Στις 27 Ιουνίου του 1941 γεννήθηκε μία από τις πιο ξεχωριστές προσωπικότητες του ευρωπαϊκού κινηματογράφου, ο πολωνός σκηνοθέτης Κριστόφ Κισλόφσκι.
Πολυβραβευμένος από τα μεγαλύτερα Ευρωπαϊκά Φεστιβάλ και πολύ αγαπητός στο κινηματογραφικό κοινό, άφησε το στίγμα του στην 7η Τέχνη με ταινίες όπως ο Δεκάλογος (1989), H διπλή ζωή της Βερόνικα (1991) και η τριλογία Tρία χρώματα (1993 – 1994).
O Κισλόφσκι πέθανε στις 13 Μαρτίου 1996, σε ηλικία 55 ετών, κατά τη διάρκεια εγχείρησης ανοιχτής καρδιάς.
Mε αφορμή τον θάνατό του, «TO BHMA» της 24ης Μαρτίου 1996, ανασύρει «στιγμές από τη ζωή του πολωνού σκηνοθέτη, μέσα από συνεντεύξεις και αυτοβιογραφικά του κείμενα που επιλέχθηκαν από τον βιβλίο Ο Κισλόφσκι για τον Κισλόφσκι των εκδόσεων “Καστανιώτη”» όπου ο Κισλόφσκι «μιλά για ιδέες και ανθρώπους, για την καθημερινή πραγματικότητα, για τον κόσμο στον οποίο έζησε».
Μία στο χέρι
«Πολλά πράγματα στη ζωή εξαρτώνται από το ποιος σου έδωσε μια στο χέρι όταν ήσουν μικρός, στο τραπέζι, την ώρα του πρωινού. Θέλω να πω, ποιος ήταν ο πατέρας σου, ποια ήταν η γιαγιά σου, ποιος ήταν ο παππούς σου – και γενικά, το περιβάλλον στο οποίο μεγάλωσες.
»Έχει πολύ μεγάλη σημασία, γιατί ο ίδιος άνθρωπος που σου έδωσε μια στο χέρι, όταν ήσουν τεσσάρων ετών, επειδή έκανες μιαν αταξία στο τραπέζι, είναι ο ίδιος που, αργότερα, σου άφησε εκείνο το πρώτο βιβλίο στο κομοδίνο σου ή σου το ‘κανε δώρο τα Χριστούγεννα.
»Κι εκείνα τα βιβλία ήταν που μας διέπλασαν – τουλάχιστον εμένα. Μ’ έμαθαν πράγματα, μ’ έκαναν ευαίσθητο σε κάτι. Τα βιβλία που διάβασα, ιδίως όταν ήμουν μικρός, μ’ έκαναν αυτό που είμαι.
»Σε όλη την παιδική μου ηλικία, κάποιο πρόβλημα είχαν οι πνεύμονές μου, και κινδύνευα να πάθω φυματίωση. Φυσικά, έπαιζα συχνά μπάλα ή έκανα ποδήλατο, όπως όλα τ’ αγόρια, αλλά επειδή ήμουν άρρωστος, περνούσα πολλές ώρες σκεπασμένος με μια κουβέρτα σ’ ένα μπαλκόνι ή μια βεράντα, αναπνέοντας τον καθαρό αέρα.
»Έτσι, είχα πάρα πολύ καιρό για διάβασμα. Στις αρχές, όταν δεν ήξερα ακόμα ανάγνωση, μου διάβαζε η μητέρα μου. Ύστερα έμαθα να διαβάζω αρκετά γρήγορα. Διάβαζα ακόμη και τις νύχτες, στο φως ενός κεριού ή ενός αδύναμου φακού, κάτω από το σκέπασμά μου, μέχρι τα ξημερώματα, μερικές φορές.
Η μεγάλη απόφαση
«Ένα από τα πράγματα που κέντρισαν τη φιλοδοξία μου συνέβη αμέσως μετά τη δεύτερη φορά που έδωσα εισαγωγικές εξετάσεις για τη σχολή. Γύρισα σπίτι, τηλεφώνησα στη μητέρα μου και κανονίσαμε να συναντηθούμε στη Βαρσοβία, κοντά στις κυλιόμενες σκάλες της Πλατείας Κάστρου (Palc Zamkowy).
»Εκείνη θα πρέπει να ήταν σχεδόν βέβαιη ότι θα τα κατάφερνα να μπω στη σχολή κινηματογράφου, αλλά εγώ ήδη ήξερα ότι είχα αποτύχει. Εκείνη έφτασε στο πάνω μέρος της σκάλας. Εγω, στο κάτω. Ανέβηκα και βγήκα έξω. Έβρεχε με το τσουβάλι. Και η μητέρα μου στεκόταν εκεί, βρεγμένη ως το κόκαλο. Της είχε κοστίσει πάρα πολύ που δεν πέρασα ούτε τη δεύτερη φορά. “Κοίτα”, μου είπε, “μπορεί να μην είσαι φτιαγμένος γι’ αυτό το πράγμα”. Και δεν ξέρω αν έκλαιγε ή αν ήταν οι σταγόνες της βροχής που κυλούσαν στο πρόσωπό της, αλλά ένιωσα να με πνίγει η λύπη όταν την είδα τόσο βαθιά θλιμμένη.
