Ένα από τα πιο σημαντικά θέματα πολιτικής στην παγκόσμια ατζέντα αποτελεί η μισθολογική απόκλιση των δύο φύλων.
Ως μισθολογική απόκλιση μεταξύ των δύο φύλων (gender pay gap) ορίζεται η διαφορά μεταξύ των μέσων ακαθάριστων, ωριαίων εισοδημάτων των εργαζόμενων αντρών και γυναικών.
Τυπικά, ο όρος αυτός καλύπτει ένα ευρύτερο φάσμα εννοιών, πέρα από τη μισθολογική διάκριση αυτή καθαυτή. Εμπερικλείει ένα μεγάλο αριθμό ανισοτήτων που βιώνουν σε καθημερινό επίπεδο οι γυναίκες, όσον αφορά στην εργασία, στην επαγγελματική τους ανέλιξη και στη λήψη ανταμοιβών για την αναγνώριση της εργασίας τους.
Μεταξύ άλλων, οι κυριότεροι λόγοι για τους οποίους παρατηρείται μισθολογική απόκλιση μεταξύ αντρών και γυναικών, εις βάρος των γυναικών, είναι:
- Η δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπευση των γυναικών σε χαμηλά αμειβόμενους κλάδους.
- Η επιλογή θέσεων μερικής απασχόλησης με σκοπό να είναι σε θέση να συνδυάσουν την εργασία με τις αυξημένες οικογενειακές τους υποχρεώσεις.
- Τα διαλείμματα στην καριέρα τους λόγω οικογενειακών υποχρεώσεων.
- Ο περιορισμένος αριθμός γυναικών σε διοικητικές και ηγετικές θέσεις.
Επιπρόσθετα, επισημαίνεται το γεγονός ότι επειδή οι γυναίκες ζουν συνήθως περισσότερο από τους άντρες, κατά μέσο όρο 5-7 χρόνια, και αφιερώνουν μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από τη ζωή τους στη φροντίδα της οικογένειάς τους, οδηγούνται σε χειρότερη οικονομική θέση από τους άνδρες, όχι μόνο στην διάρκεια του εργατικού τους βίου αλλά και κατά την περίοδο της συνταξιοδότησής τους.
O συνδυασμός των παραπάνω παραγόντων επιτείνει το μισθολογικό χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών, καθυστερεί την πρόοδό τους και, μακροπρόθεσμα, τη χρηματοοικονομική τους ανεξαρτησία.
Στον Πίνακα 1 παρουσιάζονται τα τελευταία ευρήματα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και την Ευρωπαϊκή Στατιστική Υπηρεσία (2023) για το μισθολογικό χάσμα μεταξύ των δύο φύλων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Από τις 27 χώρες, μόνο το Λουξεμβούργο έχει καταφέρει να μηδενίσει τις μισθολογικές διαφορές. Σε πολύ ικανοποιητικά επίπεδα βρίσκονται η Ρουμανία, η Σλοβενία, η Πολωνία, το Βέλγιο και η Ιταλία, ενώ στο άλλο άκρο βρίσκονται η Εσθονία, η Αυστρία, η Γερμανία και η Ουγγαρία.
Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στον επαγγελματικό χώρο αποτελεί ήδη σημαντική προτεραιότητα των κρατών της Ε.Ε η οποία ανακοινώθηκε με τη Διακήρυξη του Πόρτο, βάσει της οποίας οι ηγέτες των χωρών της Ε.Ε. δεσμεύτηκαν να κλείσουν το χάσμα αυτό που ακόμα υπάρχει στην απασχόληση, στο εισόδημα και στις συντάξεις μεταξύ των δύο φύλων .
Ο νέος στόχος σε επίπεδο Ε.Ε. για το 2030 είναι η αύξηση της απασχολησιμότητας από το 60% στο 78%, για τον πληθυσμό ηλικίας 20-64 ετών, με σημαντική κάλυψη των θέσεων από το γυναικείο φύλο. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι οι προσλήψεις των γυναικών θα πρέπει να αυξηθούν κατά τρεις φορές περισσότερο σε σχέση με τους άντρες, στόχος ο οποίος αποτελεί ιδιαίτερη πρόκληση για τα κράτη-μέλη της Ε.Ε., δεδομένης της βραδύνουσας προόδου τους ως προς αυτό το θέμα τα τελευταία χρόνια.
Οι δράσεις που έχουν αναλάβει τα κράτη αλλά και η Ε.Ε. συνολικά, σε συνεργασία με διάφορους φορείς όπως ο ΟΟΣΑ, περιλαμβάνουν:
- την διευρυμένη συμμετοχή των γυναικών στα Διοικητικά Συμβούλια καθώς και σε άλλες ανώτερες διοικητικές θέσεις,
- την ευέλικτη εργασία και την τηλεργασία, μοντέλο εργασίας το οποίο προτιμάται κατά κανόνα για πολλούς λόγους από τις γυναίκες,
- δράσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας των γυναικών, και
- υπηρεσίες στήριξης των γυναικών στη φροντίδα των παιδιών τους.
Στο πλαίσιο αυτό, η Ε.Ε. προσπαθεί να προωθήσει την ισότητα στις συντάξεις μεταξύ των δύο φύλων, αλλά και την παροχή οικονομικής υποστήριξης σε γυναίκες σε περίπτωση που χρειαστεί να διακόψουν την καριέρα τους προκειμένου να αναλάβουν τη φροντίδα των παιδιών ή κάποιου άλλου μέλους της οικογένειάς τους.
Παράλληλα, τα τελευταία χρόνια, μια σειρά επιστημονικών δημοσιεύσεων κυρίως από την Καθηγήτρια Annamaria Lusardi αποδεικνύουν ότι οι γυναίκες πλήττονται σε μεγαλύτερο βαθμό από τους άντρες από την έλλειψη χρηματοοικονομικής εκπαίδευσης ,η οποία επηρεάζει σημαντικά το μισθολογικό αυτό χάσμα.
Να σημειωθεί ότι το επιστημονικό αυτό εύρημα παρατηρείται τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο, όσο και στην χώρα μας. Στα πλαίσια αυτά, η χρηματοοικονομική εκπαίδευση από έγκυρα καταρτισμένους εκπαιδευτές φαίνεται ότι αποτελεί μία ικανοποιητική και αποτελεσματική λύση στη μείωση του μισθολογικού χάσματος μεταξύ των δύο φύλων.
Για αυτό το λόγο, καθίσταται επιτακτική ανάγκη η ανάληψη σχετικών πρωτοβουλιών σε εθνικό επίπεδο όσον αφορά στη χρηματοοικονομική εκπαίδευση, την επιχειρηματικότητα και στην καταπολέμηση του χρηματοοικονομικού αναλφαβητισμού των γυναικών.
H Αφροδίτη Σταθοπούλου είναι υποψήφια Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Πειραιώς, Τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων και Επιστημονική Συνεργάτιδα του Ινστιτούτου Χρηματοοικονομικού Αλφαβητισμού