μας θα άνοιγε μια λίστα με παλιές αποφάσεις με τις οποίες δεν συμφωνεί», εξήγησε ο Μπετέλ.
Τα 10+2 δισ. ευρώ για το μεταναστευτικό που είναι υπό διαπραγμάτευση
Την πρώτη ημέρα της συνεδρίασης του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, οι «27» και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προσπάθησαν να καταλήξουν στο ακριβές ποσό που θα πρέπει να καταβληθεί για να αποτραπεί η παράνομη είσοδος μεταναστών στην ΕΕ και παράλληλα να διευκολυνθεί η νόμιμη είσοδος των προσφύγων και η μετεγκατάσταση αυτών, εντός των κρατών -μελών της ΕΕ.
Το ποσό που συζητιέται αφορά πάνω από 10 δισ. ευρώ για τρίτες χώρες, όμορες δηλαδή της ΕΕ, όπως η Τουρκία, η Λιβύη και η Τυνησία, ώστε να αποτρέψουν τις μετακινήσεις ανθρώπων που δεν διαθέτουν νόμιμα έγγραφα και συνεπώς να τους κρατούν στα εδάφη τους, και άλλα 2 δισ. για την ενίσχυση των κρατών – μελών της ΕΕ που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή του μεταναστευτικού, όπως η Ιταλία, η Ελλάδα, η Ισπανία και η Μάλτα.
Τα κράτη – μέλη έχουν διαμοιραστεί σε αυτά που ζητούν αυστηρά μηνύματα κατά των όμορων κρατών που διευκολύνουν τις μεταναστευτικές ροές και σε αυτά που ζητούν μεγαλύτερη συνεργασία. Για παράδειγμα η Γερμανία επιθυμεί όχι απλώς να δοθούν περισσότερα χρήματα σε γειτονικά κράτη, όπως η Τουρκία, που φιλοξενούν τεράστιο αριθμό μεταναστών, αλλά παράλληλα να δοθεί ως δέλεαρ στην Άγκυρα η επικαιροποίηση της τελωνειακής ένωσης ΕΕ – Τουρκίας. Το ζήτημα της Τουρκίας έχει ενδιαφέρον καθώς τα κράτη – μέλη της ΕΕ επιθυμούν μεν μια καλύτερη συνεργασία με τον πρόεδρο Ερντογάν, θέτουν δε ως βάση για περαιτέρω διαπραγματεύσεις την ανάγκη εξομάλυνσης των σσχέσεων της Άγκυρας με την Αθήνα και την Λευκωσία.