Ο κορυφαίος αμερικανός συγγραφέας Κόρμακ Μακάρθι, ένας από τους σπουδαιότερους λογοτέχνες της εποχής μας σε διεθνές επίπεδο, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών, την Τρίτη 13 Ιουνίου.
Από τον κλασικό πλέον Ματωμένο μεσημβρινό και την περίφημη «Τριλογία των συνόρων» (Όλα τα όμορφα άλογα, Το πέρασμα, Πεδινές Πολιτείες) μέχρι τον Δρόμο, ο πολυβραβευμένος πεζογράφος αφήνει πίσω του ένα εκτεταμένο και πλούσιο έργο, ένα έργο απαράμιλλης αισθητικής και απροσμέτρητου υπαρξιακού βάθους. Αν και ριζωμένη στην ιστορία και τον πολιτισμό των ΗΠΑ, και μάλιστα στις πιο σκοτεινές πτυχές τους, η ανησυχαστική και συγκλονιστική λογοτεχνία του Κόρμακ Μακάρθι προσλαμβάνει οικουμενικές διαστάσεις επειδή ακριβώς ανατέμνει τη μοίρα της ίδιας της ανθρωπότητας.
Ο θάνατός του στη Σάντα Φε, στην οικία του, επιβεβαιώθηκε από τον γιο του Τζον και ανακοινώθηκε από τον εκδοτικό οίκο Knopf. Το πρόσφατο μυθιστορηματικό δίπτυχο Ο επιβάτης και Stella Maris αποτέλεσε το κύκνειο άσμα ενός μοναδικού και αναντικατάστατου συγγραφέα.
Ακολουθούν τα κείμενα του δημοσιογράφου Γρηγόρη Μπέκου και του μεταφραστή των δύο βιβλίων, Γιώργου Κυριαζή, όπως είχαν δημοσιευτεί στο «Βήμα της Κυριακής» (25/11/2022).
Κόρμακ Μακάρθι: Η γλυκιά λεπίδα της θλίψης
Νύχτα πηχτή και θάλασσα κατάμαυρη, κάπου στον Κόλπο του Μεξικού. Ενας άντρας, δύτης διάσωσης, ελέγχει τον εξοπλισμό του και πέφτει. «Ανθρωποι κάθονταν στις θέσεις τους, με τα μαλλιά τους απλωμένα μέσα στο νερό. Τα στόματά τους ανοιχτά, τα μάτια τους κενά από κάθε σκέψη […]. Σπρώχνοντας με τα πόδια, κολύμπησε αργά στο διάδρομο πάνω από τα καθίσματα, με τις φιάλες του να σέρνονται στην οροφή και με τα πρόσωπα των νεκρών μόλις λίγα εκατοστά από το δικό του […]».
Η σκηνή αυτή, μέσα στο βυθισμένο αεροπλάνο, είναι αποπνικτικά καθηλωτική. Δηλαδή, θέλοντας και μη, κρατάμε την αναπνοή μας για όσο διαρκεί και παράλληλα χαιρετίζουμε το εγνωσμένο υποβλητικό ύφος του Κόρμακ Μακάρθι. Είναι η στιγμή, μόλις στην τριακοστή τρίτη σελίδα, που (διαισθανόμαστε ότι) έχουμε πάλι συνδεθεί και έχουμε πλήρως εγκλωβιστεί στο ελεγειακό και αρκούντως ηρακλείτιο, κατά τα λοιπά, λογοτεχνικό του όραμα.
Η γραφή του Κόρμακ Μακάρθι είναι μια δωρική και ποιητική βυθομέτρηση του αβυσσαλέου σκότους, όσων υπάρχουν και όσων δεν υπάρχουν
Το να ισχυριστούμε ότι ο Μακάρθι είναι απλώς απαισιόδοξος ως προς την ανθρώπινη φύση και την πρόοδο του κόσμου θα ήταν σαν να παραβιάζαμε ανοιχτές θύρες. Πλην όμως, θα ήταν και κάπως καταχρηστικό, υπό την εξής έννοια: η γραφή του, μια δωρική και ποιητική βυθομέτρηση του αβυσσαλέου σκότους, όσων υπάρχουν και όσων δεν υπάρχουν, στέκεται πέρα από τέτοιες εκτιμήσεις, αγγίζει πια τα όρια μιας χειροποίητης θαρρείς οντολογίας που αναστατώνει, όχι τόσο επειδή υποδεικνύει κάτι καινούργιο αλλά επειδή ανασύρει κάτι αρχέγονο και μέσα από τις λέξεις ακριβώς το διαχέει παντού σαν αμείλικτη συγχρονική αποκάλυψη. Πάντως, «αυτό για το οποίο μιλάμε στην πραγματικότητα είναι ο ξεπεσμός της ψυχής». Και για εκείνη τη «γλυκιά λεπίδα της θλίψης» που είναι μπηγμένη στη μοίρα των πεπερασμένων όντων. Ξέρουμε τι μας περιμένει, ξέρουμε πού θα φτάσουμε, αλλά δεν έχουμε την παραμικρή αμφιβολία ότι θα ακολουθήσουμε τον Μακάρθι μέχρι τέλους.
