Τα όσα προσάπτει ο Ριβαρόλ στην «σύγχρονη» φιλοσοφία της εποχής του ισχύουν επακριβώς για την Ελληνική εκπαιδευτική πολιτική. Όμως, κάθε φορά που σκέφτομαι το πρόβλημα της Ελληνικής Παιδείας, ο νους μου επίσης πηγαίνει σε ένα φαινομενικά άσχετο απόσπασμα του Σαμφόρ, ο οποίος βρισκόταν στο αντίπαλο πολιτικό στρατόπεδο: «Δεν είσαι έξυπνος μόνο και μόνο επειδή σου κατεβαίνουν πολλές ιδέες, όπως και δεν είσαι καλός στρατηγός μόνο και μόνο επειδή διαθέτεις πολλούς στρατιώτες» (Αποσπ. 170). Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι, με μία ελάχιστη προσαρμογή, για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα θα μπορούσε να ειπωθεί κάτι ανάλογο: «Μία εκπαιδευτική πολιτική δεν είναι επαρκής μόνο και μόνο επειδή επιβάλλει πολλά μέτρα». Σχεδόν όλες οι εκπαιδευτικές μεταβολές και μεταρρυθμίσεις των Ελληνικών κυβερνήσεων από την κατάλυση της δικτατορίας μέχρι σήμερα είναι αποτέλεσμα έντονων, άνευ λόγου και ουσίας διαξιφισμών. Αν κάτι δεν αλλάζει αυτό είναι τα θύματα: οι μαθητές. Δυστυχώς η Παιδεία και ο Πολιτισμός δεν αντιμετωπίζονται με την πρέπουσα βαρύτητα και σοβαρότητα από το πολιτικό σύστημα, ενώ είναι ακριβώς τα πεδία εκείνα στα οποία θα έπρεπε να υπάρχουν σύμπνοια, συνέργειες και κοινοί στόχοι.
Ας θυμηθούμε, άλλωστε, ότι μία από τις μεγαλύτερες και ουσιαστικότερες μεταρρυθμίσεις στην Παιδεία έγινε επί Γεωργίου Παπανδρέου με την συμβολή στοχαστών και επιστημόνων όπως ο Παπανούτσος, ο Κακριδής και ο Ακρίτας σε συνεννόηση με πρόσωπα από την «άλλη πλευρά» όπως οι Π. Κανελλόπουλος, Κ. Τσάτσος κ.α. Σε κάθε περίπτωση, τα επιτεύγματα στον Πολιτισμό και οι εμβληματικές στιγμές της Τέχνης δημιουργήθηκαν από συντροφιές οι οποίες, στην καλύτερη μορφή τους, προϋποθέτουν την συνύπαρξη και σύμπραξη προσώπων με ιδεολογικές και άλλες διαφορές. Από τότε οι ανέμπνευστες πολιτικές, οι πειραματισμοί και οι άνευ λόγου, στόχου και ουσίας αλλαγές, με τροχοπέδη τον φτηνό συνδικαλισμό και τον άκρατο κομματισμό, μας οδήγησαν στην έλλειψη κοινωνικής παιδείας -κουλτούρας αν θέλετε- σε «αστοιχείωτους δασκάλους» και αγράμματους αποφοίτους πανεπιστημίων. Δεν είναι αναγκαίο να ανατρέξω στις έρευνες που δείχνουν ποιο είναι το επίπεδο των τελειοφοίτων των Γυμνασίων και Λυκείων, των άλλοτε εξαταξίων Γυμνασίων, γιατί έχω πλήθος παραδείγματα από τον χώρο του βιβλίου: συνάντησα μεταπτυχιακό του Παντείου που δεν γνώριζε τον Φουκώ και τον Ντεριντά ούτε ως ονόματα και συγγραφέα-πανεπιστημιακό που παρουσίασε το βιβλίο του με ελληνικά επιπέδου «τηλεοπτικού νούμερου»!
Η Παιδεία και ο Πολιτισμός έπρεπε εδώ και δεκαετίες να έχουν καταστεί ο πραγματικός μοχλός ανάπτυξης και το λέω αυτό σε όλους όσους διακατέχονται απλώς από διαχειριστική λογική αλλά η έννοια και λογική της ανάπτυξης που προτάσσουν είναι κενή περιεχομένου. Για να έχεις όμως σοβαρά -πόσο μάλλον λαμπρά- αποτελέσματα σε αυτά τα πεδία πρέπει να αρχίσεις από την βάση και τα βασικά, να μελετήσεις, να σχεδιάσεις, να πολεμήσεις σκληρά για το μέλλον. Πόση θλίψη μας δημιουργούν, οι εικόνες της προεκλογικής περιόδου με τον λαϊκισμό να αγγίζει το ζενίθ στα δύο στρατόπεδα με θύματα τους μαθητές και τους υποψήφιους της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.
