Έφυγε χθες από τη ζωή, ένας από τους σπουδαιότερους Έλληνες συνθέτες, ο Γιάννης Μαρκόπουλος.
Συνεπής πάντα στις ιδέες και τις απόψεις του, άφησε, δουλεύοντας άοκνα, βαθιά τη σφραγίδα του στον σύγχρονο ελληνικό πολιτισμό, δίνοντας έκφραση αλλά και νέους δρόμους στις μουσικές μας καταβολές και ρίζες.
Στη συνέντευξή του στο «ΒΗΜΑ» και στον Γιώργο Κοντογιάννη στις 28 Οκτωβρίου 1972, ο Γιάννης Μαρκόπουλος μιλάει για την ελληνική μουσική και τον τρόπο που ο ίδιος τη «διάβασε» και επέλεξε να την προσεγγίσει.
Μπορείς να δώσης ένα χαρακτηρισμό στη μουσική σου; Είναι έντεχνη με παραδοσιακά στοιχεία, σύγχρονη, λαϊκή; Τι είναι;
Ο όρος έντεχνη είναι χρησιμοποιημένος από μένα στα σημειώματα των ‘Ριζίτικων’ και έχει την έννοια του ανθρώπου που η δουλειά του είναι να παίρνη υλικά απ’ τη φύση και να κατασκευάζη ή πολλές φορές να ανανεώνη.
Οπωσδήποτε το τραγούδι είναι έντεχνη κατακτήση όπως το σπίτι. Διαλέγεις υλικά και το χτίζεις σύμφωνα με τις ανάγκες. Το ομαδικό τραγούδι είναι νόμος πολλών μ’ ένα συντονιστή.
Πριν από κάθε τραγούδι βρίσκεται ο συνθέτης όπως και πίσω από κάθε σπίτι ο χτίστης του. Θα ήταν παράλογο να πούμε ότι δεν υπάρχει. Οι επόμενοι αν δεν προσθέσουν τίποτα διατηρούν πάντως τα τραγούδια του παλιού συνθέτη – ποιητή.
Όλα μας τα τραγούδια που είναι δυνατά και ακατάλυτα βγήκαν απ’ την ανάγκη. Όχι ανάγκη – όχι τραγούδι. Κι αν η ανάγκη είναι φοβερή ομαδική έκρηξη γεγονότων, όπου ζωή και θάνατος είναι αλογάριαστες έννοιες, τότε έχουμε μεγάλα τραγούδια.
Σήμερα δεν άλλαξε η ανάγκη για να βγη ένα τραγούδι με τα συστατικά που κουβαλά ο καθένας μας. Τραγούδι που δεν βγαίνουν από μια ανάγκη και δεν εκφράζουν αυτά που συμβαίνουν είναι κατάλοιπα και αντιπροσωπεύουν το καυσαέριο στον καθαρό αέρα που αναπνέουμε.
Κάνω αυτόν τον παραλληλισμό γιατί το δηλητήριο και η μόλυνση δεν φαίνονται.
Μαζί με τα ανατολίτικά όργανα χρησιμοποιείς και δυτικά, κιθάρα…
Τίποτα δεν είναι δυτικό. Ακόμα και το αρμόνιό τους, το εκκλησιαστικό όργανό τους, τους τα δάνεισαν οι δικοί μας πρόγονοι. Αρκετά με τη Δύση. Οι άνθρωποί της είναι καλοί πελάτες μας και μελετητές του πολιτισμού μας τίποτ’ άλλο…
Ο Μότσαρτ, ο Μπαχ…
Δεν θ’ απαντήσω ευθέως. Φοβάμαι να πω αυτά που αισθάνομαι. Στη μουσική μας υπάρχουν τριακόσιοι δρόμοι. Η Δύση έχει μόνο δύο, το μείζονα και τον ελάσονα. Φτιάξανε ένα οικοδόμημα που…ας σταματήσω.
Οι καλόγεροι του Βυζαντίου, που είχαν τα άγια της Ασίας, τους κορόιδευαν. Δεν σου λέω τίποτα άλλο. Μ’ αρέσει πιο πολύ μια δωρική κολώνα από μια γοτθική εκκλησία.
Έχεις σπουδάσει στο ωδείο δυτική μουσική
Πριν σπουδάσω έψελνα στον Άη Γιώργη στην Ιεράπετρα και κρατούσα τους ρυθμούς στις λύρες. Έπαιζα λαϊκό βιολί και νταούλι. Παίζω φλογέρα και κλαρίνο, ξέρω λίγο λαούτο.
Προσπάθησαν να μ’ ευνουχίσουν στα ωδεία 10 χρόνια. Βγήκα λίγο άρρωστος και είμαι κάπως ακόμα. Τη γλύτωσα φτηνά όπως ο φίλος μου ο Νίκος Στεφάνου στο αεροπλάνο (σ.σ. ο ζωγράφος και σκηνογράφος Νίκος Στεφάνου, που επέζησε από το πολύνεκρο δυστύχημα της Ολυμπιακής Αεροπορίας το 1972).
Ξέρω την ευρωπαϊκή σημειογραφία, αλλά πιο καλά ξέρω την ντόπια μουσική μας, που η τύχη, η θέση της χώρας μας έφτιαξε. Η Ασία κουβάλησε και κουβαλά ακόμα χιλιάδες ακούσματα.
