Μπορεί η Χ.Α. να έχει διαλυθεί. Μπορεί το κόμμα του Κασιδιάρη να τέθηκε εκτός εκλογικής κούρσας, καθώς η ολομέλεια του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, απαγόρευσε τη συμμετοχή του στις κάλπες της 21ης Μαΐου -γεγονός που σχολιάζεται αρνητικά από έγκυρους συνταγματολόγους στο ΒΗΜΑ. Αλλά το ασφαλές συμπέρασμα που προκύπτει από τα στοιχεία των εκλογών του Μαΐου είναι ένα: ενισχύθηκε ο χώρος δεξιότερα της Νέας Δημοκρατίας. Η συζήτηση πάντως προκλήθηκε όχι τόσο για το συνολικό του εκλογικό μέγεθος, όσο για την εντυπωσιακή πολυμορφία του.
Κύριοι εκφραστές αυτής της ψήφου αποτέλεσαν ξανά η Ελληνική Λύση, παρουσιάζοντας αύξηση της εκλογικής της δύναμης σχεδόν κατά μία μονάδα (4,5% από 3,7% το 2019), καθώς επίσης το νεοεμφανιζόμενο κόμμα-έκπληξη Νίκη, το οποίο με μία εντυπωσιακή δημοσκοπική άνοδο, ειδικά την τελευταία εβδομάδα πριν τις εκλογές, πλησίασε το όριο εισόδου στη βουλή (2,9%). Συνυπολογίζοντας δε και μικρότερα ακροδεξιά κόμματα (Εθνική Δημιουργία, Κίνημα 21, ΕΑΝ κ.λπ.), το σύνολο της ακροδεξιάς ψήφου ανήλθε στα επίπεδα του 9%-10%. Ποσοστό πρωτόγνωρο; Όχι πραγματικά, αν συγκριθεί με τις ανάλογες εκλογικές καταγραφές της περιόδου 2012-2015.
Το εντυπωσιακό ωστόσο στοιχείο ήταν ο ιδιαίτερος γεωγραφικός εντοπισμός αυτού του εκλογικού ρεύματος στη Βόρεια Ελλάδα, όπου τα αθροιστικά ποσοστά των δύο προαναφερόμενων σχηματισμών άγγιξαν το 13% στην Κ. Μακεδονία. Το γεγονός, σύμφωνα με ειδικούς αναλυτές, συνδέει εν πολλοίς την εκλογική τους επιρροή τόσο με το προηγηθέν Αντιεμβολιαστικό Κίνημα, όσο και με το έντονο φιλορωσικό ρεύμα, που εκδηλώθηκε μετά τον πόλεμο στην Ουκρανία, συνδεόμενα και τα δύο με τη δράση θρησκευτικών ή παραεκκλησιαστικών οργανώσεων στις ίδιες περιοχές.
Λιγότερο ωφελημένα αντιθέτως φάνηκε να είναι τα δύο κόμματα, σε εθνικό επίπεδο, από την άντληση της εναπομείνασας εκλογικής βάσης της Χρυσής Αυγής του 2019 (2,9%), ο κύριος όγκος της οποίας είχε προηγουμένως στραφεί δημοσκοπικά προς το κόμμα Έλληνες του Ηλία Κασιδιάρη, που απαγορεύτηκε.
Αιφνίδια άνοδος για τους Σπαρτιάτες
Πού διοχετεύτηκαν αυτές οι ψήφοι, επομένως, τελικά; Το 1/3 των συγκεκριμένων ψηφοφόρων (ειδικά σε Νότια Ελλάδα και Αττική) μετακινήθηκαν προς τη Νέα Δημοκρατία, ενώ ισοδύναμη περίπου ήταν η ωφέλεια της Ελληνικής Λύσης και πολύ μικρότερη (αν και διακριτή) η ενίσχυση μικρότερων κομμάτων, κυριότερα εκ των οποίων η Νίκη, αλλά και η Πλεύση Ελευθερίας της Ζωής Κωνσταντοπούλου.
Το καινούργιο στοιχείο βεβαίως της αναμέτρησης του Μαΐου είναι η εμφάνιση του κόμματος Σπαρτιάτες, του μόνου μέχρι σήμερα που είχε ρητά την υποστήριξη του Ηλία Κασιδιάρη και το οποίο αυτή την τελευταία εβδομάδα εμφανίζει μια αιφνίδια άνοδο της εκλογικής του επιρροής, ανάλογη με εκείνη της Νίκης τον Μάιο. Αλλά με το επίκεντρο της απήχησής του αυτή τη φορά λογικά να εντοπίζεται περισσότερο στη Νότια (και ίσως την Κεντρική) Ελλάδα, γεγονός που θεωρητικά αυξάνει τα περιθώρια ενίσχυσής του μέχρι την ημέρα των εκλογών, με την κατάληξη της να αποτελεί το νέο μεγάλο εκλογικό ερωτηματικό.