»Και τότε ήταν που πήρα απόφαση να μπω στη σχολή κινηματογράφου, ό,τι κι αν γινόταν. Θα τους έδειχνα ότι ήμουν φτιαγμένος γι’ αυτό το πράγμα, μόνο και μόνο επειδή ήταν τόση η θλίψη της. Εκείνη ήταν η στιγμή που πραγματικά το αποφάσισα.
Ζηλεύοντας πας στα όνειρά σου
»Ορισμένες ταινίες έχουν μείνει στη μνήμη μου, απλώς και μόνο επειδή είναι όμορφες. Τις θυμάμαι επειδή πάντα πίστευα ότι ποτέ δεν θα μπορούσα να φτιάξω κάτι σαν κι αυτές σε όλη τη ζωή μου (αναμφισβήτητα, εκείνες είναι οι ταινίες που μας κάνουν πάντα τη μεγαλύτερη εντύπωση), όχι λόγω ελλείψεως χρημάτων ή επειδή δεν θα είχα τα μέσα ή τους τεχνικούς, αλλά επειδή δεν είχα αρκετή φαντασία, ευφυΐα ή το ταλέντο που χρειαζόταν.
»Πάντα έλεγα ότι δεν θα ήθελα ποτέ να δουλέψω σαν βοηθός κανενός, αλλά, αν μου το ζητούσε ο Ken Loach, λ.χ. Ευχαρίστως θα του έψηνα καφέδες. Είδα τον Κen στη σχολή κινηματογράφου και κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή ότι δεν θα είχα καμία αντίρρηση να του φτιάχνω τους καφέδες του.
»Δεν ήθελα να γίνω βοηθός του ή κάτι τέτοιο – απλώς, θα του πήγαινα τον καφέ του, για να μπορώ να παρακολουθώ όλες τις κινήσεις του. Το ίδιο ίσχυε και ως προς τον Orson Welles, τον Fellini και, μερικές φορές, τον Bergman.
»Υπήρχαν καταπληκτικοί σκηνοθέτες κάποτε. Τώρα, όμως, ή έχουν πεθάνει ή έχουν σταματήσει να γυρίζουν ταινίες. Όλοι αυτοί ανήκουν στο παρελθόν – στην εποχή των μεγάλων προσωπικοτήτων του κινηματογράφου.
»Όταν έβλεπα αυτές τις σπουδαίες ταινίες, δεν ζήλευα. Μπορούμε να ζηλέψουμε μόνο κάτι το οποίο – θεωρητικά, τουλάχιστον – είναι μέσα στα όρια των δυνατοτήτων μας. Αυτό μπορούμε να το ζηλέψουμε, όχι κάτι που δεν μας είναι εφικτό.
»Δεν είχαν τίποτα το κακό τα αισθήματά μου. Αντίθετα, ήταν πολύ θετικά: ένας απεριόριστος θαυμασμός για το ότι κάτι τέτοιο ήταν δυνατόν να γίνει και μια πεποίθηση ότι αυτό το κάτι θα ‘μενε για πάντα πέρα από τα όρια των δικών μου δυνατοτήτων.
Δυστυχώς πέθανε
»Ο Αντρέι Ταρκόφσκι υπήρξε ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες των τελευταίων χρόνων. Πέθανε, όπως οι περισσότεροι απ’ αυτούς.
»Θέλω να πω ότι οι περισσότεροι απ’ αυτούς έχουν πεθάνει ή δεν γυρίζουν πια ταινίες. Ή, να το πω διαφορετικά, κάποια στιγμή έχασαν για πάντα κάτι, μια συγκεκριμένη ατομικότητα στη φαντασία τους, την ευρηματικότητά του ή τον τρόπο με τον οποίο διηγούνταν μια ιστορία.
»Ο Ταρκόφσκι ήταν οπωσδήποτε ένας από εκείνους που δεν είχαν χάσει αυτό το χάρισμα. Δυστυχώς, πέθανε. Ίσως επειδή δεν μπορούσε να ζήσει άλλο. Αυτός είναι και ο λόγος που πεθαίνουν συνήθως οι άνθρωποι. Εμείς μπορούμε να λέμε ότι ήταν καρκίνος ή έμφραγμα ή αυτοκινητιστικό δυστύχημα, αλλά συνήθως, στην πραγματικότητα, ο άνθρωποι πεθαίνουν επειδή δεν μπορούν να συνεχίσουν να ζουν.
»Πάντα με ρωτούν σε συνεντεύξεις ποιοι σκηνοθέτες μ’ έχουν επηρεάσει περισσότερο. Δεν ξέρω τι απάντηση να δώσω. Είναι πιθανότατα τόσο πολλοί, για τόσο πολλούς λόγους, που δεν μπορώ να τους κατατάξω.
»Όταν με ρωτούν οι δημοσιογράφοι, πάντα τους λέω: “O Shakespeare, o Nτοστογέφσκι, ο Kafka”. Ξαφνιάζονται και με ρωτούν, αν είναι σκηνοθέτες. “Όχι, τους λέω, “συγγραφείς”. Και είναι σαν να λέω ότι θεωρώ τη λογοεχνία σημαντικότερη από τον κινηματογράφο».