Λογοτεχνική παρακαταθήκη
Cormac McCarthy – O επιβάτης
Mετάφραση Γιώργος Κυριαζής.
Εκδόσεις Gutenberg, 2022,σελ. 593, τιμή 24 ευρώ
Ο 89χρονος αμερικανός συγγραφέας, σύμφωνα με πολλούς ο κορυφαίος εν ζωή στις Ηνωμένες Πολιτείες, κυριαρχεί διεθνώς κατά την τρέχουσα εκδοτική περίοδο καθώς επέστρεψε, μια δεκαπενταετία και πλέον μετά τον Δρόμο που τιμήθηκε με το Βραβείο Πούλιτζερ, όχι με ένα αλλά δύο μυθιστορήματα, τον Eπιβάτη που κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο και το Stella Maris που αναμένεται στις αρχές Δεκεμβρίου, και τα δύο στις εκδόσεις Gutenberg. Τα βιβλία θα μπορούσαν να διαβαστούν και αυτόνομα. Ωστόσο, όπως κι αν το δούμε, το έργο παραμένει ενιαίο, ασχέτως αν δίνει την εντύπωση μιας μνημειώδους καλλιτεχνικής παρακαταθήκης που χωρίστηκε στα δύο. Σε κάθε περίπτωση, το ένα κείμενο και συμπληρώνει και φωτίζει διαφορετικά το άλλο.
Εξυπακούεται επίσης ότι η σειρά με την οποία εμφανίζονται δεν είναι τυχαία. Στο επίκεντρο του Επιβάτη βρίσκεται ο Μπόμπι (Ρόμπερτ) Γουέστερν, ένας «μανιώδης συλλέκτης θλίψης» με σπουδές φυσικής στο ενεργητικό του και, κυρίως, μακρά προϋπηρεσία στην αίσθηση της μοναξιάς. Τον συναντούμε στη σχεδόν μυθική επικράτεια του Αμερικανικού Νότου, στη Νέα Ορλεάνη της δεκαετίας του ’80, να συχνάζει σε ένα ατμοσφαιρικό μπαρ και να κάνει παρέα με τους προβλεπόμενους «παραφρονημένους τυπάδες», ποικίλα ναυάγια της ζωής που έχουν πάντοτε κάτι απρόβλεπτα συναρπαστικό ή εξωφρενικά ξεκαρδιστικό να μοιραστούν. Eνας από αυτούς, ο εξέχων και σαγηνευτικός θυμόσοφος Τζον Σένταν κουβεντιάζει σε κάποια φάση με την Μπιάνκα, η οποία φαίνεται να γουστάρει τον Μπόμπι, και προσπαθεί να της εξηγήσει το περίπλοκο και το ανέφικτο της υπόθεσης. Η γυναίκα απορεί και τεντώνει τα αφτιά της. «Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του. Αλλά βέβαια, το πράγμα είναι ακόμα χειρότερο» της λέει. «Είναι ερωτευμένος με την αδελφή του κι εκείνη έχει πεθάνει» συμπληρώνει λίγο αργότερα.
Η τελευταία, η Αλίσια Γουέστερν, μια πανέμορφη ξανθιά κοπέλα και απαράμιλλη ιδιοφυΐα των μαθηματικών, είχε οδηγηθεί στην αυτοκτονία φοβούμενη ότι θα έχανε ολότελα τον Μπόμπι, περίπου μια δεκαετία νωρίτερα, όταν εκείνος – ταξιδεμένος οδηγός της Φόρμουλα 2 – είχε περιέλθει σε κωματώδη κατάσταση.
