Η άνετη επανεκλογή του Προέδρου Ερντογάν σηματοδοτεί εκ των πραγμάτων μια συνέχεια στην τουρκική εξωτερική πολιτική. Ίσως το μόνο που θα μπορούσε να αλλάξει είναι το πρόσωπο, δηλαδή ο υπουργός Εξωτερικών. Αλλά η πολιτική παραμένει η ίδια.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και μια ψήφος εμπιστοσύνης στον ερντογανισμό και στο μοντέλο διακυβέρνησης που έχει ο Ερντογάν εγκαθιδρύσει. Όπως επισημαίνει ο καθηγητής και υποψήφιος βουλευτής της ΝΔ, Δημήτρης Καιρίδης, αυτό βασίζεται στην υπερσυγκέντρωση όλων των εξουσιών στο πρόσωπο του Τούρκου Προέδρου και στην πλήρη απίσχναση όλων των θεσμών και θεσμικών αντιβάρων στην εξουσία του. Άρα, η τουρκική εξωτερική πολιτική θα συνεχίσει να καθορίζεται από την εκρηκτική προσωπικότητα και τις ευμετάβλητες διαθέσεις του Προέδρου Ερντογάν.
Είναι προφανές, όπως αναφέρει ο καθηγητής , ότι η Τουρκία θα επιχειρήσει να βρει ένα modus vivendi με τη Δύση και, κυρίως, με τις ΗΠΑ. Κι αυτό για δυο λόγους. Πρώτον γιατί πιέζεται οικονομικά και δεύτερον γιατί το οιονεί εμπάργκο όπλων που η Αμερική της έχει επιβάλει έχει αφήσει πολύ πίσω τις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις. Για παράδειγμα, το σύνολο σχεδόν της τουρκικής πολεμικής αεροπορίας βασίζεται στα αμερικανικά μαχητικά F-16. Όσο αυτά δεν εκσυγχρονίζονται παραμένουν καθηλωμένα σε μια προηγούμενη και εντελώς ξεπερασμένη τεχνολογική φάση. Χωρίς τη στοιχειώδη αναβάθμισή τους, η Τουρκία δεν μπορεί να προβάλλεται ως ισχυρός αντίπαλος στην περιοχή.
Ωστόσο, η προσπάθεια της Τουρκίας δεν θα είναι εύκολη. Για όσο διάστημα κυριαρχούν στην Ουάσιγκτον οι Ατλαντιστές και ο Πρόεδρος Μπάιντεν, οι ΗΠΑ θα επιμένουν ότι πέρα από τα λόγια χρειάζονται και πράξεις που να αποδεικνύουν ότι η Τουρκία συντάσσεται με τους δυτικούς σχεδιασμούς και εναντιώνεται ουσιαστικά στη Ρωσία. Με άλλα λόγια, η Τουρκία θα συνεχίσει να πελαγοδρομεί πότε δυτικόστροφα και πότε ευρω-ασιατικά, προσβλέποντας σε περαιτέρω αλλαγές των διεθνών συσχετισμών και σε εσωτερικές εξελίξεις στην Αμερική και την Ευρώπη που θα διευκολύνουν την πορεία αυτονόμησης της από τη Δύση.
Εν τέλει, οι δυναμικές που αναπτύχθηκαν τα τελευταία χρόνια θα επιμείνουν. Από τη μια, η Τουρκία που αποκόπτεται από τους δυτικούς σχεδιασμούς και αξίες και από την άλλη οι ΗΠΑ και, εν μέρει, και η Ευρώπη που μετατοπίζονται προς την Ελλάδα. Στο πλαίσιο αυτό, η ελληνική εξωτερική πολιτική καλείται να ισορροπήσει αξιοποιώντας κάθε ευκαιρία για μείωση της έντασης αλλά και να συνεχίσει να επενδύει, σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα, στην αναβαθμισμένη ισχυρή αποτροπή του τουρκικού κινδύνου.