Το κεντρικό ερώτημα σε κάθε εκλογική αναμέτρηση είναι ποιος θα κυβερνήσει. Σε αυτό απαντά κατά κανόνα και η μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος με την ψήφο του να «διαιρείται» ανάμεσα στα κόμματα εξουσίας.
Κατά κανόνα επίσης το μετεκλογικό τοπίο διαμορφώνεται από τους βασικούς διεκδικητές της εξουσίας. Από εκείνον που εμφανίζεται πιο πειστικός ως προς την ικανότητα διακυβέρνησης και κερδίζει. Και εκείνον που χάνει για να αναλάβει θεσμικά τον ρόλο της μείζονος αντιπολίτευσης και πολιτικά τον ρόλο της εναλλακτικής πρότασης εξουσίας.
Όπως αποδείχθηκε και εκ του αποτελέσματος, στις εκλογές της 21ης Μαΐου έπεσε μόνο μία πρόταση διακυβέρνησης στο τραπέζι.
Κάτι που εξηγεί γιατί αυτός που την κατέθεσε προς τους ψηφοφόρους απέσπασε ένα ποσοστό «οικείο» στη μεταπολιτευτική περίοδο, ενώ εκείνος που διεκδίκησε την ψήφο των πολιτών χωρίς ουσιαστική πρόταση κατακρημνίστηκε εκλογικά με πρωτοφανείς απώλειες.
Μετά το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, το τοπίο οποίο έγινε ακόμη πιο σαφές ως προς την πρόταση διακυβέρνησης. Κανένα κόμμα, πλην της ΝΔ, δεν διεκδικεί την εξουσία στις εκλογές της 25ης Ιουνίου. Είναι δυο ωστόσο τα κόμματα που διεκδικούν τον ρόλο της μείζονος αντιπολίτευσης.
Ανοίγει έτσι ένας νέος μεταπολιτευτικός κύκλος κατά τον οποίο παγιώνεται ο ένας πόλος, ενώ ο ανασυντάσσεται ο άλλος.
Δεν είναι βέβαιο επομένως πώς και με ποιον θα επιστρέψει το πολιτικό σύστημα στην κοίτη του δικομματισμού και των δυο εναλλακτικών προτάσεων εξουσίας.
Στην Κεντροδεξιά, με άλλα λόγια, οι λογαριασμοί φαίνεται να έχουν κλείσει. Στην Κεντροαριστερά παραμένουν ανοικτοί. Οι εκλογές της 25ης Ιουνίου δεν συνιστούν από αυτήν την άποψη παρά ένα πρώτο ξεκαθάρισμα.