To πλειοψηφικό (9-1) «μπλόκο», από την Ολομέλεια του Α1 Πολιτικού Τμήματος του Αρείου Πάγου, στο «Εθνικό Κόμμα Έλληνες», του καταδικασμένου πρώην υπαρχηγού της Χρυσής Αυγής Ηλία Κασιδιάρη, που απαγόρευσε τη συμμετοχή του στις εθνικές εκλογές της 21ης Μαΐου 2023, ενώ οι τελευταίες δημοσκοπήσεις έδειχναν ότι είχε αναπτύξει δυναμική εισόδου στην Βουλή, είχε πάντως ανάψει νωρίτερα έντονο δημόσιο διάλογο. Για «πολιτική απρέπεια», έκανε μάλιστα χωρίς περιστροφές λόγο, μιλώντας στο ΒΗΜΑ, ο Γιάννης Ζ. Δρόσος, Ομότιμος Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Σχολή Αθηνών, εκφραζόμενος κι «επιεικώς», όπως διευκρίνισε, σχολιάζοντας τον τρόπο που «αντιμετωπίσθηκε το θέμα από την κυβερνητική πλειοψηφία». Δεν δίστασε να αναφερθεί μάλιστα ο καθηγητής ακόμη και σε «συνταγματικές πονηριές».
«Ενώ υπήρχε χρόνος και λόγος, π.χ. κατά τις συζητήσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2019 (τότε η Χρυσή Αυγή βρίσκονταν ήδη στην άγουσα προς το δικαστήριο, ενώ ήδη είχε ανασταλεί π.χ. και η κρατική της χρηματοδότηση κ.λπ.), αλλά και μετά την καταδίκη της Χρυσής Αυγής, το φθινόπωρο του 2020, οι σχετικές πρωτοβουλίες ήρθαν με ιδιαίτερη καθυστέρηση, ενόψει εκλογικών υπολογισμών και με προφανή σκοπό να εμφανισθεί η αντιπολίτευση να συμπλέει, έστω σε “θεσμικό: επίπεδο, με τους καταδικασμένους εγκληματίες ναζιστές», σημείωνε ο ομότιμος καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου,
Επειδή ωστόσο δεν θεωρεί, ο κύριος Γιάννης Ζ.Δρόσος, «για καμία πλευρά», «ορθό» να ενταχθεί η περίπτωση στα «κύρια προεκλογικά διακυβεύματα», επέλεξε, κατά την τοποθέτησή του στο ΒΗΜΑ, να περιοριστεί «σε μερικές νομικές επισημάνσεις», επιφυλασσόμενος για ουσιαστικότερες αναλύσεις σε «πιο κατάλληλη στιγμή».
«Βαθιά τομή»
Με τις νομοθετικές ρυθμίσεις των άρθρων 93 και 94 του ν. 4804/2021, 102 του ν. 5019/2023 και 35 του ν. 5043/2023 και την απόφαση 8/2023 του Α’ Τμήματος του Αρείου Πάγου, σύμφωνα με τον ειδικό «δρομολογείται μια βαθιά τομή στην ως τώρα κατανόηση και εφαρμογή του άρθρου 29 του Συντάγματος».
Και το επεξηγεί: «Ως τώρα, το άρθρο 29 του Συντάγματος έθετε το θεμέλιο για την συμμετοχή με ισότιμο τρόπο όλων των κομμάτων που πληρούσαν τις τυπικές προϋποθέσεις για να σχηματίσουν εκλογικούς συνδυασμούς». Και όχι μόνον: «Εθεωρείτο ότι εφόσον τα εξωτερικά τυπικά στοιχεία πληρούνται, τότε καθ΄ εαυτή η συμμετοχή κόμματος, οποιουδήποτε κόμματος, στις εκλογές και γενικότερα η εντός των συνταγματικών πλαισίων δραστηριότητά του είναι επαρκής για να καταδείξει ότι «η οργάνωση και η δράση» του «εξυπηρετεί την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος»».
«Αρκούσε, δηλαδή, να τηρείται η εξωτερική νομιμότητα των συνταγματικών διαδικασιών του πολιτεύματος μας. Την πολιτική ουσία των κατερχομένων συνδυασμών θα την κρίνουν οι εκλογείς», επεξηγεί.
«Κάθε καρυδιάς καρύδια»… υποψήφιοι στις εκλογές
Με βάση αυτήν ακριβώς την «φιλελεύθερη θεώρηση», συνεχίζει ο ομότιμος καθηγητής στη Νομική Σχολή Αθηνών, κατέρχονταν στις εκλογές «κάθε καρυδιάς καρύδια», μεταξύ των οποίων και «η Εθνική Πολιτική Ένωσης (ΕΠΕΝ), η οποία, με ιδρυτή και ομολογούμενο αρχηγό τον έγκλειστο, μετά από αμετάκλητη καταδίκη για έσχατη προδοσία δικτάτορα Παπαδόπουλο, κατήλθε πέντε φορές σε εθνικές εκλογές -με αμελητέο αποτέλεσμα- και τρεις σε Ευρωεκλογές, όπου όμως, το 1984, εξέλεξε έναν ευρωβουλευτή».
