Οι καιροί, οι ενοχές, η σκέψη και κυρίως οι πρώτοι στίχοι από το ποίημα «Νέο πνεύμα» του Τζον Άσμπερι: «Σκέφτηκα ότι αν μπορούσα να τα καταγράψω όλα θα ήταν μια καλή λύση. Και μετά έκανα τη σκέψη ότι αν τα παρέλειπα όλα θα ήταν μία άλλη, και πιο αληθινή, λύση» όλα αυτά και τα ανομολόγητα, μου έφεραν στο νου το κείμενο του Ετιέν Μπαλιμπάρ «Σώπαινε ακόμα, Αλτουσέρ!» (περ. Πολίτης, τ.98). Ανέσυρα μάλιστα και από το αρχείο μου ένα χειρόγραφο γράμμα που έλαβα από τον Ντελέζ με ημερομηνία 2/12/91, λίγα χρόνια πριν αυτοκτονήσει. Αλλά τόσο για τον Αλτουσέρ η σιωπή του μετά από τον φόνο της γυναίκας του, όσο και για τον Ντελέζ η μοιραία απόφασή του, δεν ήταν ούτε ιδιωτικές ούτε δημόσιες περιπτώσεις. Είχαν και οι δύο κάτι το βαθιά πολιτικό. Ή καλύτερα, όπως έγραψε ο Μπαλιμπάρ: «αιχμαλώτιζαν κάτι από την πολιτική, τα αποτελέσματα και την σημερινή κατάσταση της».
Πράγματι για τον Αλτουσέρ η απόφαση να σωπάσει υπήρξε «απόφαση ενός νεκρού που ζει μέσα στην φιλοσοφία και μέσα στην πολιτική». Η αυτοκτονία όμως για τον Ντελέζ υπήρξε απόφαση ενός ζωντανού που ταύτισε ένα κατεξοχήν φιλοσοφικό γεγονός (την αυτοκτονία) με έναν αφορισμό της σκέψης, δάνειο από τον Καμύ: «Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα φιλοσοφικό πρόβλημα πραγματικά σοβαρό. Το πρόβλημα της αυτοκτονίας». Γι’ αυτό, υποστήριζε ο Ντελέζ, το να φτάνεις σε ένα μυστικό σημείο όπου το ίδιο το πράγμα είναι ένα ανέκδοτο της ζωής και ένας αφορισμός της σκέψης, και κυρίως το να βρίσκεις ζωτικούς αφορισμούς που είναι επίσης ανέκδοτα της σκέψης, ιδού η πραγματική χειρονομία των φιλοσόφων.
Στον Αλτουσέρ επίσης η σχισματική διαδικασία της σκέψης του – ιδιαίτερο χαρακτηριστικό τόσο του μαρξισμού όσο και της ψυχανάλυσης – συνοψίζεται σε ό,τι ο ίδιος έχει γράψει: «Σε ό,τι αφορά εμάς, συνομολογώ μαζί σας ότι έχουμε έρθει για να σπάσουμε τα μούτρα μας, αλλά με έναν πρωτότυπο τρόπο, που μας ξεχωρίζει από την πλειοψηφία των φιλοσόφων, και γνωρίζοντάς το πολύ καλά: για να εξαφανιστούμε μέσα στην ίδια μας την παρέμβαση» (Philosophie et philosophie spontanée des savants).