Συχνότατα, όπως στην περίπτωση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, πειραματισμοί οι οποίοι τίθενται σε εφαρμογή με καλές προθέσεις, σκάνε σαν απασφαλισμένες χειροβομβίδες στα χέρια των κυβερνήσεων και υπονομεύουν ολόκληρο το εκπαιδευτικό σύστημα. Άλλωστε, κατά το αγγλικό ρητό, «ο δρόμος προς την κόλαση είναι στρωμένος με καλές προθέσεις». Αυτό θα πρέπει να αποδοθεί στο γεγονός πως η διαδικασία σχεδιασμού της εκπαιδευτικής αλλαγής υπονομεύεται καίρια από τους προαναφερθέντες διαξιφισμούς αλλά και την επιθυμία της εκάστοτε κυβέρνησης να καταστήσει τον κάθε εκπαιδευτικό πειραματισμό προνομιακό πεδίο έκφρασης της συνολικής πολιτικής της στοχοθεσίας. Έτσι το συνολικό εφαρμόζεται στο μερικό χωρίς την προσήκουσα περίσκεψη και προσαρμογή. Από την σκοπιά αυτή η εισαγωγή της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής συνιστά χαρακτηριστικό παράδειγμα.
Γνωρίζουμε ότι υπήρξαν εισηγήσεις για ανασχεδιασμό και κλείσιμο τμημάτων άνευ λόγου ύπαρξης και μείωση αριθμού εισακτέων που λογικά θα έλυνε πολλά ζητήματα. Η αρχική ιδέα ήταν η εισαγωγή Ελάχιστης Βάσης με συντελεστή 0,65 (δηλαδή με τους μέχρι σήμερα μέσους όρους γύρω στα 7000 μόρια. Για την ιστορία όμως και εκ του αποτελέσματος, χωρίς να λυθούν προβλήματα που χρόνιζαν και ενώ το υπουργείο υπολόγιζε και σε άλλες αλλαγές, ανακοινώθηκε η εν λόγω αλλαγή εν μέσω σχολικής χρονιάς με τα σχολεία κλειστά και την κοινωνία στα πατώματα. Τιμωρήθηκαν δηλαδή τα παιδιά που από την Πρώτη Δημοτικού έζησαν την μεγάλη κρίση και τις κοινωνικές της συνέπειες και στην Τρίτη Λυκείου δεν πάτησαν πόδι στο σχολείο. Με τους υποψήφιους δε που έδωσαν για πρώτη και τελευταία φορά το ’21 Κοινωνιολογία (από ένα εκτρωματικό βιβλίο, αλλά άλλο κεφάλαιο αυτό) κανένας Σύμβουλος του Υπουργείου δεν βρέθηκε ούτε την επόμενη χρονιά να μεριμνήσει όταν αναγκάστηκαν να δώσουν όλα τα μαθήματα, καθώς και μαθήματα που δεν είχαν διδαχτεί…εδώ υπάρχει και ένα θεματάκι ισοτιμίας και ισονομίας.
Όπως, επίσης, δεν ξέρω εάν είναι προσιδιάζον η Ελληνική Πολιτεία να μην γνωρίζει πόσοι επιθυμούν να γίνουν αστροναύτες και πόσοι θέλουν να γίνουν καντηλανάφτες, αφού καμία επιλογή δεν δηλώνεται στο μηχανογραφικό, τον ευκολότερο τρόπο άντλησης των τόσο χρήσιμων για τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό στατιστικών. Κάποιοι, μάλιστα, βλέπουν και ένα θεματάκι συνταγματικότητας εδώ! Επαναλαμβάνω ότι οι μείωση αριθμού των εισακτέων -ή μία ελάχιστη βάση π.χ.στις 8.000- θα έλυνε καλύτερα και με δικαιότερο τρόπο τα προβλήματα και δεν θα φωνασκούσαν ως κύμβαλα αλαλάζοντα οι της αντιπολίτευσης ούτε θα φτάναμε στην προεκλογική περίοδο με τους μαθητές-κυρίως τους αδικημένους και τιμωρημένους του ’21- να βάλλονται από διασταυρούμενα πυρά, μέσα στην κινούμενη άμμο του απόλυτου «ό,τι να ’ναι» και της εργαλειοποίησης εκλογικών στόχων και ιδεολογικών συνθημάτων και στα δύο στρατόπεδα.
