Στις 26 Μαΐου 1978 έφυγε από τη ζωή, μία από τις σπουδαιότερες ελληνίδες ηθοποιούς, η Κυβέλη Αδριανού, που έγινε γνωστή με το μικρό της όνομα, Κυβέλη.
Η Κυβέλη παρακολούθησε μαθήματα ορθοφωνίας και πριν κλείσει τα 15 της χρόνια, γράφτηκε στη νεοϊδρυθείσα Δραματική Σχολή του Βασιλικού Θέατρου που όμως σύντομα έκλεισε και έτσι η Κυβέλη προσλήφθηκε από τον θρυλικό θεατρικό οργανισμό «Η Νέα Σκηνή».
Οι θεατρικές ερμηνείες της Κυβέλης σε Ελλάδα και εξωτερικό άφησαν εποχή. Όμως η σπουδαία ηθοποιός απασχόλησε την κοινή γνώμη και με την πολυτάραχη προσωπική της ζωή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, ο έρωτας που έζησε με τον Γεώργιο Παπανδρέου, που οδήγησε τους δυο τους να εγκαταλείψουν τους γάμους του και αφού αποκτήσουν ένα παιδί να παντρευτούν στα τέλη της δεκαετίας του ’20 και εν τέλει να χωρίσουν στα τέλη της δεκαετίας του ’40.
Η σχέση της με τον Ελευθέριο Βενιζέλο
Στις αρχές όμως της δεκαετίας του ’20, οι ψίθυροι εντείνονταν όλο και περισσότερο σχετικά με το τι είδους σχέση διατηρούσαν η Κυβέλη με τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Σε μια σπάνια συνέντευξη της στο «ΒΗΜΑ» και τον Γιάννη Μανωλικάκη, δύο χρόνια πριν τον θάνατό της, η ίδια η Κυβέλη αποκάλυψε χαρακτηριστικά περιστατικά της σχέσης αυτής.
Γράφει ο Γιάννης Μανωλικάκης στο «ΒΗΜΑ» της 4ης Ιουνίου 1978:
«Ο Βενιζέλος εθαύμαζε την Κυβέλη, από το 1917 μέχρι το 1924 ήταν πολύ κοντά του, θα τον επισκέπτεται στο εξωτερικό, στα χρόνια της εξορίας του, και θα τον παροτρύνει να γυρίσει στην Ελλάδα.
»Θα τον αποκαλεί Ιησού Χρηστό και Θεό της Ελλάδος. Και βέβαια όλα τούτα θα συγκινούν πολύ τον Πρόεδρο, για τη ζωή του οποίου εγνώριζε πάρα πολλά».
H πρώτη γνωριμία
Η πρώτη γνωριμία Κυβέλης – Βενιζέλου έγινε το 1917 σε ένα μεγάλο δείπνο στο ξενοδοχείο «Μεγάλη Βρετανία». Βρισκόμαστε στην περίοδο του Εθνικού Διχασμού μεταξύ Βασιλικών και Βενιζελικών.
Ο Βενιζέλος θα «απολογηθεί» στην Κυβέλη, για τη δίωξη που υπέστη η ηθοποιός, ως φιλοβενιζελική, από τη βασιλική κυβέρνηση των Αθηνών, καθώς μεταξύ άλλων της είχε απαγορευθεί να εργάζεται στο Βασιλικό θέατρο αλλά και να ανεβάζει παραστάσεις σε άλλα θέατρα.
«Εκεί απ’ έξω ήταν ο Πρόεδρος. Μου λέει:
– Θέλω να σας ευχαριστήσω και να σας εκφράσω την λύπη μου για ό,τι πάθατε προς χάριν μου
– Ω, λέω κ. Πρόεδρε.
– Και πρέπει η Τέχνη να εγκατασταθεί πάλι στο θρόνο της.
Ε…Διάφορα ακόμη είπαμε εκεί μερικά και χωρίσαμε. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία. (…) Πήγαινα σπίτι του. Με καλούσε. Όχι μόνη μου βέβαια. Με τον άνδρα μου».
Στο Παρίσι το 1920
«Είχα και την κόρη μου τη μικρή την Αλίκη, στο Κονσερβατουάρ εσπούδαζε κι αυτή. Κι έτσι πήγαινα πολύ συχνά στο Παρίσι. Εκεί έμενε ο Πρόεδρος, Και όταν πήγαινα το μάθαινε βέβαια, με καλούσε και με πήγαινε σε θέατρα. Να ιδώ το ένα έργο να ιδώ το άλλο έργο. Αυτή ήταν η ζωή μας στο Παρίσι. (…) Δεν είχε παντρευτή ακόμη. (…)
Η αντίρρηση της Έλενας Βενιζέλου
Ο Βενιζέλος, που είχε χάσει την πρώτη του γυναίκα Μαρία Κατελούζου, παντρεύεται το 1921 την Έλενα Σκυλίτση. Η Κυβέλη αφηγείται ένα περιστατικό με τον Βενιζέλο και τη σύζυγό του, Έλενα.
«Μου είχαν δώσει από την Ελλάδα να του πάω ένα φάκελο.(…) Εγώ είμαι πολύ του καθήκοντος. Μου είπαν αυτό θα το πας του Βενιζέλου. Η πρώτη μου δουλειά μόλις κατέβηκα από το τραίνο στο Παρίσι, τρέχω στο σπίτι του Βενιζέλου να δώσω τον φάκελο όπως ήμουν.