Το πυρηνικό παρελθόν
Cormac McCarthy – Stella Maris
Μετάφραση Γιώργος Κυριαζής.
Εκδόσεις Gutenberg, 2022, σελ. 262, τιμή 15 ευρώ
Το βιβλίο κυκλοφορεί ταυτόχρονα στις 6/12 σε ΗΠΑ και Ελλάδα
Η σχέση αιμομιξίας, μεταξύ αδελφού και αδελφής, στην καταραμένη οικογένεια των Γουέστερν στοιχειώνεται και από ένα δεδομένο υπόβαθρο. Ο πατέρας τους συμμετείχε στα μέσα της δεκαετίας του ’40 στο «Πρόγραμμα Μανχάταν», στο πλαίσιο του οποίου κατασκευάστηκαν οι πρώτες ατομικές βόμβες. «Ο Γουέστερν είχε πλήρη συνείδηση ότι όφειλε την ύπαρξή του στον Αδόλφο Χίτλερ. Oτι οι δυνάμεις της ιστορίας που αποτέλεσαν την αφετηρία της ταραγμένης του ζωής ήταν το Aουσβιτς και η Χιροσίμα, τα συγγενικά εκείνα γεγονότα που σφράγισαν για πάντα τη μοίρα της Δύσης» γράφει ο Μακάρθι.
Οι δύο πυκνές σελίδες όπου ο ίδιος αποτυπώνει διαισθητικά τι συνέβη στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας είναι τόσο συγκλονιστικές που θα ήταν ασυγχώρητη παράλειψη να μην τις υπογραμμίσουμε. «[…] Στους δρόμους υπήρχαν καμένα κουφάρια βαγονιών του τραμ. Το γυαλί από τα τζάμια τους είχε λειώσει πάνω στο λιθόστρωτο. Καθισμένοι πάνω στα μαυρισμένα ελατήρια ήταν οι απανθρακωμένοι σκελετοί των επιβατών, χωρίς ρούχα, χωρίς μαλλιά, με μαυρισμένες λωρίδες σάρκας να κρέμονται από τα κόκαλα. Τα μάτια τους είχαν σκάσει μέσα στις κόγχες τους. Χείλη και μύτη κάηκαν εντελώς. Κάθονταν γελαστοί στις θέσεις τους […]. Φλεγόμενοι άνθρωποι σέρνονταν ανάμεσα στα πτώματα σαν κάτι φρικώδες μέσα σ’ ένα απέραντο κρεματόριο. Δεν τους πέρασε καν από το μυαλό πως αυτό που συνέβαινε είχε οποιαδήποτε σχέση με τον πόλεμο».
Oμως η ομορφιά της υψηλής λογοτεχνίας δεν έγκειται στο τι περιγράφεται αλλά στο πώς περιγράφεται. «Μέσα σ’ εκείνο το άυλο μανιτάρι που άνθισε σαν λουλούδι την αυγή, σαν μοχθηρός λωτός, και μέσα στην τήξη στερεών που κανείς δεν ήξερε ως τότε πως μπορούσαν να λειώσουν, υπήρχε μια αλήθεια που θα έκανε την ποίηση να σιωπήσει για χίλια χρόνια. Σαν πελώρια φούσκα, έλεγαν. Σαν κάποιο θαλάσσιο πλάσμα. Που παλλόταν ελαφρά στον κοντινό ορίζοντα. Και μετά, ο απερίγραπτος ήχος. Είδαν πουλιά στον ουρανό που χάραζε να αναφλέγονται και να ανατινάζονται αθόρυβα και να πέφτουν σε μεγάλα τόξα προς το έδαφος σαν πυροτεχνήματα».
