Στο παραλιακό προάστιο Ντούνεντιν της Τάμπα, στην Φλόριντα, η εργατική οικογένεια Ντε Σάντις τη δεκαετία του ‘80 ακολουθούσε τα «παραδοσιακά αμερικανικά ιδανικά». Ο Ρόναλντ εγκαθιστούσε τηλεοπτικά κουτιά Nielsen στα σπίτια της περιοχής, η σύζυγος του Κάρεν ισορροπούσε την εργασία της ως νοσοκόμα, με την ανατροφή των δύο της παιδιών, της Κριστίνα και του Ρον, ενώ κάθε Κυριακή πήγαιναν στην εκκλησία.
«Αυτό με έκανε να πιστεύω στο Θεό, να είμαι εργατικός, και να αγαπάω την Αμερική» γράφει στη βιογραφία του ο Ρον, σήμερα Κυβερνήτης της Φλόριντα και ο οποίος φιλοδοξεί το 2024 να εκλεγεί πρόεδρος των ΗΠΑ.
Μέχρι τώρα όλα δείχνουν πως οι αμερικανικές εκλογές το 2024 θα έχουν τους ίδιους πρωταγωνιστές με αυτές του 2020: τον Τζο Μπάιντεν και τον Ντόναλντ Τραμπ. Ωστόσο, ο Ρον Ντε Σάντις, επιδιώκει να αλλάξει αυτό το σκηνικό, θέτοντας επίσημα -μέσω του Twitter και με τις ευλογίες του Ιλον Μασκ- υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών (GOP). Είναι όμως πράγματι ικανός να κερδίσει τους ψηφοφόρους του κόμματός του και να ανακόψει την πορεία του πρώην Προέδρου;
Εργα και ημέρες
Τα τελευταία δύο χρόνια, ο Ντε Σάντις έχει μετατρέψει τη Φλόριντα στη βάση των πολιτιστικών πολέμων. Η κυβερνητική του φιλοσοφία δεν αφορούσε ένα συγκεκριμένο σύνολο πολιτικών ή τη βελτίωση της ζωής των ψηφοφόρων, αλλά τη νίκη. Και στο μετά-τον-Τραμπ GOP, το μέτρο της νίκης φαίνεται να είναι αν οι Δημοκρατικοί και τα ΜΜΕ είναι εξοργισμένοι.
Για να το πετύχει αυτό λοιπόν, απαγόρευσε τα υποχρεωτικά υγειονομικά μέτρα κατά τη διάρκεια της πανδημίας, πρόσφατα ανέστειλε έναν εκλεγμένο εισαγγελέα που είπε ότι δεν θα ποινικοποιήσει την άμβλωση, ενώ έχει υπογράψει τον αμφιλεγόμενο νόμο «Don’t Say Gay» που απαγόρευε στους δασκάλους να αναφέρουν τον σεξουαλικό προσανατολισμό στα δημοτικά σχολεία. Όταν η Disney, υπό την πίεση των LGBTQ+ υπαλλήλων της, άσκησε πίεση κατά του νόμου, ο Ντε Σάντις λειτούργησε τιμωρητικά, αφαιρώντας τις μακροχρόνιες φοροαπαλλαγές της εταιρίας. Έκτοτε, υπάρχει ένα ανοιχτό μέτωπο ανάμεσα στους δύο.
Επιπλέον, συμμερίζεται την αυστηρή τραμπική ατζέντα σχετικά με τη μετανάστευση, με αποκλεισμό των νοτίων συνόρων και να απέλαση μεταναστών.
Όσον αφορά την εξωτερική πολιτική, υποστηρίζει την αντιπαράθεση με την Κίνα και το Ιράν, ενώ δείχνει μάλλον ουδέτερος στην εισβολή του Βλαντιμίρ Πούτιν στην Ουκρανία.
