Αυτός που δεν ξέρει, είναι κι αυτός στον οποίο δεν πρέπει να το πεις. Ο Τσίπρας ήξερε, αλλά δεν του είπε τίποτα κανείς. Όπως στο όνειρο του Τρότσκι, που είδε τον πεθαμένο από καιρό Λένιν και δεν τόλμησε να του πει πως είναι νεκρός για να μη διακόψουν την πολιτική τους συζήτηση, έτσι κι ο Τσίπρας προεκλογικά ήξερε ότι ο κόσμος είναι αλλού: σ’ αυτόν τον πιστο-χρηματικό εγωισμό που τον έχει βυθίσει ο χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός και το κιτσάτο θέαμά του στην τηλεόραση. Και ενώ στα τέσσερα χρόνια διακυβέρνησης του Σύριζα ο Τσίπρας έδειξε να έχει καλμάρει τις μετακομμουνιστικές του ανησυχίες, από το 2019 στην αντιπολίτευση και κυρίως, τώρα προεκλογικά, επέστρεψε στη γραμμή πριν το 2015 και πριν τη σουηδική γυμναστική της «κωλοτούμπας» που του επέβαλαν οι «θεσμοί» στο body control του Μαξίμου. Ως κυβερνήτης δεν είχε σκεφτεί σοβαρά την ιδεολογία που οργανώνει και ισχυροποιεί το κυρίαρχο θέαμα. Έπαιξε και αυτός το παιχνίδι του θεάματος νομίζοντας πως ο Παππάς θα το διαβάλει μέσα στα ίδια του τα βοσκοτόπια.

Στην Παιδεία απομάκρυνε τον Φίλη. Από τον Πολιτισμό εξεδίωξε τον Μπαλτά. Άφησε τους οργανικούς του διανοούμενους -όσους του άσκησαν κριτική- να διαμαρτύρονται εβδομαδιαίως στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Έβρεχε, αλλά δεν πήρε την «Ομπρέλα». Ο Τσακαλώτος θεωρήθηκε περίπου γραφικός, ο Σκουρλέτης επικίνδυνος, η Σκάρλετ Γιόχανσον άπιαστο όνειρο ακόμη και για τον Βίτσα. Το θέμα για τον Τσίπρα δεν ήταν η ρήξη αλλά η (σοσιαλδημοκρατική) κανονικότητα αλά ΠΑΣΟΚ. Η εγγαστριμυθία του Ανδρέα δεν έπιασε. Τα Κάρμινα Μπουράνα δεν ακούστηκαν έτσι κι αλλιώς. Μόνο που και το «κανονιστικό» δεν είναι πάντα βέβαιο για τον εαυτό του. Οι σχεδιασμοί του συχνά αναγκάζονται να βαδίζουν εμπειρικά, αφήνοντας στο τυχαίο τα Τέμπη, τα ναυάγια και το Λιμενικό.

Βέβαια είναι φυσικό οι εξουσίες να πειραματίζονται, ψάχνοντας κι αυτές «γραμμές διαφυγής» στο tik-tok, αλλά πάντα υπό τον έλεγχο και τις οδηγίες των image makers και τις αρμοδιότητες της χρηματοοικονομικής τεχνολογίας. Ωστόσο όλα αυτά παίζονται σε αβέβαιες παρτίδες πρόσωπο με πρόσωπο, πλάτη με πλάτη, όπως στοιβάζουν οι δουλέμποροι τους μετανάστες στα σαπιοκάραβα. Τότε, την Τασία, στην πλατεία Βικτωρίας, ο Τσίπρας την αντικατέστησε με τον Γιάννη Μουζάλα. Τώρα πλακώνεται με τον Τουρνά. Αλλά η Αριστερά -κι ας προβάλει ο Γεροτζιάφας την ανάγκη για «ταχεία επανίδρυσή» της- είναι πλέον προβληματική. «Κυβερνώσα Αριστερά» δεν σημαίνει πλέον Αριστερά αλλά Κυβέρνηση, όπως και covid δεν σημαίνει γρίππη.