Η Αφρίκη χιλιάδες ρυθμούς και πρωτόγονους όγκους. Εδώ γίνεται το χαρμάνι. Είμαστε ένα θέατρο. Από δεξιά κι αριστερά μπαίνει ο χορός της Ασίας και της Αφρικής. Η υπόθεση φτιάχνεται και θα φτιάχνεται απ’ αυτά τα υλικά. Στις κερκίδες πάνω τότε θα είναι οι Ευρωπαίο.
Αυτό σημαίνει ότι δεν επιδοκιμάζεις τη δουλειά των άλλων συνθετών στην Ελλάδα;
Ο καθένας κάνει τη δουλειά του και είναι σεβαστή έστω κι αν είναι καυσέριο. Αν το νοιώση σταματά κι αλλάζει δουλειά.
Το κοινό δεν νομίζεις, ότι μπορεί ν’ αντιληφθή σωστά και να κατατάξη;
Η λαϊκή τάξη είχε και έχει τους δικούς της συνθέτες. Ας πούμε ότι οι εργάτες διασκέδαζαν με τα τραγούδια του Τσιτσάνη και του Βαμβακάρη. Η αστική τάξη με τον Αττίκ και το Γούναρη.
Ο Χατζηδάκις (πιο μπροστά απ’ αυτόν ο Τσαρούχης, ο Ελύτης, ο Εγκονόπουλος, που αναφέρει σ’ ένα παλιό ποίημά του τη λαϊκή τραγουδίστρια Μαρίκα Πολίτισσα, ανακάλυψαν το λαϊκό τραγούδι) είναι ο κομφερανσιέ, με την καλή έννοια, της ρεμπέτικης μουσικής στην αστική τάξη.
Η λαϊκή τάξη ούτε έχασε ούτε κέρδισε. Η αστική, όμως, αμέσως αντικατέστησε τους ελαφροσυνθέτες με τον Χατζηδάκι και καλώς.
Τα δικά σου τραγούδια πού απευθύνονται; Δεν απευθύνονται στους αστούς;
Σήμερα φτάσαμε σε μιά αταξική κοινωνία. Θέλω να πω: τα παιδιά των εργατών με τα παιδιά των αστών είναι φίλοι και έχουν τα ίδια προβλήματα. Μέσα εκεί γράφω. Έχω μαζί τους τα ίδια προβλήματα. Αν θέλεις, κουβαλώ παλιές τους μνήμες.
Εγώ ποτέ όμως δεν θα πω ότι ο τόπος μας είναι γνωστός στη Δύση από το ούζο, τα «ώπα» και τα συρτάκια. Κι αν δε μας μάθουν, δε γίνουμε γνωστοί, δεν πειράζει καθόλου. Είμαστε εδώ γνωστοί.
Το μεγάλο κοινό, όμως, σήμερα ακούει τραγούδια του Βοσκόπουλου.
Όλα συνυπάρχουν. Ο κόσμος θα τα κρίνη καλύτερα. Οι χιλιάδες συγγραφείς δεν έθαψαν την αλήθεια του Μακρυγιάννη. Εγώ έχω πάνω στο τραπέζι μου τη φωτογραφία του φίλου μου του Νίκου Ξυλούρη.
Απ’ όσα λες φαίνεται ότι σέβεσαι πολύ τη δημοτική μουσική…
Δημοτική μουσική δεν υπάρχει. Έχουμε δύο μουσικές. Τη θρησκευτική και την κοσμική. Η κοσμική είναι ελεύθερη, η θρησκευτική μόνη της έφτιαξε τους νόμους της. Έβγαλε το ρυθμό, τα όργανα, τους βακχικούς δρόμους για να αποκτήση μυσταγωγία.
Πολλοί σε κατηγόρησαν γιατί διασκεύασες τα «Ριζίτικα»
Στην Κρήτη αλλοιώς τα τραγούδουν. Στην ανατολική βαρούν νταούλια, στην άλλη δε βαρούν. Αλλοιώς τα λένε εδώ κι αλλοίως εκεί. Στον Ξυλούρη εγώ τάμαθα το 1961. Τότε τα είχα ξαναβγάλει. Είναι δική μου εργασία πάνω στα «ριζίτικα». Δέκα – οκτώ άνθρωποι, μ’ ένα συντονιστή (εμένα) κι έναν πρωταγωνιστή (τον Ξυλούρη) στα στούντιο της «Κολούμπια» είπαμε τ’ ανιστόρητα σε ομαδική έκρηξη, τις κατάλληλες ώρες με προεργασία ενός χρόνου.
Τα πιο πολλά υλικά μας ήταν από την Κρήτη. Τα άλλα από παντού. Και η Κρήτη τα έχει αυτά από πολλές μεριές των δύο πλαϊνών της Ηπείρων.
Πάντως τα «Ριζίτικά» μου είναι χωρίς ηλεκτρικά αμερικανικά όργανα και θα ακολουθήσουν έναν ξέχωρο δρόμο από τα άλλα ριζίτικα που έχουν παραμείνει ντόπια.
Όποιοι τ’ ακούν και με νοιώθουν καταλαβαίνουν, οι άλλοι ας με βρίζουν λέγοντάς μου ότι τα διασκεύασα.