Η νέα προεκλογική περίοδος ξεκίνησε με τους τρεις βασικούς διεκδικητές της ψήφου να διαμορφώνουν την στρατηγική τους βάσει του αποτελέσματος της πρώτης κάλπης.
Η ΝΔ επανέφερε το αίτημα της αυτοδυναμίας σε μια πιο εμφατική εκδοχή. Από τους πολίτες ο Κ.Μητσοτάκης ζήτησε μια «ισχυρή εντολή» που θα του επιτρέψει να σχηματίσει μια «σταθερή κυβέρνηση».
Ο ΣΥΡΙΖΑ όρισε ως επίδικο των εκλογών την «αλλαγή των συσχετισμών». Είναι ένα σύνθημα που διακρίνεται από σκόπιμη ασάφεια. Ένα αίτημα νίκης σε αυτές τις συνθήκες θα φαινόταν ανεδαφικό, ενώ ένα αίτημα αύξησης απλώς των ποσοστών του θα ακουγόταν μάλλον ηττοπαθές.
Το ΠΑΣΟΚ, τέλος, προέκρινε ως «πραγματικό φόβο» έναντι του κινδύνου της ακυβερνησίας την «παντοδυναμία του συστήματος εξουσίας του κ.Μητσοτάκη».
Η αντιπολιτευτική ένταση, όπως αποτυπώθηκε και στην ομιλία του Ν. Ανδρουλάκη στην ΚΕ του κόμματος, μαρτυρά πως ο βασικός στόχος της Χαριλάου Τρικούπη είναι η θέση του βασικού πόλου της αντιπολίτευσης.
Κάθε μία από αυτές τις στρατηγικές απαντούν σε μια λογική. Διαμορφώνεται, ωστόσο, ένα σκηνικό με τρία κόμματα αλλά δυο στόχους.
Ένα, που χωρίς αντίπαλο στη διεκδίκηση της εξουσίας, ζητεί από τους πολίτες να ψηφίσουν για κυβέρνηση. Και δυο, που από την απόσταση των 20 και των 28 μονάδων αντιστοίχως, ζητούν από τους πολίτες να ψηφίσουν για αντιπολίτευση.
Τουλάχιστον στη μεταπολιτευτική ιστορία, και αν εξαιρέσει κανείς τις εκλογές του ’74 και τις ειδικές συνθήκες της εποχής, το σκηνικό αυτό είναι πρωτόγνωρο.
Ως τέτοιο σηματοδοτεί την έναρξη ενός νέου μεταπολιτευτικού κύκλου.
Κι ενός πολιτικού συστήματος του 1,5 κόμματος, του οποίου γνωρίζουμε τη μονάδα. Αλλά μένει να μάθουμε το δεκαδικό του ψηφίο.