Αντιμετωπιζόμενη «ως παραδοξότητα, μεταξύ γραφικότητας και σιχασιάς», η εμφάνιση, και αυτοδιάλυση το 1996, του κόμματος αυτού, επισημαίνει ο κύριος Δρόσος, «δεν γέννησε θέμα απαγόρευσης είτε του ίδιου –πράγμα που πάντως δεν επιτρέπει το Σύνταγμα-, είτε απαγόρευσης της συμμετοχής του στις εκλογές».
Τα πράγματα άλλαξαν, τονίζει ο συνομιλητής μας, «με την εμφάνιση μιας εγκληματικής οργάνωσης που, υπό το όνομα Χρυσή Αυγή, κατήλθε στις εκλογές και, μέσα σε συνθήκες άγριας οικονομικής κρίσης, παρέσυρε μάλιστα αξιόλογο αριθμό ψηφοφόρων. Η έννομη τάξη ενεργοποιήθηκε, συνέλαβε την ηγεσία της οργάνωσης αυτής και το δικαστήριο έκρινε ότι η Χρυσή Αυγή είχε τα χαρακτηριστικά της εγκληματικής οργάνωσης, κατά το άρθρο 187 του Ποινικού Κώδικα, και έστειλε την κομματική και κοινοβουλευτική της ηγεσία στη φυλακή . Άρα το σχήμα αυτό απέβαλε τα χαρακτηριστικά του κόμματος», συνοψίζει.
Χωρίς αντίστοιχο ελληνικό προηγούμενο
Το ζήτημα που τέθηκε, λοιπόν, είναι, υπογραμμίζει ο κ.Δρόσος, «αν είναι συνταγματικώς επιτρεπτό να μην μετέχει με συνδυασμούς στις εκλογές ένα άλλο, νεοπαγές και με άλλο όνομα κόμμα, το οποίο όμως έχει οργανωτική και πολιτική σύνδεση με τους καταδικασμένους για την συμμετοχή στην παραπάνω εγκληματική οργάνωση».
Με βάση τις παραπάνω νομοθετικές ρυθμίσεις, συμπεραίνει, «αυτό δεν είναι πλέον επιτρεπτό, τούτο δε δέχθηκε και το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου, με την γνωστή παραπάνω απόφασή του».
Η απόφαση αυτή, που «κατά κυριολεξία δεν είναι δικαστική απόφαση, αλλά απόφαση δικαστικού σχηματισμού με κυρίως διοικητικής υφής χαρακτήρα –άρα απόφαση που ίσως οδηγηθεί σε δικαστικό έλεγχο είτε από το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο ως εκλογοδικείο ή και από άλλα δικαστήρια- εφάρμοσε τις παραπάνω νομοθετικές διατάξεις και ουσιαστικά διαχώρισε το θέμα της απαγόρευσης της λειτουργίας ενός κόμματος από την συμμετοχή, με συνδυασμούς, στις εκλογές αυτού του μη απαγορευμένου καθ΄ εαυτό κόμματος», προσθέτει ο κύριος Δρόσος. «Δηλαδή αφαίρεσε από το κόμμα έναν βασικό λόγο ύπαρξής του, την επιδίωξη της ψήφου των πολιτών. Το εάν αυτό είναι επιτρεπτή συνέπεια της ρήτρας του άρθρου 29 παρ. 1 του Συντάγματος, που θέλει τα κόμματα να εξυπηρετούν την ελεύθερη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος ή όχι είναι το κύριο συνταγματικό ζήτημα, για το οποίο δεν υπάρχει αντίστοιχο ελληνικό προηγούμενο», προσθέτει, σημειώνοντας ότι «ανεξάρτητα από το παραπάνω κεντρικό ζήτημα, με την απόφασή του αυτή, το Α’ Τμήμα του Αρείου Πάγου παραπήρε φόρα και επεκτάθηκε και σε αποκλεισμούς άλλων σχηματισμών, αρκετές φορές χωρίς πειστικά επιχειρήματα».
Όπως ήδη ανέφερε, ο Ομότιμος Καθηγητής του Συνταγματικού Δικαίου, κι επαναλαμβάνει εμφατικά «επ’ ουδενί δεν θέλω να συμβάλω στο να γίνει το ζήτημα προεκλογικό διακύβευμα. Υπάρχουν άλλα ουσιωδέστερα. Μπορώ όμως επίσης να σημειώσω ότι δεν μπορεί να είναι επιτρεπτό ο ρατσιστικός και ναζιστικός λόγος, που με βάση ισχύουσα ελληνική και ευρωπαϊκή νομοθεσία και νομολογία, δεν είναι επιτρεπτός, να γίνεται επιτρεπτός αν εμφανισθεί, υπό την συγκεκριμένη οργανωτική μορφή, ως εκλογικός λόγος».
Τούτο για τον ίδιο ακριβώς, καταλήγει, λόγο, για τον οποίο «δεν είναι επιτρεπτό σε μία εγκληματική οργάνωση, της οποίας η θέση είναι, μετά από δικαστική απόφαση, στην φυλακή, να εξέλθει αυτής υπό τον μανδύα πολιτικού κόμματος. Όλα τα άλλα, την κατάλληλη στιγμή!».