Μυθοπλασία ιδεών και ιδεοτυπίας
Στο σημείο αυτό, ας επανέλθουμε στον Μπόμπι και ας προσπαθήσουμε τουλάχιστον να καταλάβουμε με ποιον τρόπο πασχίζει να συνεχίσει την πορεία του. Ο Μακάρθι ασφαλώς δεν τον κρίνει από μια ηθική σκοπιά, ούτε αυτόν ούτε την αδελφή του, αντιθέτως τους ακτινογραφεί μέσα από το πρίσμα της δυσοίωνης κληρονομιάς τους και της ψυχοσυναισθηματικής τους κατάρρευσης. Στον Επιβάτη συγκεκριμένα, η επίπονη ιστορία της Αλίσια ή, καλύτερα, η πλευρά της τραυματισμένης Αλίσια αναδεικνύεται στους σπαρταριστούς διαλόγους (παρενθετικά κεφάλαια σκορπισμένα τακτικά μέσα στην κεντρική αφήγηση) τους οποίους αναπτύσσει με τις παραισθήσεις της, ιδίως με το αλλόκοτο Παιδί (φαλακρό και τερατόμορφο, αντί για δάχτυλα έχει πτερύγια) που σέρνει πίσω του και ενορχηστρώνει με το απύλωτο στόμα του μια ολόκληρη «κουστωδία» από «οντότητες» οι οποίες συναπαρτίζουν, θα λέγαμε, το παράξενο και φοβερό και αστείο και τρομακτικό τσίρκο του ασυνειδήτου.
Ο Μακάρθι ενδιαφέρεται έντονα για τις ιδέες (και ενσωματώνονται αρκετές στο βιβλίο, από τον Θεό και την επιστημολογία μέχρι την κβαντική θεωρία, είναι άλλωστε γνωστό ότι ο αμερικανός συγγραφέας έχει «θητεύσει» στο Ινστιτούτο Σάντε Φε, στο Νέο Μεξικό, όπου έχει συγχρωτιστεί με μια σειρά σημαντικών επιστημόνων από ετερόκλητα πεδία) αλλά ο Επιβάτης δεν είναι ακριβώς ένα μυθιστόρημα ιδεών. «Η φυσική προσπαθεί να ζωγραφίσει μια εικόνα του κόσμου με αριθμούς. Δεν ξέρω αν τελικά εξηγεί τίποτα. Δεν μπορείς να απεικονίσεις το άγνωστο. O,τι και να σημαίνει αυτό» αποφαίνεται κάπου ο Μπόμπι.
Η συνωμοσία και ο ντετέκτιβ
Εντάξει, και να είναι ο Επιβάτης ένα μυθιστόρημα ιδεών δεν παύει να φέρει σίγουρα την ιδιοτυπία, τα μοτίβα και τη φωνή δηλαδή, ενός μυθιστορήματος του Μακάρθι. O,τι κινεί τη χαλαρή και κάπως στατική πλοκή του Επιβάτη είναι ένα μυστήριο. Σε εκείνο το τζετ με τους νεκρούς που ερευνούσε ο Μπόμπι, ένα αεροπλάνο που ήταν μεν βυθισμένο στη θάλασσα αλλά φάνταζε μάλλον άθικτο, έλειπε ένας επιβάτης. Σύντομα ο Μπόμπι θα ψυλλιαστεί ότι κάποιοι τον κυνηγούν, ότι έχει εμπλακεί σε κάτι που έχει τα χαρακτηριστικά μιας συνωμοσίας από την οποία δεν εξαιρούνται οι βραχίονες της ομοσπονδιακής εξουσίας. Τι γνωρίζει ο Μπόμπι; Και τι νομίζουν οι αρχές ότι γνωρίζει ο Μπόμπι; Γιατί, όπως του επισημαίνει ένας ιδιωτικός ντετέκτιβ στον οποίο καταφεύγει, ενώ δεν κατηγορείται για τίποτα είναι απλώς υπό κράτηση;
Ο Επιβάτης και το Stella Maris, μεταφρασμένα με αψεγάδιαστο κέφι και στέρεη γνώση από τον Γιώργο Κυριαζή στα ελληνικά, είναι κείμενα με τα οποία ο Μακάρθι είχε καταπιαστεί αρχικά σε παλιότερες δεκαετίες αλλά τώρα βλέπουν το φως της δημοσιότητας. Ευτυχώς για τους αναγνώστες. Είναι ένα δώρο που, όπως όλα δείχνουν, σφραγίζει μια αξιοθαύμαστη και ουσιαστική λογοτεχνική καριέρα. Από τις εκδόσεις Gutenberg ετοιμάζονται σε πρώτη φάση τα ακυκλοφόρητα εδώ έργα του Child of God(1973) και Suttree (1979), ενώ σχεδιάζεται, μεταξύ άλλων, και μια νέα μετάφραση του αξεπέραστου αριστουργήματός του Blood Meridian (1985).