Εάν η πολιτική δεν έχει ακόμη εξαντλήσει τα όριά της είναι γιατί η αυταπάτη δεν έχει φτάσει στο τέλος της.
Στο Μέλλον μιας αυταπάτης (1927) ο Φρόιντ αναλύει τις ψυχολογικές καταβολές της θρησκείας. Για την πολιτική, μιλάει ο Λακάν. Η πολιτική λειτουργεί ως «υπεραπόλαυση». Εκτός από τη «βούληση για δύναμη» (Νίτσε) επικρατεί και η «βούληση για απόλαυση» -η οποία μάλιστα και δεν ρωτά κανέναν. Και τις δύο φορές, η πολιτική εμφανίζεται σαν διακαής πόθος κατίσχυσης του πολιτευτή στη σχέση του με τις δυνάμεις που μετατοπίζονται γύρω του. Εάν μάλιστα συμβεί ο αρχηγός να «εξαντλεί» και τις δύο «τάσεις», τότε ο οπαδός αυτομάτως ακυρώνεται. Αλλά συγχρόνως, ακυρώνεται και ο αρχηγός. Διαφορετικά εξακολουθεί να ηγείται, αλλά στο ψυχιατρείο. Και το εγελιανό ζεύγμα «κυρίου» και «σκλάβου» δεν επιλύεται διαλεκτικά, δεν συντίθεται, αλλά διαλύεται εις τα εξ ων συνετέθη κάτω από το φως του σκεπτικισμού μάλλον παρά του μαρξισμού. Ο Νίτσε επιμένει σε αυτό: αντιλαμβάνεται τη διαλεκτική ως τη «φυσική ιδεολογία της μνησικακίας». Ο χρόνος κατά τον οποίο ο «κύριος» (αρχηγός) «αναγνωρίζει» παραγνωρίζοντας τη δύναμη και την αδυναμία του, μηδενίζεται. Εάν ο «σκλάβος» (οπαδός) προσβλέψει στη θέση του αρχηγού, σύντομα στο φως της ημέρας θα νιώσει στα μάτια του σπασμένα γυαλιά, όπως ο Μπλανσό ειδοποιεί στην Τρέλα της Ημέρας. Σε αυτή την κατάσταση δεν του μένει παρά να γράψει (την τρέλα της ημέρας). Η γραφή είναι η τελευταία ελπίδα να δει καθαρά τα πράγματα.
Ο Ρενέ Σαρ έγραψε τα Φύλλα του Ύπνου αντιστεκόμενος στους Ναζί. «Δεν έγραψε ποίημα συναίνεσης», όπως σημειώνει, «δεν δρομολόγησε την ευφυία του με τη βοήθεια των χαρτών του επιτελείου», «συντήρησε τα άπειρα πρόσωπα του ζώντος». Και «απέναντι σε όλα αυτά, ένα σαρανταπεντάρι υπήρξε υπόσχεση ανατέλλοντος ηλίου». Ήταν επόμενο να μετρήσει τη ζωή σα μέγεθος μεγαλύτερο από την αιωνιότητα.
Εξ ιδίας πείρας προσθέτω πως η μέτρηση αυτή είναι μια από τις «δοκιμές» τού «τι είναι» ή «τι δεν είναι» το ποίημα. Προσθέτω επίσης, ότι αν ο ποιητής υπήρξε ο νικηφόρος νευρωτικός, όπως τον αποκαλεί ο Φρόιντ, τη νίκη αυτή την οφείλει στο σαρανταπεντάρι της πένας του.
Ενίοτε όμως αυτοκτονεί.
Τα απολιτικά ζώα δεν αυτοχειριάζονται. Κατευθύνονται σε μια γωνιά του δωματίου και πεθαίνουν. Η κατίσχυση της ζωικής φύσης τους δεν επιβεβαιώνει την πρόβλεψη του Χαράρι: ο homo δεν θα γίνει deus αλλά animal.
Η γάτα στο Μαξίμου όμως αντιδρά και αιφνίδια πηδά από τα κάγκελα στην διπλανή αυλή όπου, κατά σύμπτωση, την αναμένει η Καλυψώ, η γάτα της κυρίας Σακελλαροπούλου να της παραδώσει την «εντολή».
Διάβασα ότι η νίκη του Μητσοτάκη δεν ήταν «η συνάντηση στα γουναράδικα», αλλά «στα πρωινάδικα» με τη γούνα και τα πέταλα των γατών.
Σε δύο εβδομάδες ψηφίζουμε ξανά. Στο μεταξύ έχουμε πλήρως ενημερωθεί για τα «προγράμματα» και τις κρυφές ατζέντες. Τις κυριολεξίες αλλά και τις ακυρολογίες των πολιτικών. Όποιοι από εμάς έχουν καταλάβει πως ό,τι καθιερωμένο και ακριβές σε μια γλώσσα αποτελεί τον θάνατό της, χαμογελούν.
Οι ακριβολόγοι και οι καθιερωμένοι χαμογελούν και αυτοί με όσους τους διαβάζουν ανελλιπώς. Δεν μπορούν να σκεφτούν -τη στιγμή που η σοβαρότητα θα πέσει σε αχρηστία- τι πρόκειται να συμβεί. Επειδή η δημόσια γραφή ισχύει ενόσω πάνω από τους συμβατικούς της τρόπους πλανάται η διαδικτυακή κακοήθεια, όταν η κακοήθεια αυτή υπερισχύσει, ο μόνος τρόπος για να γράφεις δημόσια θα ήταν να σταματήσεις να γράφεις.
Αλίμονο σε όποιον έχει καταλάβει αυτή τη μασκαράτα και συνεχίζει. Αν προκρίνει για τον εαυτό του την «διπλή δέσμευση» (όταν δεν γράφω, γράφω καλύτερα), τότε ούτε η Καλυψώ της Προέδρου, αλλά ούτε και τα αδέσποτα της Κουμουνδούρου δεν θα τον παίζουν. Από εκείνη τη στιγμή, η αρθρογραφία του, κουρασμένη να κάνει τη σοβαρή, θα εισέλθει στην περίοδο του καρναβαλιού. Υπογράφοντας ως «Πιερότος», το όνομά του θα επιβιώνει πέραν αυτού: θα μπορεί ακόμα να τον ονομάζει, αλλά χωρίς να αναφέρεται ακριβώς στον ίδιο. Έτσι κι αλλιώς αυτός δεν θα υπάρχει πλέον, ούτε οι περιπλοκότητες που του έθετε η γραφή. Όλα θα περιοριστούν σε ένα βιβλίο και στην καλοσύνη των βιβλιοθηκών -εκτός εάν πρόκειται να ψηφιοποιηθεί και αυτό στο διαδίκτυο.
Υπάρχει όμως κάτι πέραν του βιβλίου, που το ονομάζω «άνοιγμα». Στο Χάος των Ταβιάνι, όταν ο διάσημος πλέον Πιραντέλλο επιστρέφει στο πατρικό του, το φάντασμα της μητέρας του τού υποδεικνύει ότι το να είναι κανείς δυνατός δεν σημαίνει ότι πρέπει να είναι στη ζωή του κλειστός. «Κοίταξε», του λέει: Και ανοίγει σιγά-σιγά την κλειστή της παλάμη.