«Νεκρή ψυχανάλυση, συνέχισε να αναλύεις», προτείνει ο Ντελέζ. Μου επιτρέπεται να πω: «Νεκρή Αριστερά, συνέχισε να είσαι αριστερά», έχοντας κατά νου ότι αριστερός, δηλαδή μειονότητα είναι καθένας και πλειονότητα είναι ο κανένας;

Όμως και ο Μητσοτάκης, στην Ακρόπολη με τον Σουλτς, είδε όνειρο τον πατέρα του, όπως ο Φρόιντ, που πριν ανέβει στην Ακρόπολη είδε τον πεθαμένο πατέρα του που τον στοίχειωνε και -κατά πως το ερμήνευσε- ήταν γιατί θέλησε να τον υπερβεί. Αλλά ας μην το ονομάσω καραμπινάτη πατροκτονία.

Και ο Μητσοτάκης τοποθέτησε μέσα στον κάθε «επιτελικό» του έναν Γρυλλάκη και σε κάθε υπουργό του έναν Γεωργιάδη, που μέχρι χθες, αγανακτούσε με το «κόστος νοσηλείας των λαθρομεταναστών», και τώρα πενθεί, εθνικώ τω τρόπω, μαζί με τον Πλεύρη.

Ο Μητσοτάκης, γέννημα θρέμμα της πολιτικής, άκουγε στην κούνια του τις μαντινάδες που άρεσαν στον Ελευθέριο Βενιζέλο. Οπότε, γιατί να έχει ενδοιασμούς ακόμη και να αφήσει σε σύντομη αγρανάπαυση τα γένια του; Το οικογενειακό του προτέρημα, η φωτογραφία που μικρός σφίγγει το χέρι του Καραμανλή, του έδωσε την άνεση να εκδιώξει τον έναν ανιψιό από του Μαξίμου και να κρατήσει, στις Σέρρες, τον άλλον ανιψιό, του Εθνάρχη. Γιατί λοιπόν να μιμηθεί τη θεσμική σαφήνεια του Βαγγέλη Βενιζέλου (στον Κουβαρά) και γιατί να επιμείνει για την «ανάγκη ανασκαφής του Συντάγματος»; Ο Βενιζέλος τα είπε αυτά ως καθηγητής στην ΕΡΤ. Ο Μητσοτάκης θα τα πει ως Πρωθυπουργός από το Μαξίμου; Όσο για το υπουργείο στην Προεδρία της Κυβερνήσεως των ΛΟΑΤ+, που ενδεχομένως θα ιδρύσει, θα δώσει άραγε το ρόλο σε μια τρανς -όπως η Λυρική Σκηνή έδωσε το ρόλο της Στρέλλας, στην Λέττα Κάππα;

Διαπιστώνω λοιπόν ότι η εναρκτήρια φράση του «Κυρίου Τεστ» του Πωλ Βαλερύ: «Η βλακεία δεν είναι το φόρτε μου», σημαίνει πλέον για μένα: «Είμαι βλάκας αλλά όχι τόσο». Διότι εκεί καταστάλαξα με όσα διάβασα και έγραψα. Οπότε, πώς να μην εκτελώ την πρόσθεση και την αφαίρεση της ευήθειάς μου στο αριθμητήριο της εφημερίδας; Πώς να μην φαντασιώνω ότι κατατροπώνω, εκεί, σκυφτός, υποτιθέμενους εχθρούς; Όχι βέβαια τη Ζωή -αυτόν τον θηλυκό Ροβεσπιέρο, που μου θυμίζει την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. (Οι δικαστές την είχαν αθωώσει τότε, «λόγω ομαδικής βλακείας»).