Γιατί πράγματι υπάρχει μία «εξαφάνιση» που αντιστοιχεί στην ήττα μας, μέσα στον ίδιο τον αγώνα που δίνουμε με τον τρόπο που υποφέρει ο καθένας, καθημερινά. Αλλά αυτή την ήττα – πληγή οφείλουμε να την εγγράψουμε στην συγκυρία της γενικευμένης ζωοτεχνίας που ζούμε τώρα. Τώρα μάλιστα που, όπως διάβασα, σε διάσημα εστιατόρια των Ηνωμένων Πολιτειών θα σερβίρεται τεχνητό κρέας από τα βλαστοκύταρα ζώων που θα πολλαπλασιάζονται σε βιο-αντιδραστήρα. Κι όλα αυτά για το καλό των ζώων. Αλλά η εποχή που ζούμε είναι μέρος μιας άλλης, επόμενης συγκυρίας όπου θα εμφανιστούν καθαρά πλέον τα αποτελέσματα των βελτιστοποιημένων μας εφαρμογών. Ονομάζω Ιστορία αυτή την διαδοχή συγκυριών και τρόπων. Οι «ποιητές της ήττας» το διέγνωσαν τότε καλύτερα από τους σημερινούς πολιτικούς επιστήμονες των Πανεπιστημίων. Οι τελευταίοι, αντίθετα
από τους αναγνώστες (ακόμη) του Μαρξ, δεν κατανόησαν το περιεχόμενο της θεωρίας του, όπως το συνοψίζει με τα εξής ο Αλτουσέρ: «Ακόμη κι αν οι ιδέες είναι αληθινές και τυπικά παραδεδεγμένες δεν μπορεί ποτέ να ενεργοποιηθούν ιστορικά από μόνες τους, και ενεργοποιούνται μόνον αν μετασχηματιστούν σε μαζικές ιδεολογικές μορφές εμπλεκόμενες στην πάλη των τάξεων» (Le marxisme aujourd’ hui).
Για τον Ντελέζ, η αυτοκτονία υπήρξε μία αληθινή ιδέα που την εφάρμοσε στον εαυτό του. Προέβη με αυτόν τον τρόπο στην «επαναξιολόγηση των αξιών» της ζωής. Υπενθυμίζω εδώ την παράγραφο από το Ο Νίτσε και η φιλοσοφία: «Το κριτικό πρόβλημα είναι η αξία των αξιών, η αξιολόγηση από την οποία πηγάζει η αξία τους, άρα το πρόβλημα της δημιουργίας τους. Η αξιολόγηση oρίζεται ως το διαφορικό στοιχείο των αντίστοιχων αξιών: ένα στοιχείο ταυτόχρονα κριτικό και δημιουργικό.» Διότι – είναι αυτονόητο – οι αξιολογήσεις δεν είναι αξίες αλλά τρόποι ύπαρξης όσων κρίνουν και αξιολογούν. Ποιοι είναι αυτοί οι αξιολογητές της ζωής μας; Το ερώτημα το αφήνω ανοιχτό.
Εδώ και πολλές δεκαετίες αξιολογώ κι εγώ, παίρνοντας όμως το δικαίωμα από την γραφή και την ανάγνωση. Δεν αξιολογώ, γράφω. Δεν κρίνω. Καταθέτω την αυτοκριτική μου ως σκέψη για τις κρίσεις. Γράφω αλλά και διαγράφω πιστεύοντας ότι έτσι αναπτύσσω μία καθαρότερη θέση με την οποία θα μπορούσε να συνδυαστεί η κριτική και η αυτοκριτική, η αλήθεια και το ψεύδος, η ιδεολογία και οι πρακτικές. Το «πρόγραμμα» αυτό (η βελτιστοποίηση των εφαρμογών) εφαρμόζεται ενόψει ενός βέλτιστου επιχειρήματος που αναμένω να προκύψει. Για να διατυπωθεί όμως, οφείλει να απαντά στο ερώτημα «Τι είναι η σκέψη; Πού και από ποιον προέρχεται; Τι οφείλει να σκεφτεί και με ποιο κριτήριο οροσήμανσης ανάμεσα στην σκέψη και το άσκεπτο;»
