Πώς οι αμυντικές δαπάνες δεν θα εξουθενώσουν την οικονομία

Ενώ στην δημόσια συζήτηση καμαρώνουμε συχνά για τα νέα όπλα, τις απίθανες τροχιές των υπερηχητικών και το μακρύ βεληνεκές των πυραύλων, ξεχνάμε κάτι λιγότερο θεαματικό αλλά ενδεχομένως επώδυνο: τον λογαριασμό!

Τα τελευταία δύο χρόνια η Ελλάδα πραγματοποίησε μια θεαματική αναβάθμιση της αμυντικής της ικανότητας, με τις προμήθειες Γαλλικών και αμερικανικών οπλικών συστημάτων σύγχρονης τεχνολογίας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το αίσθημα ασφάλειας του Έλληνα πολίτη ενισχύθηκε σημαντικά και πίστεψε ότι πλέον η χώρα μπορεί να αντιμετωπίσει ενδεχόμενες πολεμικές και άλλες ασύμμετρες απειλές πιο αποτελεσματικά και κυρίως χωρίς να ενδώσει σε μια τακτική παραχωρήσεων που θα της επέβαλαν οι εχθροί της.

Ενώ όμως στην δημόσια συζήτηση καμαρώνουμε συχνά για τα νέα όπλα, τις απίθανες τροχιές των υπερηχητικών και το μακρύ βεληνεκές των πυραύλων, ξεχνάμε κάτι λιγότερο θεαματικό αλλά ενδεχομένως επώδυνο: τον λογαριασμό!

Πρωταθλητές στην αγορά εξοπλισμών

Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, ο Γενικός Γραμματέας του NATO έκανε έκκληση στα μέλη του να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες άνω του 2% του ΑΕΠ, όμως μόνο 7 χώρες ανταποκρίθηκαν μέχρι τώρα με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τις εξής: Οι ΗΠΑ, την τελευταία πενταετία επανήλθαν στα υψηλά επίπεδα αμυντικών δαπανών γύρω στο 3,50% του ΑΕΠ ως προετοιμασία μιας πιθανής κλιμάκωσης με την Κίνα και τις κράτησαν ψηλά μετά την ρωσική εισβολή στην Ουκρανία.

Όσο και να φαίνεται εντυπωσιακό, η Ελλάδα τα δύο τελευταία χρόνια αφιέρωσε ακόμα περισσότερους πόρους για την άμυνα της, με τις σχετικές δαπάνες να φτάνουν το 3,70% του ΑΕΠ και το 3,54% του ΑΕΠ για τα έτη 2021 και 2022 αντίστοιχα. Ήταν οι αναλογικά υψηλότερες δαπάνες από όλες τις χώρες και φυσικά υπήρξαν πολλά σχόλια εντός και εκτός Ελλάδος, που κινούνται από την έκπληξη των δυτικών παρατηρητών έως τον φθόνο των ανατολικών.

Επόμενες μεγάλες αυξήσεις σε αναλογίες του ΑΕΠ έκαναν οι Βαλτικές χώρες (και κυρίως Λιθουανία και Λετονία). Προφανώς αύξησαν αισθητά τις αμυντικές δαπάνες γιατί συναισθάνθηκαν μεγαλύτερη την απειλή από τις γειτονικές χώρες μετά την ρωσική εισβολή. Από τα πολύ χαμηλά επίπεδα γύρω στο 1% του ΑΕΠ που αφιέρωναν πριν δέκα χρόνια για εξοπλισμούς, την τελευταία διετία αποφάσισαν να ξοδεύουν πλέον άνω του 2% κατά μέσο όρο. Η Πολωνία δαπανούσε ήδη αρκετά, αλλά επειδή συνορεύει με την ίδια την Ουκρανία αύξησε ακόμα περισσότερο τους εξοπλισμούς φτάνοντας πλέον το 2,50%. Μία εικόνα της εξέλιξης των δαπανών σε αυτές τις χώρες φαίνεται στο σχετικό διάγραμμα.

