«Μιλάω στους τοίχους»
(Ζακ Λακάν)
Όχι, δεν είναι μόνον ο αριστερισμός η παιδική ασθένεια του κομουνισμού, αλλά και η αφέλεια είναι η παιδική ασθένεια της αυταπάτης. Κι ακόμα χειρότερο, η αφέλεια εξαιτίας του περισσού μυαλού, όπως έλεγε στο διάσημο θεατρικό του έργο ο Γκριμπογέντοφ. Ο αφελής αυταπατάται και δεν το αντιλαμβάνεται, ακόμη και όταν είναι ευφυής. Ο αριστεριστής δεν το παραδέχεται, ενώ είναι ήδη ο κνίτης που θα γίνει, πριν μετεξελιχθεί σε νεοδημοκράτη.
Βλέποντας στο διαδίκτυο την αφέλεια ως διαμαρτυρία, αρχίζω να πείθομαι ότι πρόκειται για φυσικό προϊόν: μια βιολογική λειτουργία που προάγεται σε κοινωνικό προσόν. Το βέβαιο είναι, ότι τα αποτελέσματά της εγγράφονται (με ορμονικό τρόπο) σε ό,τι ονομάζεται ακόμη «πολιτική». Βέβαιο επίσης είναι, ότι η αφέλεια επιτελεί εκ των υστέρων αυτό που η διορατικότητα προορίζονταν να πράξει εκ των προτέρων. Έτσι αντιλαμβάνομαι (εκ των προτέρων) την overkilling προεκλογική καμπάνια του Σύριζα που ελπίζω να μη συνεχιστεί σαν την επαναληπτική καραμπίνα που ενώ μηδενίζει τις επιπλοκές της, εκπυρσοκροτεί στα χέρια του κυνηγού.
Οι λόγοι της ήττας του Σύριζα έχουν αναλυθεί επί μακρόν. Ένα περιοδικό μάλιστα του Μακρόν («Le Point») κάτω από τη φωτογραφία του Τσίπρα εμφανίζει την κακοήθη λεζάντα «Ο τσαρλατάνος κατά της Ευρώπης». Ασφαλώς όχι τσαρλατάνος. Ευφυής αυταπατώμενος όμως από την εικόνα του; Δεν θα ώφειλε να ελέγξει τις αυταπάτες του; Και δεν θα έπρεπε να περιορίσει όσους δημοπρατούν την εικόνα του στα μήντια; (Το σποτ με τον Τσίπρα να μιλά πίσω από ένα γραφείο σε περιβάλλον Μαξίμου με μπουαζερί στους τοίχους και ακριβές κουρτίνες, δίνει το στίγμα αυτού που θέλω να πω). Ας αναζητούσε στο χαμένο χρόνο της τετραετίας τις χαμένες ψευδαισθήσεις του, χωρίς υποχρεωτικά να έχει διαβάσει ούτε τον Προυστ ούτε τον Μπαλζάκ. Στον Προυστ, ο χρόνος ξανακερδίζεται στο τέλος, πεθαίνοντας. Στον Μπαλζάκ όμως, οι ψευδαισθήσεις οφείλουν να παραμένουν χαμένες, μήπως και ο χρόνος ξανακερδηθεί, αλλά στη λογοτεχνία.
Ο Τσίπρας δεν είναι ο «Λαός» που όπως έλεγε ο Μπάμπης Δρακόπουλος «έχει δικαίωμα να κάνει και λάθος.» Ο Τσίπρας δεν είναι ο ηγέτης του 3%. Δεν είναι ούτε ο αμφιταλαντευόμενος ψηφοφόρος η «πολυσθένεια» του οποίου τον κάνει να είναι «πολλοί ασθενείς μαζί». Αλλά ούτε και Λαός είναι οι ψηφοφόροι του. Ο Τσίπρας είναι όλα τα πρόσωπα της Αριστεράς, των πλεονεκτημάτων και των δεινών της, που γέρασαν σε μια νύχτα. Αναγνωρίζει υποθέτω, το περιεχόμενο και τα προβλήματα της έννοιας «Λαός» από την θεωρία. Υπενθυμίζω: εξαρτάται από την σχεσιακή ταυτότητά του με την οικονομία. Και προφανώς θα ψήφιζε διαφορετικά ο Λαός, εάν η καθοδήγηση ήταν άλλη. (Θα ψήφιζε έτσι κι αλλιώς γιατί ταυτίζεται με τον εκάστοτε αρχηγό που τον συμφέρει). Εάν ο Αλέξης Τσίπρας προέβλεπε το μέγεθος της ήττας, σε ένα ποσοστό, ακόμη και στρατηγικά δεν έπρεπε να εμφανίζεται ως υπεραισιόδοξος. Υποθέτω ότι η περίοδος μετά τις δεύτερες εκλογές και ως το Συνέδριο του Σύριζα, θα διακριθεί για τον αναστοχασμό που επιβάλλεται. Τι θα πει όμως αναστοχασμός στην πολιτική; Όσοι είναι εκτός πολιτικής, το αναγνωρίζουν: ο Κωνσταντίνος Καραμανλής έφυγε για το Παρίσι, ο Βαγγέλης Βενιζέλος για τη Θεσσαλονίκη. Επέστρεψαν σοφότεροι: στην πολιτική ο Καραμανλής, στη μετα-πολιτική του ο Βενιζέλος.
