Τη σημασία ανάκτησης της επενδυτικής βαθμίδας το ταχύτερο δυνατόν αναμένεται να επισημάνει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Ενδιάμεση Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που θα δώσει σήμερα στη δημοσιότητα.
Στη νέα του παρέμβαση θα υποστηρίξει ότι η επίτευξή της θα δώσει ώθηση στην οικονομία, καθώς θα διευρύνει σημαντικά την επενδυτική βάση και θα επιδράσει ευεργετικά στο κόστος χρηματοδότησης του Δημοσίου, των μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και των τραπεζών.
Ο κεντρικός τραπεζίτης εκτιμά ότι μετά την ανάδειξη αυτοδύναμης κυβέρνησης η χώρα βρίσκεται πολύ κοντά στην εκπλήρωση αυτού του εθνικού, όπως τον έχει χαρακτηρίσει κατ΄ επανάληψη, στόχου.
Ωστόσο, θα σημειώσει πως σημαντικό ρόλο για να έλθει σε σύντομο χρονικό διάστημα η πολυπόθητη αναβάθμιση θα παίξουν οι προγραμματικές δηλώσεις που θα συζητηθούν στη Βουλή την ερχόμενη εβδομάδα.
Κι αυτό διότι παρά τις θετικές μακροοικονομικές προοπτικές, η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει χρονίζοντα διαρθρωτικά προβλήματα, που την καθιστούν περισσότερο ευάλωτη σε πιθανές διαταραχές σε σχέση με άλλες χώρες.
Παραδείγματα τέτοιων εγγενών αδυναμιών αποτελούν οι καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, η γραφειοκρατία και η αναποτελεσματικότητα σε ορισμένους τομείς της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση σε κάποιες βασικές υποδομές, οι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση του εθνικού κτηματολογίου, η ανεπαρκής καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, κενά στο λεγόμενο «τρίγωνο της γνώσης» (παιδεία – έρευνα ‒ καινοτομία) και οι οιονεί ολιγοπωλιακές συνθήκες σε συγκεκριμένες αγορές αγαθών και υπηρεσιών.
Για το λόγο αυτό είναι σημαντικό, κατά τον ίδιο, η εξαγγελία και η εφαρμογή μίας γενναίας μεταρρυθμιστικής πολιτικής, που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για να αντιμετωπιστούν αυτές οι παθογένειες.
Ανάπτυξη 2,2% το 2023
Κατά τα άλλα, ο κ. Στουρνάρας θα επαναλάβει τις εκτιμήσεις των υπηρεσιών της Τράπεζας της Ελλάδος για την ανάπτυξη 2,2% εφέτος και 3% το 2024.
Θα τονίσει ωστόσο την αναγκαιότητα για άσκηση πολιτικών που θα αμβλύνουν τις ανισορροπίες στην οικονομία, όπως το υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Ο επικεφαλής της εγχώριας νομισματικής αρχής θεωρεί ότι η Ελλάδα έχει την ιστορική ευκαιρία να ολοκληρώσει το μετασχηματισμό της οικονομίας της, καθιστώντας την πιο ανθεκτική έναντι μελλοντικών κρίσεων και συγκλίνοντας προς τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Όπως έχει τονίσει σε προηγούμενες τοποθετήσεις του, η εμπειρία από τη δεκαετή κρίση χρέους, η εμπέδωση της αξίας της δημοσιονομικής υπευθυνότητας και η αναγνώριση των ωφελειών από την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, έχουν συμβάλει στην ωρίμανση της ελληνικής κοινωνίας.
Στο πλαίσιο αυτό, θεωρεί ότι η πολιτική βούληση για δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή αξιόπιστων μεταρρυθμίσεων είναι παράγοντας που θα συμβάλει καθοριστικά για να καταστεί η οικονομία σύγχρονη, βιώσιμη, εξωστρεφής και ανταγωνιστική στο σημερινό διεθνές περιβάλλον αστάθειας και αβεβαιότητας.
Εξάλλου, ο κ. Στουρνάρας θα υπογραμμίσει το σημαντικό ρόλο που θα παίξει η υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας για τη διατήρηση υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης του ΑΕΠ τα επόμενα χρόνια.
Η επιτυχής εφαρμογή του θα συντείνει στην περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων και στη διατήρηση και δημιουργία νέων και καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας.
Ο τραπεζικός τομέας
Αναφορικά με το τραπεζικό σύστημα, ο διοικητής της ΤτΕ αναμένεται να αναφερθεί στη σημαντική πρόοδο που έχουν πετύχει οι τράπεζες στην εξυγίανση των ισολογισμών τους, αλλά και στην ενίσχυση της οργανικής τους κερδοφορίας, λόγω της αυστηροποίησης της νομισματικής πολιτικής από την ΕΚΤ.
Ωστόσο, θα επισημάνει και τις προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει ο κλάδος.
Όπως είχε αναφέρει σε προηγούμενη έκθεσή του, βραχυπρόθεσμα η αύξηση των βασικών επιτοκίων της ΕΚΤ, σε συνδυασμό με τις νέες εκταμιεύσεις δανείων κυρίως προς τις επιχειρήσεις στο πλαίσιο της αξιοποίησης των πόρων του Μηχανισμού Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF), ενισχύουν τα καθαρά έσοδα τόκων των τραπεζών.
Ωστόσο, μεσοπρόθεσμα αναμένεται να αυξηθεί το κόστος χρηματοδότησής τους από τις αγορές, λόγω αφενός της σταδιακής αύξησης των επιτοκίων καταθέσεων και αφετέρου του αυξημένου κόστους έκδοσης ομολόγων για την κάλυψη εποπτικών απαιτήσεων (π.χ. MREL).
Ταυτόχρονα, η επιβράδυνση της οικονομικής δραστηριότητας, η αύξηση του κόστους παραγωγής και η μείωση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, σε συνδυασμό με την αύξηση του κόστους εξυπηρέτησης των υφιστάμενων δανείων, θα ασκήσει πιέσεις στη χρηματοοικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων και δύναται να αυξήσει το κόστος πιστωτικού κινδύνου.
Τέλος, από εδώ και στο εξής θα είναι μικρότερη η συμβολή των μη επαναλαμβανόμενων εσόδων στα αποτελέσματά τους.
Από την άλλη, η αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας του Ελληνικού Δημοσίου αναμένεται να διαμορφώσει ευνοϊκό πλαίσιο για τη βελτίωση της διάρθρωσης των χρεογράφων που διακρατούν τα πιστωτικά ιδρύματα, μειώνοντας τον κίνδυνο του χαρτοφυλακίου τους.