Οι συνέπειες των αυξημένων αμυντικών δαπανών είναι διαφορετικές για κάθε χώρα. Για παράδειγμα, στις ΗΠΑ τα εξοπλιστικά προγράμματα παράγονται σχεδόν εξ ολοκλήρου από την εγχώρια βιομηχανία τους, αξιοποιούν πατέντες που επινοούν τα ερευνητικά τους κέντρα, και επίσης παρέχουν πολλά πειράματα και δεδομένα πίσω στην ερευνητική κοινότητα για να βελτιώσει ακόμα περισσότερο την απόδοση τους. Επιπλέον αφού τα χρησιμοποιήσουν, τα πωλούν σε συμμάχους (αλλά δεν διστάζουν μερικά να τα στείλουν και σε «κακά παιδιά») δημιουργώντας ένα πανίσχυρο εξαγωγικό εμπόριο με άλλες χώρες.

Από τις ευρωπαϊκές χώρες, η Πολωνία  έχει ένα βιομηχανικό υπόβαθρο να στηρίξει μέρος του πολεμικού υλικού της, οι Βαλτικές χώρες όμως όχι και τόσο γιατί μόλις τώρα μπήκαν στον έντονο χορό των εξοπλισμών. Παρόλα αυτά με τους εξοπλισμούς τους όλες κέρδισαν αφενός μεν την ευγνωμοσύνη του ΝΑΤΟ που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα του να αυξήσουν τις σχετικές δαπάνες, αφετέρου απέσπασαν σωρεία διαβεβαιώσεων ότι σύσσωμη η Ατλαντική συμμαχία θα βρεθεί στο πλευρό τους αν τυχόν τους απειλήσει η Ρωσία.

Πολλαπλασιαστές ασφάλειας

Συγκεκριμένα, η προθυμία των Βαλτικών χωρών και της Πολωνίας οδήγησε πάραυτα σε ενίσχυση της συλλογικής ομπρέλας ασφαλείας. Πρακτικά δηλαδή οι δαπάνες εξοπλισμών που έκαναν αυτές οι χώρες είχαν έναν «πολλαπλασιαστή ασφάλειας» και πλέον οι σύμμαχοι θα τους συνδράμουν στην υπεράσπιση της χώρας από ενδεχόμενη επίθεση εξ ανατολών. Για παράδειγμα, στην Λιθουανία βρίσκονται ήδη 1.700 στρατιώτες του ΝΑΤΟ και η Γερμανία έχει υποσχεθεί μια επιπλέον δύναμη 3.000 στρατιωτών αφότου η χώρα αποφάσισε να αυξήσει τις δαπάνες της. [1]

Αντίθετα ο πολύς κ. Στόλτενμπεργκ δεν επιδαψίλευσε κανέναν έπαινο στην Ελλάδα και καμμία δέσμευση δεν ανέλαβε ότι η Συμμαχία θα προστρέξει να την συνδράμει αν δεχθεί επίθεση εξ ανατολών. Όχι μόνο αυτό, αλλά σε περίπτωση σύρραξης με την μονίμως αγριεμένη γείτονα κάμποσα φιλοτουρκικά λόμπι στις ευρωπαϊκές χώρες θα πείσουν τις κυβερνήσεις τους είτε να αδρανοποιηθούν είτε έμπρακτα να συνδράμουν τους εξ ανατολών επιτιθέμενους. Και μόνο μία μικρή πιθανότητα μιας τέτοιας εξέλιξης να υπάρχει, κάνει την Ελλάδα να εξοπλίζεται παραπάνω από ό,τι ενδεχομένως χρειαζόταν αν μπορούσε και αυτή να υπολογίζει στην Συμμαχία. Δηλαδή, η Ελλάδα έχει «υπο-πολλαπλασιαστή ασφάλειας» και διαχρονικά χρειάζεται να δαπανά περισσότερα από ό,τι θα δικαιολογούσε μόνη της η τουρκική απειλή, αν δεν την κανάκευε η ίδια η Συμμαχία. Αυτό είναι το «ελληνικό παράδοξο» που πρέπει επειγόντως να αντιμετωπίσουμε!

