Η Ελλάδα του 2023, πορεύεται στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα, με ορίζοντα το 2050, εξήντα χρόνια μετά το 1963, που ατένιζε, τότε, το τέλος του 20ού αιώνα. Σε συνθήκες μιας νέας ιστορικής περιόδου, η Ελλάδα, διαρκώς, δοκιμάζεται κι αλλάζει. Στη σκιά του χρόνου, όσοι ξαποσταίνουν, μεταξύ συγκυρίας και ιστορίας, αναπολούν τα περασμένα και ψάχνουν τα σημερινά, με εκ των υστέρων αφηγήματα κατ’ αρέσκεια. Κι εκείνοι που βλέπουν τη σκόνη του χρόνου, να σκεπάζει μνήμες, βιώματα και συλλογικές περιόδους, μεμψιμοιρούν παρελθοντολογώντας. Oι απαντήσεις, όμως, στα σημερινά και μελλοντικά προβλήματα, δεν θα έλθουν με αντίλαλους του παρελθόντος και αναπαραστάσεις τετελεσμένων. Από «του κόσμου τα γυρίσματα και του καιρού τ’ αλλάγματα», που «αναπαμό δεν έχουν» λέει στον Ερωτόκριτο ο Βιτσέντζος Κορνάρος, «… ξαναγεννιέται η φύση των πραγμάτων…».
Η δεκαετία του 1960 είναι μια ακρωτηριασμένη δεκαετία, έντονα μεταβατική και διεκδικητική περίοδος, ενεργό ιστορικό πύκνωμα, με διαρκείς εκδηλώσεις διαμαρτυρίας και αμφισβήτησης για τον κυβερνητικό αυταρχισμό, τη διατήρηση των εμφυλιοπολεμικών εκτάκτων μέτρων δίωξης και διακρίσεων, το αστυνομικό κράτος, την κοινωνική καθυτέρηση κι ανισότητα. Μετά τη ναζιστική κατοχή, την αδικαίωτη εθνική αντίσταση και τον εφιαλτικό εμφύλιο, για τον οποίο έχουν όλα τα μέρη ευθύνες, ο στρατός, τα ανάκτορα και ο αμερικανικός παράγοντας, επέβαλαν το κράτος των εθνικοφρόνων της «καχεκτικής δημοκρατίας», σε διεθνείς ψυχροπολεμικές συνθήκες. Σ’ αυτές τις περιστάσεις, διαμορφώθηκαν συλλογικές αγωνιστικές αξιώσεις, για εκδημοκρατισμό, κοινωνική δικαιοσύνη, εθνική ανεξαρτησία, προοδευτικό εκσυγχρονισμό. Η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, βουλευτή της Ενιαίας Δημοκρατικής Αριστεράς (ΕΔΑ), το Μάιο του 1963, αποτέλεσε δραματικό γεγονός, με καταλυτικές επιπτώσεις στη νεότερη πολιτική μας ιστορία.
Στις 22 Μαΐου 1963, στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, σ’ εκδήλωση για την ύφεση και την ειρήνη, με ομιλητή το Λαμπράκη, κατά την αποχώρησή του, τρίκυκλο κρυμμένο στο σκοτάδι, ορμάει με ταχύτητα πάνω του και τον τραυματίζει θανάσιμα. Ο Λαμπράκης πεθαίνει, μετά πέντε ημέρες, στις 27 Μαΐου 1963. Η πολιτική ένταση, που ήδη υπάρχει, με την κήρυξη του «ανένδοτου αγώνα», από τον αρχηγό της Ένωσης Κέντρου (Ε.Κ.), Γεώργιο Παπανδρέου, αλλά και την ηγεσία της ΕΔΑ, μετά τις εκλογές «βίας και νοθείας» του 1961, παίρνει διαστάσεις μαζικής δημοκρατικής διαδήλωσης κατά του παρακράτους, του παρασυντάγματος και της κυβερνητικής πολιτικής του διχαστικού αντικομμουνισμού. Οι διαπλεκόμενοι μηχανισμοί εξουσίας, που ελέγχουν το δημόσιο βίο στο σύνολό του, κινητοποιούν το δίκτυο παραστρατιωτικών ομάδων, παρακρατικών φασιστικών οργανώσεων, πρακτόρων της CIA και των εσωτερικών μηχανισμών του αστυνομικού κράτους, εναντίον των κεντρώων κι αριστερών δυνάμεων, που διεκδικούν δημοκρατική κυβερνητική προοπτική.
Δεν είναι απρόβλεπτο κι ανεπιθύμητο τραγικό γεγονός η δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη. Είναι αποτέλεσμα επιχείρησης, που σχεδιάσανε κέντρα και δυνάμεις αποσταθεροποίησης και καταστολής ανεπιθύμητων πολιτικών κομμάτων και κοινωνικών διεκδικήσεων, με ψυχολογικό πόλεμο, πολιτική προπαγάνδα και πρόκληση βίαιων επεισοδίων, ακόμα και δολιοφθορών. Επίσης, δεν στοχοποιήθηκε τυχαία ο Λαμπράκης. Προσωποποιούσε πολιτικούς ριζοσπαστικούς συμβολισμούς. Ήταν πρωταθλητής και βαλκανιονίκης. Μαιευτήρας, υφηγητής ενδοκρινολογίας. Είχε διεθνή αναγνώριση και κοινωνική καταξίωση. Ανέπτυσσε αγωνιστικότητα, που προκαλούσε απήχηση στον κόσμο και αναστάτωση στους μηχανισμούς ασφαλείας. Υπόδειγμα και σύμβολο πολιτικής και κοινωνικής δράσης, που έπρεπε να σακατευτεί, προς φρονηματισμό όλων.
