Τις τελευταίες ημέρες έχουν διατυπωθεί σοβαρές καταγγελίες σχετικά με τη δραστηριότητα του τουρκικού προξενείου στη Θράκη.
Ασφαλώς κάθε καταγγελία μένει να αποδειχθεί. Οφείλει ωστόσο να σημειώσει κανείς πως η πηγή των καταγγελιών είναι πρόσωπα που κάθε άλλο συνδέονται με το εθνικιστικό ακροατήριο.
Δεν μιλούμε συνεπώς για «τουρκοφάγους», αλλά ουσιαστικά για την παρέμβαση μιας χώρας στις εκλογές μιας άλλης.
Το φαινόμενο δεν είναι καινοφανές. Απόπειρες παρέμβασης τρίτων χωρών έχουν καταγραφεί τόσο στην Ευρώπη, όπως στη Γαλλία και τη Γερμανία, όσο και στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Αλλάζουν μόνο τα μέσα. Ο «δούρειος ίππος» είναι είτε ψηφιακός είτε πολιτικοί σχηματισμοί που συνδέονται ιδεολογικά αλλά και οικονομικά με αυταρχικά καθεστώτα.
Ο στόχος ωστόσο είναι ο ίδιος: η διείσδυση προσώπων ή δυνάμεων στους θεσμούς της δημοκρατίας, όπως είναι το κοινοβούλιο, δια του επηρεασμού ευάλωτων τμημάτων του εκλογικού ακροατηρίου.
Μια δημοκρατία οφείλει επομένως να θωρακίζεται απέναντι σε τέτοιες επιβουλές με το δημοκρατικό οπλοστάσιο που της παρέχει η συνταγματική της τάξη.
Από τη Δικαιοσύνη έως τις υπηρεσίες ασφαλείας, μια δημοκρατία διαθέτει πλήθος αρχών και αξιωματούχων για να διερευνήσει καταγγελίες, να αποκρούσει κάθε απόπειρα και φυσικά να ελέγξει τους υπεύθυνους.
Μόνο που η προεκλογική αντιπαράθεση δεν βοηθά σε αυτήν την κατεύθυνση. Ο κύκλος αυτός πρέπει να κλείσει. Και η επόμενη κυβέρνηση να ενεργοποιήσει θεσμικά εργαλεία που έχει στη διάθεσή της.
Αλλά και πολιτικά, ανάμεσα στα οποία περιλαμβάνεται η φροντίδα των ευάλωτων ώστε να απομειωθεί η δυνατότητα παρέμβασης οποιουδήποτε τρίτου.
Ως προς αυτό ήταν σαφής η θέση του Κ. Μητσοτάκη, ο οποίος εκτός απροόπτου θα ανανεώσει τη θητεία του στο Μέγαρο Μαξίμου.
Ο ίδιος ζήτησε να μην δοθεί συνέχεια στην αντιπαράθεση για να προσθέσει πως «η διαχρονική πολιτική πρέπει να είναι η μέριμνα να μην αισθάνονται πολίτες δεύτερης κατηγορίας» οι μουσουλμάνοι της Θράκης.
Μένει να αποδειχθεί το αληθές των λόγων του. Που σε αυτήν την περίπτωση είναι πολλαπλώς εθνικό.