Κάνοντας τώρα προβολές στο μέλλον, εύκολα συμπεραίνουμε ότι ειδικά στην Ελλάδα οι δαπάνες εξοπλισμών θα αποτελέσουν σημαντική επιβάρυνση των δημοσίων οικονομικών, θα δεσμεύουν πόρους που διαφορετικά θα μπορούσαν να πάνε σε δημόσιες υποδομές και έρευνα για να βελτιώσουν την ζωή μας. Θα έχουμε βέβαια την εμπέδωση της ασφάλειας, χωρίς την οποία όλα τα άλλα δεν μετράνε. Αλλά επίσης καλό είναι να έχουμε υπόψη μας ότι τις επόμενες δεκαετίες η Ελλάδα γερνάει δημογραφικά και κατά συνέπεια το κόστος άμυνας ανά εργαζόμενο παραγωγικής ηλικίας θα αυξάνει ραγδαία και θα είναι δύσκολα διατηρήσιμο.

Άρα για να μετριάσουμε τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις οφείλουμε να σχεδιάσουμε μια σειρά από πρωτοβουλίες συμπαραγωγής εξοπλισμού, ανάπτυξη εγχώριας τεχνολογίας, και εξαγωγικές συμφωνίες πολεμικού υλικού με φιλικές χώρες. Πιστεύω ότι στον τομέα αυτό το Πρόγραμμα του ΠΑΣΟΚ στο πλαίσιο της παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας διατυπώνει μια σειρά από ξεχωριστές προτάσεις (Κεφάλαιο Β4, σε συνεργασία με Απ. Κρυονίδη). Τις παραθέτω αυτούσιες προς δημόσια συζήτηση:

Αμυντική Προστιθέμενη Αξία

Το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας οφείλει να οργανώσει μια εγχώρια αμυντική βιομηχανία που ως κεντρικό σκοπό της θα έχει την κλιμακωτή αύξηση της εγχώριας παραγωγής για τους αναγκαίους εξοπλισμούς, με τις μορφές της συμπαραγωγής και της συμμετοχής στην συντήρηση και υποστήριξη των οπλικών συστημάτων. Σε αυτό το πεδίο υπάρχουν δυο βασικά πεδία και συγκεκριμένοι εγχώριοι παίκτες που πρέπει να ενεργοποιηθούν.

Στο πρώτο πεδίο, που αφορά τους εξοπλισμούς του Στρατού ξηράς και της Αεροπορίας πρέπει να υπάρξει μια εκτενής σύμπραξη ανάμεσα στις δύο κρατικές βιομηχανίες ΕΑΒ (Ελληνική Αεροπορική Βιομηχανία) και ΕΑΣ (Ελληνικά Αμυντικά συστήματα) με τους εγχώριους κατασκευαστές αμυντικού υλικού. Αυτό όμως προϋποθέτει και την εξυγίανση του συστήματος προμηθειών για να μην επαναληφθούν τα φαινόμενα διαφθοράς που σημειώθηκαν παλιότερα.

Παράλληλα πρέπει να προωθηθούν συμπράξεις είτε σε διεθνή, είτε όταν υπάρχουν ώριμες συνθήκες σε αμιγώς εθνικά προγράμματα, έρευνας, τεχνολογίας και ανάπτυξης νέων αμυντικών συστημάτων. Φυσικά στο πεδίο αυτό πρέπει να αποφύγουμε τα λάθη με αντισταθμιστικά και μεσάζοντες, και να προχωρήσουμε σε διαφανείς συνεργασίες που θα τονώνουν τους εγχώριες επενδύσεις και θα προσελκύουν αντίστοιχες από το εξωτερικό. Προφανώς στο πεδίο αυτό κρίσιμος είναι ο αναβαθμισμένος ρόλος των Γενικών Επιτελείων στο σχεδιασμό των απαιτούμενων εξοπλισμών με βάση τις επιχειρησιακές τους ανάγκες.

Το άλλο συναφές πεδίο της αμυντικής βιομηχανίας είναι η ναυπηγική δραστηριότητα. Για την δυναμική αναβίωση της ναυπηγικής βιομηχανίας στη χώρα μας χρειάζεται μία στρατηγική συμπαραγωγής από τις εγχώριες μονάδες τουλάχιστον ενός μέρους από τις νέες παραγγελίες του Πολεμικού Ναυτικού. Στο πεδίο αυτό χρειάζονται τολμηρές μακροπρόθεσμες λύσεις. Δυναμικός εταίρος αυτών των λύσεων μπορεί να είναι ένας εγχώριος παράγων υψηλής διεθνούς παρουσίας αλλά μικρής εγχώριας προστιθέμενης αξίας προς το παρόν. Ο κλάδος της ποντοπόρου ελληνικής ναυτιλίας.

