Ένα εκλογικό αποτέλεσμα είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων, όμως πάντα υπάρχουν οι βασικοί και οι δευτερεύοντες, με τους πρώτους θα ασχοληθώ.
Ο πρώτος παράγοντας είναι ο ψυχολογικός. Οι Έλληνες πολίτες είναι πολύ ανήσυχοι, τόσο από την υπερδεκαετή οικονομική και κοινωνική κρίση που έζησαν, όσο και από την κρίση της πανδημίας, του πολέμου στην Ουκρανία, την επιθετικότητα της Τουρκίας και την μεγάλη ακρίβεια. Αυτό τους οδηγεί να απορρίπτουν κάθε πολιτική που δημιουργεί ένταση και προβλέπει χειρότερες μέρες. Θέλει ηρεμία και θετικό αφήγημα και ας είναι ψέμα.
Σε αυτόν τον παράγοντα η κυβέρνηση κέρδισε κατά κράτος, κυρίως απέναντι στην Αξιωματική Αντιπολίτευση, η οποία πολλές στιγμές έδειχνε να πιστεύει ότι η συνταγή της περιόδου 2010-2015, ήταν χρήσιμη και μετά το 2019.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι πολιτικός. Η κυβέρνηση είχε στρατηγική, είναι η συνταγή της φιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, την οποία επιτάχυνε και σε αυτό την βοήθησαν οι διεθνείς οικονομικοί παράγοντες, η πανδημία και η ενεργειακή κρίση, γιατί ακύρωσαν κάθε δυνατότητα αξιολόγησης της κυβερνητικής πολιτικής, αφού οι κρίσεις και κάθε κακό ήταν εισαγόμενα, και κάθε καλό οφείλονταν στην κυβέρνηση. Η διαχείριση της πανδημίας, δεν κρίθηκε τελικά από τους θανάτους, αλλά από τα επιδόματα και τις επιστρεπτέες, που δεν φαίνεται να είναι τέτοιες, προκαταβολές, που φόρτωσαν το δημόσιο χρέος και, από τα πρωτόγνωρα ποσά που πήρε η χώρα, όπως και οι άλλες χώρες από την ΕΕ, τα δεκάδες δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης, για την αντιμετώπιση της ύφεσης. Ο κορωνοιός και η ύφεση ήταν της Κίνας, τα επιδόματα και οι επιστρεπτέες προκαταβολές της καλής κυβέρνησης.
Η διαχείριση της ενεργειακής κρίσης δεν αξιολογήθηκε από την υπερφολόγηση των καταναλωτών, που μας οδήγησε στην τρίτη χειρότερη θέση μεταξύ των χωρών της ΕΕ, όσον αφορά την αγοραστική δύναμη, το πιο σημαντικό οικονομικό και κοινωνικό μέγεθος μιας χώρας, αλλά από τα επιδόματα, που ήταν κυρίως μέρος των υπερεσόδων της ακρίβειας. Η ακρίβεια ήταν του Πούτιν, τα επιδόματα του καλού Πρωθυπουργού.
Παρ όλα αυτά τα επικοινωνιακά τεχνάσματα, η κυβέρνηση μέχρι την ημέρα των εκλογών στην οικονομική και κοινωνική πολιτική ήταν πολύ χαμηλά στις εκτιμήσεις των πολιτών. Η Αξιωματική Αντιπολίτευση ακόμη και μετά την τραγωδία των Τεμπών, όπου ήταν εξόφθαλμη η ευθύνη της κυβέρνησης και γιαυτό υποχώρησε τέσσερεις μονάδες στην πρόθεση ψήφου, δεν πέρασε μπροστά ο Σύριζα.
Η Αξιωματική Αντιπολίτευση δεν κατανόησε τις εξελίξεις που δημιουργούσαν οι κρίσεις, είτε τις κατανοούσε αργά και αντιδρούσε συνήθως σπασμωδικά.
Ο τρίτος είναι επικοινωνιακός, η κυβέρνηση για ευνόητους λόγους είχε μαζί της τα περισσότερα ΜΜΕ.