Θεωρούμε ότι όσο περισσότερο συνδέεται η εισαγωγή με τα Πανεπιστήμια τα πράγματα θα βελτιώνονται. Επίσης είναι φανερό ότι πρέπει να ξεφύγουμε από αρνητικές νοοτροπίες και καταστροφικές εμμονές, ιδεοληψίες και πολιτικές που επέφεραν βαριά πλήγματα στην Παιδεία. Διακηρύσσεται ότι το σύστημα είναι αδιάβλητο και έτσι ακριβώς είναι: αδιάβλητο, αλλά όχι απολύτως δίκαιο! Εν προκειμένω το υπουργείο με τους πρώτους παράλογους αποκλεισμούς, το θέμα ίσων ευκαιριών και τις κενές θέσεις δημιούργησε ένα θέμα εκ του μη όντος και ακολούθως κρύφτηκε πίσω από τα πανεπιστημιακά τμήματα. Θέλω να πιστεύω ότι αυτές οι παρενέργειες δεν είχαν προβλεφθεί.
Εάν μελετήσει κανείς τα στατιστικά μέχρι και σήμερα, θα δει ότι το 60% των υποψηφίων γράφει πάνω από 10. Μπορεί επίσης να παρατηρήσει κάποιος ότι σε πολλά τμήματα των Ανθρωπιστικών Σπουδών που είναι και ο καθρέφτης της Παιδείας την δεύτερη χρονιά που ίσχυσε η ΕΒΕ είχαν πολύ χαμηλότερη βάση, κάτι το οποίο σύμφωνα με τη λογική του Υπουργείου Παιδείας σημαίνει χειρότερης ποιότητας φοιτητές. Άρα,»άνθραξ ο θησαυρός»!
Η Παιδεία και ο Πολιτισμός έπρεπε εδώ και δεκαετίες να έχουν καταστεί ο πραγματικός μοχλός ανάπτυξης και το λέω αυτό σε όλους αυτούς που διακατέχονται απλώς από μία διαχειριστική λογική στο πλαίσιο της οποίας η έννοια και λογική της ανάπτυξης είναι κενές περιεχομένου. Για να έχεις όμως ικανοποιητικά αποτελέσματα σε αυτά τα πεδία πρέπει να αρχίσεις από την βάση και τα βασικά, να μελετήσεις, να σχεδιάσεις, να πολεμήσεις σκληρά για το μέλλον.
Από ιδρύσεως του κράτους υπάρχει μια βαθύτατη διάσταση ανάμεσα σε πολίτες και πολιτική πράξη. Υπήρχε και υπάρχει αποπολιτικοποίηση και αποπνευματικοποίηση και οι δύο αυτοί παράγοντες φαίνεται να τελούν σε μία περίεργη συμβιωτική σχέση. Για δεκαετίες η κοινωνία «εκπαιδεύεται» από την τηλεόραση και βιώνουμε την τηλεοπτική δημοκρατία, με μόνιμη επωδό το «η Παιδεία έχει τα χάλια της και οι Έλληνες δεν διαβάζουν». Όμως το γεγονός ότι οι Έλληνες δεν διαβάζουν δεν είναι τυχαίο. Η διδασκαλία της λογοτεχνίας, για παράδειγμα, συνεχίζει να υποφέρει σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης και η χώρα μας πρέπει να είναι μία από τις λίγες στην Ευρώπη όπου δεν υπάρχει μέριμνα να διδάσκονται οι μαθητές ένα κάποιον αριθμό κλασικών μυθιστορημάτων της εθνικής και Ευρωπαϊκής λογοτεχνίας ολόκληρα, χωρίς συντομεύσεις και περικοπές. Έτσι όταν οι μαθητές, ως μαθητές ή ενήλικοι, πιάνουν στα χέρια τους ένα πραγματικό μυθιστόρημα συχνά η απαιτούμενη προσέγγιση τους είναι όχι μόνο άγνωστη αλλά και αδιανόητη και το παρατάνε.
Κάποτε επιφανείς λόγιοι διαπίστωναν ότι δεν διαβάζουμε ούτε εφημερίδα, τώρα μένουνε απροστάτευτοι και θύματα των φέικ νιούζ! Διότι φυσικά το πρόβλημα της κριτικής προσέγγισης στον προφορικό και γραπτό λόγο δεν λύνεται με απλοϊκούς τρόπους, ούτε η εισαγωγή οιονεί νεοφανών στοιχείων, όπως οι κειμενικοί δείκτες, αποτελεί πανάκεια.