Τα ναυπηγεία θα μπορέσουν έτσι μέσα από αλληλοσυμπληρούμενα στρατιωτικά και εμπορικά κατασκευαστικά προγράμματα να εξυπηρετούν τόσο τις ανάγκες του ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού όσο και τις ανάγκες του ελληνόκτητου στόλου. Η Ελλάδα έχει ένα νέο παράθυρο ευκαιριών που ανοίγει η νέα έκτακτη γεωπολιτική κατάσταση.

Στο παρελθόν έγιναν λάθη κατασκευαστικών επιλογών τα οποία οδήγησαν τα μεγάλα ναυπηγεία της χώρας σε οριακή κατάσταση, λόγω και των ανοικτών υποθέσεων κρατικών ενισχύσεων που θεωρήθηκαν από την ΕΕ ότι δόθηκαν παρατύπως. Πριν λοιπόν προχωρήσει ο νέος κύκλος, η χώρα πρέπει να κλείσει όλες τις παλιές εκκρεμότητες σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις και έτσι να εξασφαλίσει την ευρωπαϊκή υποστήριξη στο εγχείρημα αυτό.

Με την στρατηγική ενίσχυσης της Εγχώριας Προστιθέμενης Αξίας στην άμυνα, η Ελλάδα θα βελτιώσει όχι μόνο την δημοσιονομική της θέση στο μέλλον αλλά και τον εθνικό έλεγχο πάνω σε ευαίσθητες στρατιωτικές τεχνολογίες, που δεν θα μπορούν να ακυρωθούν σε μια κρίσιμη στιγμή από την χώρα που την παρήγε.  Έπειτα ποιος ξέρει; Με ένα αμυντικό σύστημα που σε σοβαρό βαθμό στηρίζεται σε εγχώριες δυνατότητες, ίσως κάποτε πεισθεί και το ΝΑΤΟ να μεταφέρει δικές του δυνάμεις στην χώρα μας για να την υπερασπιστεί από την απειλή που σήμερα όλοι βλέπουν αλλά υποκριτικά επιμένουν να παραβλέπουν.

Υστερόγραφο:

Δεν μπορώ να αποφύγω τον πειρασμό να επισημάνω ότι σύμφωνα με το ισχύον σύστημα ταξινόμησης της ΕΕ οι δαπάνες εξοπλισμών περνούν μεν αμέσως στο δημόσιο χρέος της χώρας, αλλά στο έλλειμμα σταδιακά και ανάλογα με την παραλαβή τους. Αν καταγραφόταν με μιας όλες οι δαπάνες αγοράς στο έλλειμμα, η χώρα αμέσως θα εμφανιζόταν εκτροχιασμένη και η Κομισιόν θα μας έκανε ένα νέο κύκλο δημοσιονομικής κατήχησης συν τις προσβολές για τα Greek statistics. Και όμως αυτήν ακριβώς την λογιστική αυθαιρεσία διέπραξε η ΝΔ το 2004, μόνο και μόνο για να βγάλει στην σέντρα το απελθόν ΠΑΣΟΚ και να ελαφρύνει τα δικά της ελλείμματα που σταδιακά θα είχαν και αυτά ένα μέρος των επιβαρύνσεων. Κάποια στιγμή το 2006, το Ecofin επέβαλε την σημερινή μεθοδολογία ταξινόμησης και δικαίωσε το ΠΑΣΟΚ, αλλά η ΝΔ ούτε μία συγγνώμη δεν ζήτησε ακόμα.

Αμυντικές δαπάνες ως %ΑΕΠ

Σημείωση: Οι Βαλτικές χώρες συνεργάζονται στενά μεταξύ τους και για αυτό τέθηκε ο μέσος όρος Λιθουανίας, Λετονίας και Εσθονίας.

Πηγή στοιχείων: https://www.nato.int/cps/en/natohq/news_212891.htm, Table 3.

[1] Δήλωση του Προέδρου της Λιθουανίας Gitanas Nauseda, 23/6/2022.  https://www.reuters.com/world/europe/lithuania-president-eyes-hike-defence-spending-host-more-nato-troops-2022-06-23/

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.