Θα πρέπει επιπλέον μετά τις εκλογές ο Σύριζα να επικεντρωθεί και να αναλύσει τη σημασία του συμβάντος. Δεν το αντιλαμβανόμαστε μόνον μέσα στη ροή αλλά και στην στάση. Εάν δεν «παγώσουμε» το πλάνο, όπως ο Αντονιόνι στο «Blow up», δεν θα δούμε το πτώμα πίσω απ’ τα ξερόκλαδα. Δεν θα εννοήσουμε τη σημασία της εισβολής της «ορμής του θανάτου» στο ισοζύγιο πληρωμών της πολιτικής. Οι Αριστεροί ποιητές της ήττας (Αναγνωστάκης, Λεοντάρης) αθετώντας την αφελή αισιοδοξία του κόμματος και κρατώντας την απαισιοδοξία της ποίησής τους, κατάλαβαν ότι το «Αυτοί οι στίχοι μπορεί να είναι και οι τελευταίοι», δεν είναι τραγούδι της ταβέρνας, αλλά αποτέλεσμα του αντιθετικού ζεύγματος Ζωή- Θάνατος. Ναι, «υποφέρουμε εδώ», λέει αυτή η ποίηση. Συγχρόνως όμως λέει «ευχαριστιόμαστε αλλού».
Η σημασία της «ορμής του θανάτου» καταγράφεται από τον Μπένγιαμιν και με την αλληγορία ενός «κειμένου»: «Εάν είμαστε έτοιμοι να θεωρήσουμε την Ιστορία ως ένα κείμενο, μπορούμε να πούμε γι’ αυτήν ό,τι ένας μοντέρνος συγγραφέας είπε για το λογοτεχνικό κείμενο: το παρελθόν έχει καταθέσει σ’ αυτήν εικόνες που θα μπορούσαν να συγκριθούν με εκείνες που αποτυπώνονται στη φωτογραφική πλάκα. Αλλά μόνο το μέλλον διαθέτει φωτογραφικά μηχανήματα αρκετά ισχυρά για να εμφανίσουν την εικόνα με όλες τις λεπτομέρειες». Στο κείμενο αυτό, έχει συμβεί ήδη το αποσιωπημένο παρελθόν που απέτυχε (η επανάσταση πίσω απ’ τα ξερόκλαδα). Εμφανίζονται όμως και οι ιστορικές στιγμές που αναγγέλλονται και που συγχρόνως διαγράφονται ως προοπτικές από την επίσημη ιστοριογραφία.
Την ανάγκη της διεύρυνσης των σημασιών της Αριστεράς, όπως για παράδειγμα η παρένθεση της σημασίας της ορμής του θανάτου, δεν θα μπορούσαμε να την αποκρύψουμε, ούτε και να μην τη χαρακτηρίσουμε ως την αποκατάσταση μιας προγενέστερης κατάστασης που επιστρέφει δαιμονικά («Πέραν της Αρχής της Ευχαρίστησης»). Το αποσιωπημένο παρελθόν του Σύριζα, μιμείται τον βηματισμό του διάσημου κειμένου του Φρόιντ που «δεν σταματά να πορεύεται χωρίς να προχωρά» και σκιαγραφεί σε τακτά διαστήματα ένα επιπλέον βήμα χωρίς να κερδίζει σπιθαμή εδάφους». Εξού, και το σατανικό ανέκδοτο «Η αρραβωνιαστικιά μου ποτέ δεν χάνει ραντεβού μαζί μου, γιατί τη στιγμή που θα το χάσει, δεν θα είναι πλέον αρραβωνιαστικιά μου». Τώρα, εάν ο Μητσοτάκης στο tik-tok είναι ο μπαμπάς της διπλανής πόρτας με την κόρη του, και αν ο Τσίπρας επαναλαμβάνει δαιμονικά το «ως εκ τούτου, ως εκ τούτου» που ακούστηκε πίσω απ’ την κλειστή πόρτα του γραφείου της Κατερίνας Σακελλαροπούλου, δεν με ενδιαφέρει. Η Τζίνα Πολίτη θα με διέψευδε.