Ο «ίλιγγος απαιδευσίας», όπως είχε επισημάνει ο σπουδαίος στοχαστής Χρήστος Μαλεβίτσης πριν από τριάντα και πλέον χρόνια, διαπερνά όλη πλέον την κοινωνία και υπονομεύει όχι μόνο τους πνευματικούς και τους πολιτικούς αλλά και τους υλικούς όρους της συν-ύπαρξής μας. Αν και δεν νομίζω ότι είναι απολύτως αναγκαία η κατάρτιση ενός καταλόγου προσώπων, λέξεων και πραγμάτων που πρέπει να γνωρίζει ο νέος άνθρωπος, κατά το υπόδειγμα της απόπειρας εφαρμογής του προγράμματος πολιτισμικού γραμματισμού (cultural literacy) από τον E.D. Hirsch, μου φαίνεται τουλάχιστον εύλογη η πρόσληψη των προβληματισμών του σπουδαίου αυτού παιδαγωγού. Άλλωστε, η επινόηση του πολιτισμικού γραμματισμού ήταν η αντίδραση του Χιρς στην συνειδητοποίηση ότι οι φοιτητές του δεν γνώριζαν, μεταξύ άλλων, ποιος ήταν ο στρατηγός των Νοτίων στον Αμερικανικό Εμφύλιο Robert Lee, μία κατάσταση εξαιρετικά οικεία σε εμάς, τηρουμένων των αναλογιών.
Η μετατόπιση της έμφασης από τη στείρα γνώση στη λογική του «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» ήταν ιδιαίτερα αξιόλογη στην εποχή της, καθώς αποτελούσε μία προσπάθεια αναζωογόνησης και αναδιάρθρωσης της εκπαιδευτικής διαδικασίας σε ένα μαθητοκεντρικό πλαίσιο. Γίνεται όμως ολοένα και πιο ξεκάθαρο ότι αυτό δεν αρκεί, ότι η λογική του «μαθαίνω πώς να μαθαίνω» στερημένη από ένα συγκεκριμένο γνωσιακό πλαίσιο έχει βαθύτατα αρνητικές συνέπειες.
Σε αυτή τη συνάφεια, η αντικατάσταση του «ενός και μονού» βιβλίου από περισσότερα του ενός, αν γίνει με ορθό προγραμματισμό και περίσκεψη και κατά το υπόδειγμα πολλών ευρωπαϊκών χωρών, μόνο να ωφελήσει μπορεί το ελληνικό σχολείο, ιδιαίτερα μάλιστα στις τελευταίες τάξεις. Αλλά και στις εξετάσεις θα διαδραματίσει καταλυτικό και θετικό ρόλο, αφού η δεσποτεία του ενός και μόνου εγχειριδίου συνεπάγεται ότι η ποιότητα του γραπτού του υποψηφίου κρίνεται με βάση την παπαγαλική αναπαραγωγή του κειμένου του εγχειριδίου. Οι λεγόμενες συνδυαστικές ερωτήσεις συνέντευξη δεν είναι πάρα φύλλα συκής. Από αυτή την άποψη η πρακτική προηγουμένων δεκαετιών να εξετάζεται συγκεκριμένη ύλη (και όχι εγχειρίδιο) στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο ήταν μια κατάκτηση η οποία καταλύθηκε, ανεπαισθήτως.
Όταν, όμως, ακόμη και το αυτονόητο, δηλαδή η αξιολόγηση, όχι φυσικά με σκοπό την τιμωρία ή και την απόλυση του εκπαιδευτικού αλλά την ταυτοποίηση και αποτύπωση ενδεχομένων προβλημάτων, συνεχίζει για κάποιους εκπαιδευτικούς να αποτελεί βδέλυγμα δεν μπορούμε να είμαστε ιδιαίτερα αισιόδοξοι για την τύχη ακόμη και του πλέον εμπνευσμένου μέτρου.
Το εκπαιδευτικό σύστημα της Ελλάδας μοιάζει με ένα σπίτι ακαθόριστης αρχιτεκτονικής και αμφίβολης αισθητικής το οποίο καταρρέει από τα μέσα. Επιβάλλοντας δεσμίδες μέτρων που κανένα ουσιαστικό ζήτημα δεν επιλύουν, οι κυβερνήσεις συνεχίζουν ακάθεκτες να βάφουν την πρόσοψη.
[Το κείμενο των αφορισμών του Σαμφόρ και του Ριβαρόλ είναι παρμένο από ην σειρά των Εκδόσεων Στιγμή. Σαμφόρ, Επιλογή από το έργο του, Εισαγωγή-Μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης, Στιγμή, Αθήνα 1994. Ριβαρόλ, Επιλογή από το έργο του, Εισαγωγή-Μετάφραση Παναγιώτης Κονδύλης, Στιγμή, Αθήνα 1994.
Ο Βασίλης Χατζηϊακώβου είναι εκδότης (Πρώην Προέδρος του Συλλόγου Εκδοτών Βιβλίου Αθηνών)