Σε σχέση με τον Ντόναλντ Τραμπ, ο Ντε Σάντις είναι πολύ πιο πειθαρχημένος και εργατικός, πράγμα που σημαίνει ότι θα μπορούσε να εφαρμόσει πολιτικές που ο διαρκώς χαοτικός Λευκός Οίκος του Τραμπ δεν κατάφερε να φέρει εις πέρας. Εκεί ακριβώς έγκειται και η όποια απήχησή του και ένα από τα βασικά προτερήματα που βλέπουν σε αυτόν οι Ρεπουμπλικανοί. Πράγματι, ο Ρον Ντε Σάντις ελπίζει να χτυπήσει τον μεγιστάνα εκεί που είναι πιο ευάλωτος: επί της ουσίας.
«Είναι ο Τραμπ αλλά χωρίς την παραφροσύνη και τα tweets στις τρεις το πρωί», δήλωσε ένας στέλεχος των Ρεπουμπλικανών στο Vanity Fair.
«Μεταμόσχευση προσωπικότητας»
Ωστόσο, κάπου εκεί φαίνεται να τελειώνουν τα σημεία που υπερτερεί ο Ντε Σάντις. Γιατί μπορεί πριν από 6 μήνες να θεωρούταν ένας πολιτικός με τρομερές δυνατότητες, ένα «ανερχόμενο αστέρι», όμως κάποια ελαττώματά του θα μπορούσαν να του στερήσουν δυνητικά την πολιτική του ανέλιξη. Το κυριότερο είναι οι περιορισμένες κοινωνικές του δυνατότητες. Οι διαπροσωπικές σχέσεις δεν αποτελούν το δυνατό του σημείο, καθώς συχνά περιγράφεται ως κοινωνικά αδέξιος, άβολος, ακόμη και αγενής.
Την αγένεια του μεταξύ άλλων καταγγέλλουν και άνθρωποι που δουλεύουν για/με αυτόν, τους οποίους φέρεται να θεωρεί αναλώσιμους και να τους συμπεριφέρεται ανάλογα.
Βέβαια, ίσως το γεγονός πως θεωρείται αντιπαθής να μην έχει σημασία. Ο Τραμπ, σε τελική ανάλυση, έδειξε ότι η αγένεια και η εκφοβιστική στάση αποτελούν πλεονεκτήματα του σύγχρονου Ρεπουμπλικάνου.
Το βασικό ζήτημα λοιπόν είναι το πώς θα αντιμετωπίσει τον παράγοντα Τραμπ. Ο Ντε Σάντις μέχρι τώρα προσέχει να μην προκαλέσει τον Τραμπ σε ανοιχτή σύγκρουση ενώ ταυτόχρονα κρατάει απόσταση μεταξύ τους. Επιπλέον, αρνείται να υποστηρίξει το εκλογικό ψέμα του Τραμπ το 2020, αλλά, η εκστρατεία του απευθύνεται σε αυτούς που το πιστεύουν.
Στο μεταξύ, ο ίδιος ο Τραμπ, μετά και την ανακοίνωση της υποψηφιότητας του αντιπάλου του δήλωσε πως «το πρόβλημα με τον Desanctimonious (όπως τον αποκαλεί) είναι ότι χρειάζεται μεταμόσχευση προσωπικότητας και αυτό δεν είναι ακόμη εφικτό».
Όπως και να έχει η πρόκληση που αντιμετωπίζει ο Ντε Σάντις είναι προφανής για όποιον έχει δει μια πρόσφατη δημοσκόπηση: ο Τραμπ διατηρεί μια βαθιά ψυχολογική επικράτηση σε πολλούς Ρεπουμπλικάνους ψηφοφόρους που φαίνεται να έχουν ανοσία στα λογικά και τεκμηριωμένα επιχειρήματα εναντίον του.
Και αν ο Τραμπ συνεχίζει να διατηρεί έως και 50% στους Ρεπουμπλικανούς, δεν θα έχει μεγάλη σημασία το τι θα κάνει ο Ντε Σάντις, που ακόμη και αν θεωρείται η πιο άμεση απειλή από το επιτελείο του Τραμπ, δεν φαίνεται ικανός να ανατρέψει τα προγνωστικά και μαζί να σπάσει και την «κατάρα της Φλόριντα», από την οποία κανένας πολιτικός δεν έχει καταφέρει να εκλεγεί πρόεδρος ποτέ.