Και ο τέταρτος, είναι η ακύρωση της απλής αναλογικής από τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, στα εγκαίνια της περσινής ΔΕΘ, με την θέση: Αν είμαι δεύτερος στις εκλογές δεν θα συμμετέχω σε κυβέρνηση ηττημένων, θέση που έγινε το βασικό προεκλογικό σύνθημα του Μητσοτάκη και ταυτόχρονα το δικό του Βατερλό, με τις επινοήσεις των κυβερνητικών συνεργασιών των τελευταίων ημερών. Βέβαια με την θέση αυτή ο πρόεδρος του Σύριζα εξέφραζε ένα έμμεσο εκβιασμό προς την εκλογική βάση του ΠΑΣΟΚ, ειδικά το τμήμα αυτής που δεν ήθελε την νίκη της ΝΔ ή την συνεργασία με αυτήν. Ο πρωθυπουργός μάλιστα το πήγε πιο πέρα, αμφισβήτησε την ειλικρίνεια του Τσίπρα λέγοντας ότι θα κάνουν κυβέρνηση, αν τους βγαίνουν τα νούμερα με τον κ. Βαρουφάκη και το ΚΚΕ, και θα είναι τερατογέννηση.
Αν αυτοί είναι οι βασικοί λόγοι, υπάρχει και ένας ακόμη, που έπεισαν κάθε αναποφάσιστο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν έχει ενναλακτική αξιόπιστη πρόγραμμα κυβερνητικής πολιτικής και μπορεί να εφαρμόσει μερικά από τα πιο επώδυνα μέτρα, όπως αυτά που εφάρμοσε για το συνταξιοδοτικό και ειδικά των μικρομεσαίων, που τον οδήγησε στην εκλογικά κατάρρευση και πριμοδότησε τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης, ακόμη και την κυβέρνηση.
Επειδή όμως τα εκλογικά ποσοστά που κατέγραψαν τα κόμματα είναι προϊόν και συγκυριακών παραγόντων, δεν μπορούν να προβληθούν με ασφάλεια στην κάλπη της 25ης Ιουνίου.
Τον μεγαλύτερο κίνδυνο τον έχει η ΝΔ, η οποία μπορεί με μια μικρή μείωση των ποσοστών της και με μια πολύ μικρή αύξηση των τριών κομμάτων που βρίσκονται στο όριο του 3% και δεν μπήκαν στην βουλή, να μην πετύχει την πολυπόθητη αυτοδυναμία και μετά όλα πάλι από την αρχή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να προσδοκά να πετύχει την επιστροφή ενός ποσοστού, όχι φυσικά όλου, όπως συνέβη το 2019, μεταξύ Ευρωεκλογών και Εθνικών εκλογών, μπορεί όμως να έχει και νέες απώλειες.
Το ΠΑΣΟΚ-Κίνημα Αλλαγής μπορεί να παγιώσει την αύξηση των ποσοστών του και δικαιούται να πιστεύει ότι μπορεί να κατακτήσει ακόμη και την θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης και αυτό σε μεγάλο βαθμό θα κριθεί από την στρατηγική του για τις δεύτερες εκλογές, από την δυνατότητά του να πείσει ότι μπορεί να είναι η νέα αξιόπιστη Αξιωματική Αντιπολίτευση.
Σε όλα αυτά προστέθηκε ένας νέος παράγοντας, που ήρθε από τις Βρυξέλλες, οι υποδείξεις της Κομισιόν για την δημοσιονομική πολιτική της επόμενης τετραετίας, που θα καθορίσει το αντίκρισμα αλήθειας των προεκλογικών υποσχέσεων του Κυριάκου Μητσοτάκη. Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος με την χαρακτηριστική αλαζονεία της κυβέρνησης που βρήκε μεθοδολογικό λάθος και στον ΟΟΣΑ, που εκτίμησε ότι το 2022, στην χώρα μας μειώθηκε το κατά κεφαλήν εισόδημα 7,4%, έτσι και τώρα μας είπε ακόμη χειρότερα ότι δεν ξέρει η αντιπολίτευση να διαβάζει. Μόνο που η Κομισιόν δημοσιοποίησε την πρόταση που κατέθεσε η κυβέρνηση πριν μερικούς μήνες και η οποία διαψεύδει τις προεκλογικές υποσχέσεις του κ. Μητσοτάκη, μάλιστα κάνει κάτι χειρότερο, λέει πως ούτε αυτές είναι επιτεύξιμες.
Η Κυβέρνηση ξέρει τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας, που αν δεν είχε ρυθμιστεί το δημόσιο χρέος το 2018 και δεν είχαμε τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, όλα θα έμοιαζαν με την περίοδο 2008-2009, δηλαδή θα είμασταν μπροστά σε μια νέα χρεοκοπία και όχι μπροστά στην μεγάλη ανάπτυξη και την ανάλογη ευημερία που τάζει ο κ. Μητσοτάκης.