Στο Ημερολόγιο της Εξορίας-1935 και Διαθήκη-1940 (μετάφραση Λ. Μιχαήλ, εκδ. Άγρα), ο Τρότσκι σημειώνει: «Η πολιτική και η φιλολογία αποτελούν την ουσία, το περιεχόμενο της προσωπικής μου ζωής. Φτάνει μόνο να πιάσω στο χέρι μου πένα.» Κι αυτό κάνω στα κείμενά μου: φιλολογία και πολιτική. Κι έτσι διαβάζω τα κείμενα των άλλων, π.χ. του Γιουβάλ Νόα Χαράρι, που με διασκεδάζει. Γράφει ότι ο πρώτος πρωταγωνιστικός ρόλος της Ατζελίνα Τζολί ήταν στην ταινία επιστημονικής φαντασίας «Cyborg 2», ένα ρομπότ, κατασκευασμένο για βιομηχανική κατασκοπεία και δολοφονίες. Ήταν μάλιστα προγραμματισμένο να έχει ανθρώπινα αισθήματα για να μπορεί να ενσωματώνεται καλύτερα σε ομάδες ανθρώπων ενώ εκτελεί τις αποστολές του. Όταν η Τζολί-ρομπότ ανακάλυψε ότι η εταιρεία που την κατασκεύασε σκόπευε να τερματίσει τη λειτουργία της, το σκάει και αρχίζει να πολεμάει για την ελευθερία και τη ζωή. Αυτή η φιλελεύθερη φαντασίωση με διακατέχει καθώς επίσης, και η απαισιοδοξία του Εμίλ Σιοράν.

Σαν σήμερα, στις 20/6/1995, 28 χρόνια πριν, έφυγε από τη ζωή με την ασθένεια όπου ο άνθρωπος ξεχνάει τον εαυτό του, το Αλτσχάιμερ. Επέστρεψε όμως εκεί απ’ όπου προήλθε: στην αμνησία ζώου.

Απέδειξε ότι δεν ήταν κάτι παραπάνω από τίποτα και γι’ αυτό τα πάντα. Έγραψε κι αυτός στη δική του «Διαθήκη» τα εξής: «Είχε την περηφάνεια να μη διατάξει ποτέ, να μην ελέγχει τίποτα και κανέναν. Χωρίς υποτελείς, χωρίς αφέντες, δεν έδωσε ούτε έλαβε διαταγές. Μακριά από την επικράτεια των νόμων, και σάμπως προτερόχρονος από το καλό και το κακό, δεν βασάνισε ψυχή ζώσα. Στη μνήμη του σβήστηκαν τα ονόματα των πραγμάτων. Κοιτούσε χωρίς να βλέπει, άκουγε χωρίς να αφουγκράζεται: μυρωδικά και αρώματα εξανεμίζονταν στο πλησίασμα της μύτης και του ουρανίσκου του. Οι αισθήσεις και οι επιθυμίες του υπήρξαν οι μόνες σκλάβες του: δεν αισθάνονταν, όπως και δεν επιθυμούσαν σχεδόν. Λησμόνησε ευτυχία και δυστυχία, δίψα και φόβο. Και αν ξαναθυμόταν κάτι, αρνιόταν με περιφρόνηση να το ονομάσει και να ταπεινωθεί έτσι στο να ελπίζει ή να λυπάται. Το παραμικρό νεύμα τού κόστιζε περισσότερες προσπάθειες απ’ όσο κοστίζει σε άλλους η εγκαθίδρυση ή η ανατροπή μιας αυτοκρατορίας. Κουρασμένος από γεννησιμιού του, θέλησε να είναι ίσκιος: πότε λοιπόν έζησε; Και από λάθος ποιας γέννησης; Και αν, όντας ζωντανός, έφερε το σάβανό του, ποιο θαύμα τον έκανε να πεθάνει;» (Εγκόλπιο Ανασκολοπισμού – «Επιτάφιος» σε μετάφραση Κωστή Παπαγιώργη, εκδ. Εξάντας).

Αλλά εγώ, εκεί: «Πρέπει να αποπειράσαι να ζεις» (Il faut tenter de vivre).

ΥΓ. Στη φωτογραφία το πορτρέτο του Τρότσκι από την Φρίντα Κάλο.