Το 1963, η Ελλάδα εμποδίζεται, μεθοδευμένα, να βαδίσει με ομαλό τρόπο προς την αναζήτηση δημιουργικής προοπτικής. Σπρώχνεται σε πρόσθετες αντιδημοκρατικές περιπέτειες, με το εκλογικό πραξικόπημα βίας και νοθείας του 1961, και την ορατή κρίση εξουσίας, που κατήγγειλε στη μνημειώδη ομιλία του στη Βουλή ο Ηλίας Ηλιού. Με τον βουλευτή Λαμπράκη αιμόφυρτο στο οδόστρωμα και τους «αντιφρονούντες» να διαδηλώνουν γύρω του, ο πρωθυπουργός, Κωνσταντίνος Καραμανλής, διερωτάται, κατά τα δημοσιεύματα: «Ποιος κυβερνά αυτή τη χώρα». Την απάντηση την ήξερε, αφού ο ίδιος, μετά τις εκλογές του 1958, όταν αξιωματική αντιπολίτευση αναδείχτηκε η ΕΔΑ, συγκρότησε ειδική επιτροπή για την αντιμετώπιση της κομμουνιστικής απειλής. Γραμματέας της επιτροπής ήταν ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, αξιωματικός της ΚΥΠ, στρατοδίκης του Ν. Μπελογιάννη και οργανωτής της συνωμοτικής Ένωσης Νέων Αξιωματικών, που ήταν το «επαναστατικό συμβούλιο» της 21ης Απριλίου 1967. Η επιτροπή κατάρτισε το σχέδιο «Περικλής», που εφαρμόστηκε την 21ης Απριλίου 1967. Αποφάσισε, επίσης, την οργάνωση «εθνικοφρόνων αντιφρονούντων», για δυναμική αντιπαράθεση προς τους κομμουνιστές, αριστερούς, δημοκράτες. Ένα μήνα πριν τη δολοφονία του Λαμπράκη, εκδιώκεται η παρακρατική Εθνική Κοινωνική Οργάνωση Φοιτητών (Ε.Κ.Ο.Φ.) από τους φοιτητικούς συλλόγους και καταγγέλλεται η δραστηριότητα του ΄΄σπουδαστικού΄΄ τμήματος της Ασφάλειας. Οργανώνεται το Δ΄ Πανσπουδαστικό Συνέδριο, με θέμα «Παιδεία και Οικονομία» και ιδρύεται η «Εθνική Φοιτητική Ένωση Ελλάδας», που διακηρύσσει ότι «ο σπουδαστής είναι νέος, εργαζόμενος, διανοούμενος» και το φοιτητικό κίνημα είναι «αυτόνομο, κοινωνικό και πολιτικό κίνημα».
Τη δεκαετία του 1960, περίοδο συγκρούσεων και αναζητήσεων, κατακρεούργησε η δικτατορία του 1967. Σε όλα τα πεδία του δημοσίου βίου, αγωνιστικές προσπάθειες, ριζοσπαστικές αναζητήσεις, προοδευτικοί στοχασμοί διαμόρφωναν την «ελληνική άνοιξη», με πολιτικά και πολιτισμικά έργα, ανεξάντλητης αξίας, στα οποία ακόμα στηριζόμαστε, γιατί είναι φλέβες της συλλογικής ταυτότητας. Τότε, συνυπάρχουν οι μεταπολεμικές κι εμφυλιακές γενιές, που ενηλικιώνονται, μαζί με τη γενιά του ’30, στην ωριμότητά της. Η παραδοσιακή Ελλάδα της αστυφιλίας και μετανάστευσης, των ανισοτήτων, του αντιδημοκρατικού παρασυντάγματος, με την προοδευτική, πολιτική και πολιτισμική, Ελλάδα, που αγωνίζεται «να γυρίσει ο ήλιος». Η δολοφονία του Λαμπράκη αποκαλύπτει την γενικευμένη αντίφαση και σύγκρουση, για να πάρει περιεχόμενο ζωής η νεωτερικότητα, η λαϊκότητα και η ελληνικότητα, ο εκδημοκρατισμός και προοδευτικός εκσυγχρονισμό.
Η συλλογική και προσωπική μνήμη δεν είναι αδρανές υλικό, προς επίδειξη κι επίκληση. Είναι οργανικό στοιχείο ταυτότητας και συνοχής. Ρίζα της ύπαρξης και φλέβα συνείδησης. Αρκεί να βλέπουμε «τα φώτα και τις φωτιές, που ανάβουν οι διάφορες μνήμες», όπως γράφει ο ποιητής Γιάννης Κοντός. Μακριά από πειρασμούς πολιτικής χρήσης της μνήμης και της ιστορίας, ρευστοποίησης κι εξαργύρωσής τους. Η ιστορική κρίση επαφίεται στο χρόνο και τη μελέτη. Η ιστορικότητα των καθημερινών γεγονότων απαιτεί εγρήγορση και παρέμβαση εξ επαφής, με διαρκή διάθεση «νεοσυλλέκτων του μέλλοντος».