Οι εκατοντάδες άνθρωποι που χάθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά στα ανοικτά της Πύλου προσδίδουν στο ναυάγιο τον χαρακτήρα μιας ασύλληπτης τραγωδίας.
Αλλά και προαναγγελθείσας εάν λάβει υπόψη του κανείς πως από την αρχή του έτους η θάλασσα έχει καταπιεί περισσότερες από χίλιες ψυχές.
Αυτή η αλυσίδα θανάτων καθιστά συχνά τη Μεσόγειο υγρό τάφο για πρόσφυγες και μετανάστες αναδεικνύοντας, κάθε φορά, όλες τις πλευρές ενός δισεπίλυτου προβλήματος.
Ενός, κατ’ αρχάς, προβλήματος εκμετάλλευσης όπου πρωταγωνιστούν διακινητές με σαφείς προθέσεις αλλά και μη κυβερνητικές οργανώσεις με λιγότερο αγαθές στοχεύσεις από αυτές που υποτίθεται πως υπηρετούν.
Κι ενός προβλήματος διαχείρισης, η οποία βασίζεται στην λανθασμένη αντίληψη πως το προσφυγικό/μεταναστευτικό είναι μια υπόθεση συνόρων που αφορά κυρίως τους συνοριοφύλακες, δηλαδή πότε τους Ιταλούς, κάποτε τους Ισπανούς και άλλοτε τους Ελληνες.
Μπορεί η Ευρώπη να παρέχει κάποια μέσα στους συνοριοφύλακές της. Ο στόχος της αποστολής όμως χάνεται στη μετάφραση. Είναι η επιτήρηση και η αποτροπή; Ή η διάσωση;
Η ασάφεια σχετίζεται με το κόστος και τη συνακόλουθη ανάληψη της ευθύνης. Η αποτροπή ενέχει τον κίνδυνο να χαθούν κι άλλες ζωές στη θάλασσα. Η διάσωση ικανοποιεί μια ανθρωπιστική συνθήκη. Δεν απαντά όμως σε ένα κρίσιμο ερώτημα.
Αυτοί οι άνθρωποι θα ζήσουν. Αλλά πού θα ζήσουν; Σε δομές και πλατείες των ευρωπαϊκών συνόρων; Ή θα πέσουν και γι’ αυτούς τα εσωτερικά σύνορα για να τους δοθεί η ευκαιρία μιας καλύτερης τύχης σε ολόκληρη την ευρωπαϊκή επικράτεια;
Βρίσκει κανείς πολλούς πρόθυμους να πενθήσουν. Αλλά ελάχιστους να συγκατοικήσουν.
Εδώ είναι που αναδεικνύεται η τρίτη διάσταση του προβλήματος μετά την εκμετάλλευση και τη διαχείριση.
Το προσφυγικό/μεταναστευτικό είναι και ένα πρόβλημα υποκρισίας. Διότι σε αυτές τις συνθήκες οι εκδηλώσεις πένθους δεν σε κάνουν ευαίσθητο. Σε κάνουν μάλλον αδίστακτο.