Διότι η σκέψη οφείλει να σκεφτεί και το άσκεπτο. Τα παθήματα και τα συναισθήματα πάνω στα οποία στηρίζονται οι πολιτικά σκεπτόμενοι αναλυτές μας, οφείλει και αυτά να τα σκεφτεί. Εφαρμόζω κι εγώ στην πράξη μία θεωρία των παθημάτων και των συναισθημάτων, δηλαδή της πολιτικής στις σημερινές κοινωνίες του θεάματος όπου παρακολουθήσαμε εμβρόντητοι το αλαζονικό διάβημα πέντε εκατομμυριούχων να θέλουν να δουν τον Τιτανικό μέσα από ένα βαθυσκάφος ξεπερνώντας ως και τη φιλοδοξία του πλοιάρχου Νέμο. Προτείνω λοιπόν μια «γραφολογία» μέσα από την οποία διακρίνω το γνήσιον της υπογραφής του καθενός και διά της οποίας παρεμβαίνω όχι στις κακώς κείμενες προθέσεις αλλά στο κακό του κείμενο. Συμπεριλαμβάνω αυτή τη γραφολογία στην πολιτική ως «τέχνη του εφικτού» αλλά και του «εφικτού ως κακοτεχνία». Γραφολογία τέλος, διότι το θερμόμετρο της προσωπικότητας είναι η γραφή του καθενός μας. Αυτή η σύνθεση παθημάτων και αισθημάτων επέχει θέση γλώσσας. Πώς για παράδειγμα ένας πολιτικός μπορεί να γράψει «είμαι αισιόδοξος» ή «είμαι ταπεινός»; Και πώς ένας επηρμένος, «είμαι ταπεινός»;
Μια εφαρμογή αυτής της γραφολογίας υπήρξε και η ανάγνωση του άρθρου της Δήμητρας Κρουστάλλη στο “Βήμα” (21-06-23). Ποιά είναι η “δήλωση” και ποιές οι “συμπαραδηλώσεις” του κειμένου της, παραμονές των εκλογών; Η επανασήμανση μάλιστα, εκ μέρους της της έννοιας της
“κυριαρχίας” με υποχρέωσε να κατανοήσω τί μου υποβάλλεται από το άρθρο ήδη πριν ξεκινήσω την ανάγνωσή του: η επιφύλαξη απέναντι σε μια Βουλή με ανύπαρκτη εκ των πραγμάτων αντιπολίτευση. Το σύνθετο ερώτημα που έθεσε, γράφοντας για την έννοια της απόλυτης κυριαρχίας –μιας κυριολεκτικά πρωτόγονης αντίληψης της εξουσίας – ήταν το ακόλουθο: «Αρκούν οι καλές προθέσεις ενός ανθρώπου και του συστήματος εξουσίας που τον στηρίζει, ώστε να καμφθούν τα αντίβαρα της εξουσίας για το καλό της Δημοκρατίας; Γίνεται να υπάρξει Δημοκρατία με το ζόρι;» Προσθέτω: Είναι αναμενόμενος ένας πολιτικός Μεσσίας μιας κοινοβουλευτικής αυτοδυναμίας μετά από έναν εκλογικό -ρωμαϊκό σχεδόν- θρίαμβο;
Αν η αδιανόητη φράση για την γραμματική «είμαι νεκρός» τεθεί αναλογικά με τη φράση «είμαι κυρίαρχος» για την Δημοκρατία, τότε η Δημοκρατία γίνεται α-πολυταρχία και η γραμματική, α-γράμματη. Οι εφαρμογές δεν βελτιώνουν τίποτα και επέρχεται το delete.
ΥΓ. Διερωτώμαι εάν αυτό το 13% δεξιά της ΝΔ αρχίζει ήδη μέσα στην ΝΔ, από τα δεξιά της ΝΔ. Διότι το ζήτημα δεν είναι προφανώς χωροταξικό αλλά καιροσκοπικό, χωρίς να αποκλείεται η θεωρία της εξέλιξης των ειδών ως δικαιολογία – αν και η τελευταία αφορά εν γένει τα ζώα. Ο πολιτικός μάλιστα, που εμφανίζεται ιδεολογικά «εξελιγμένος», δεν θα μπορέσει ποτέ να κρύψει το «τραύμα» αυτής της σταδιακής όσο και στερητικής του «μετάβασης». Τα υστερικά του συμπτώματα μαρτυρούν επί σκηνής μία επιθυμία. Τα ψυχαναγκαστικά του, μια τιμωρία για την πραγματοποίηση της επιθυμίας αυτής. Αλλιώς κάθεται σπίτι του σαν τον Καρατζαφέρη. Χωρίς να αποκλείεται και η επάνοδος στην τηλεόραση. Προσθέτω πως με έναν κυκλικό συλλογισμό μάλιστα -όπου η προς απόδειξη πρόταση περιλαμβάνεται ήδη εμμέσως στη συλλογιστική της υπόθεσης- τη Ζωή, στα αριστερά της ΝΔ, θα μπορούσε να την τοποθετήσει κανείς στα δεξιά της. Ο κύκλος είναι προφανώς φαύλος, αλλά δεν είναι και το σύστημα;