Ανάπτυξη της τάξης του 2,2% για φέτος προβλέπει η έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδος που δόθηκε στη δημοσιότητα.

Ειδικότερα, το 2023 η ελληνική οικονομία, σύμφωνα με την Έκθεση του Διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, προβλέπεται ότι θα αναπτυχθεί με ρυθμό 2,2%, πολύ πάνω από το μέσο όρο της ζώνης του ευρώ, αλλά σαφώς χαμηλότερο έναντι του 2022. Η κατανάλωση και οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη.

Ειδικότερα, η εξομάλυνση της κα- ταναλωτικής ζήτησης, οι χαμηλοί ρυθμοί ανόδου του πραγματικού εισοδήματος των νοικοκυριών και η αύξηση των επιτοκίων αναμένεται να οδηγήσουν σε ήπια αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης. Παράλληλα, οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την πορεία των επενδύσεων είναι ιδιαίτερα ευοίωνες, καθώς εκτός από την αύξηση των σχετικών κονδυλίων, προβλέπεται και η ποιοτική τους αναβάθμιση, δεδομένου ότι ολοένα μεγαλύτερο ποσοστό νέων επενδύσεων θα αφορά υπο- δομές (ιδίως στην παραγωγή πράσινης ενέργειας) με υψηλή προστιθέμενη αξία.

Ωστόσο, η υψηλή αβεβαιότητα και οι κίνδυνοι που επικρατούν στο διεθνές χρηματοπιστωτικό περιβάλλον δεν αφήνουν περιθώρια εφησυχασμού. Τυχόν επιδείνωση των χρηματοπιστωτικών συνθηκών ενδέχεται να έχει δυσμενείς επιδράσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση των επιχειρήσεων, στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, αλλά και στη δυναμική αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους σε πολλά κράτη-μέλη.

Η σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους, που αποτελείται κατά περίπου 76% από μεσομακροπρόθεσμες υποχρεώσεις προς τον επίσημο τομέα, αλλά και η εξαιρετικά ευνοϊκή κατανομή των αποπληρωμών λειτουργούν καθησυχαστικά. Εντούτοις, σε ενδεχόμενες συνθήκες γενικευμένης αμφισβήτησης και κλονισμού της εμπιστοσύνης των επενδυτών, δυνητικά θα υπάρξουν επιδράσεις και σε εγχώριο επίπεδο.

Κίνδυνοι

Επιπρόσθετα, η πρόσφατη τραπεζική αναταραχή στις ΗΠΑ και στην Ελβετία κατέδειξε την ταχύτητα μετάδοσης και διάχυσης των κινδύνων στο σύγχρονο χρηματοπιστωτικό περιβάλλον. Οι αδυναμίες μεμονωμένων τραπεζών, υπό συνθήκες κλονισμού της εμπιστοσύνης των επενδυτών και καταθετών, μεγεθύνονται και διαχέονται με μεγάλη ταχύτητα τόσο σε άλλα πιστωτικά ιδρύματα εντός της χώρας όπου εδρεύουν οι τράπεζες αυτές όσο και διεθνώς, λόγω της διασύνδεσης των χρηματοπιστωτικών αγορών παγκοσμίως. Συνεπώς, η διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας απαιτεί την περαιτέρω θωράκιση του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία έτη σημαντικά βήματα προόδου και έχει ισχυροποιηθεί, ώστε να είναι σε καλύτερη θέση να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες διαταραχές και κλυδωνισμούς. Για το εγγύς μέλλον οι προοπτικές προδιαγράφονται θετικές, ωστόσο παραμένουν προκλήσεις, όπως η βελτίωση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού, η επίτευξη διατηρήσιμης κερδοφορίας, η βελτίωση της ποιότητας των ιδίων κεφαλαίων και η περαιτέρω ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας των τραπεζών.

Κόκκινα δάνεια

Η περαιτέρω εξυγίανση του δανειακού χαρτοφυλακίου των ελληνικών τραπεζών αποτελεί τη σημαντικότερη πρόκληση, καθώς το απόθεμα των υφιστάμενων ΜΕΔ, αν και έχει μειωθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια, παραμένει σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συνεπώς, απαιτείται η συνέχιση των ενεργειών προς την κατεύθυνση οριστικής απαλλαγής του τραπεζικού τομέα από το απόθεμα ΜΕΔ, ώστε να ενδυναμωθεί περαιτέρω και να μπορέσει απρόσκοπτα να επιτελέσει τη διαμεσολαβητική λειτουργία χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Επιπρόσθετα, η εμπειρία του παρελθόντος έχει καταδείξει τη σημασία της ορθής και έγκαιρης αποτύπωσης των ΜΕΔ. Συνεπώς, καθώς η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής με την άνοδο των επιτοκίων δυσχεραίνει την αποπληρωμή χρέους από τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, θα πρέπει όλοι οι εμπλεκόμενοι φορείς να εστιάσουν στη λήψη μέτρων για την αποφυγή δημιουργίας νέων ΜΕΔ. Στο πλαίσιο αυτό, οι πρόσφατα εξαγγελθείσες ρυθμίσεις για την προστασία των ευάλωτων, αλλά και την ανταμοιβή των συνεπών δανειοληπτών των τραπεζών κι νούνται προς τη σωστή κατεύθυνση.