»Την βαλίτσα μου μόνο άφησα στο ξενοδοχείο. Πάω λοιπόν εκεί που έμενε ο Βενιζέλος. (…) Ανεβαίνω επάνω. Δεν πρόφτασα να κτυπήσω το κουδούνι και άνοιγε η πόρτα. Έβγαινε ο Βενιζέλος με την κυρία Σλήμαν, την γρία Σλήμαν, την Σοφία Σλήμαν.
»Με σύστησε στη Σλήμαν που έφυγε αμέσως (…)
– Περάστε κ. Κυβέλη, περάστε.
Εγώ καθώς άνοιξε η πόρτα βλέπω το σπίτι γεμάτο. Κόσμος, λουλούδια, πράγματα.
– Όχι κ. Πρόεδρε. Εγώ είμαι από το τραίνο, δεν μπορώ να μείνω. Εσείς έχετε κόσμο. Θα φύγω. Ήρθα για να σας φέρω αυτό. Και του παρέδωσα τον φάκελο.
– Ελένη, Ελένη. Φωνάζει την κυρία Βενιζέλου. Εδώ η κυρία Κυβέλη θέλει να φύγει. Γιατί έχωμε κόσμο. Δεν της αρέσει ο κόσμος. Αλλά αύριο έχωμε ένα θεωρείο στην Όπερα και θα είστε μαζί μας. Ο καϋμένος με καλούσε πάντοτε. Θα είστε μαζί μας.
Η κυρία Βενιζέλου λέει:
– Μα θα έχει κόσμο στο θέατρο.
»Το δικό μου το μυαλό στριφογύρισε και λέω μέσα μου: Α, δεν με θέλει η κυρία να πάω. Αλλά εγώ που θέλω; Θα πάω. Γρήγορα, γρήγορα το σκέφτηκα και λέω:
– Μα ο κόσμος στο θέατρο θάναι μακριά, δεν θάναι κοντά μας. Ευχαρίστως δέχομαι την ευγενική σας πρόσκληση. Και θα έλθω.
»Την επομένη πέρασαν και με πήρανε, με το αυτοκίνητο. Ο πρόεδρος, η κυρία Βενιζέλου και εγώ. Μου δώσανε την τιμητική θέση. Η κυρία Βενιζέλου πήγε στην αριστερή μεριά και με έβαλε στα δεξιά της. Ο πρόεδρος στο στραφονταίν. Να τον βλέπω απέναντι εκεί να κάθεται. Απέναντι από την γυναίκα του καθότανε, στο παράθυρο. Πώς ήταν δυνατό αυτή η γυναίκα να κάθεται εκεί, και να μην βάλει τον πρόεδρο, τον άντρα της».
«Τώρα είναι ωραία»
«Ο πρόεδρος νομίζω ότι εύρισκε σε μένα ένα άνθρωπο απλό και αφελή. (…) Μία φορά μόνο έτσι αισθάνθηκα πως κάτι άλλο ήτανε.
»Είχε έλθει απ’ έξω και με κάλεσε να πάω πάλι να φάω μαζί τους. Ήτανε έξι. Έξι είμαστε όλοι με μένα. Ήτανε οι πέντε άνδρες κι εγώ. Και επειδή το ξενοδοχείο είχε ένα μεγάλο χορό, κυρίες ντεκολτέδες, φτερά στα κεφάλια λαμέ, παγιέτες, όλα αυτά τα πλούσια πράγματα, μας έβαλε ο συχωρεμένος ο Πετρακόπουλος να φάμε σ’ ένα μικρό δωμάτιο. (…)
»Ήρθε κάποιος στον πρόεδρο και τον ρώτησε αν μπορούσε να δεχτεί μερικές κυρίες από τον χορό που ήθελαν να τον χαιρετίσουν.
»Δέχτηκε ο πρόεδρος και ήρθανε τέσσερις πέντε κυρίες. Ντεκολτέ, λούσα, παγιέτα. Έλαμπαν όλα. Τα πάντα έλαμπαν. Μιλήσανε για λίγο και φάγανε.
»Να ξέρετε ότι αυτοί οι κύριοι φορούσαν σμόκιν. Εγώ δε κατά σύμπτωση φορούσα μαύρο φόρεμα πολύ λίγο ανοιχτό με μανικάκι μικρό. Δεν ήμουνα τραλαλά ντυμένη.
»Λοιπόν αυτές οι κυρίες που ήρθαν δώσανε ένα φως, μια λάμψη μέσα σε κείνο το δωματιάκι. Και εγώ απόμεινα έτσι μαγεμένη να πούμε. Και φύγανε. Και λέω:
– Τι ωραία πού ήτανε. Τώρα φύγανε. Κρίμα.
»Ο πρόεδρος με είχε βάλει απέναντί του και καθόμουνα. (…) Και μου λέει:
– Τώρα είναι ωραία.
»Ήτανε το μοναδικό που μου είπε σ’ όλη αυτή τη ζωή (μας). (…) Εγώ ντράπηκα και που σκέφθηκα ότι μπορούσε να εννοεί τίποτε άλλο. Και έσκυψα στο πιάτο μου. Ίσως και να κοκκίνισα. Αλλά και εκείνο ήτανε. “Tώρα είναι ωραία”, σαν να τόπε στη γυναίκα. Καταλάβατε; Το πήρα.
»Μου είπε κάποιος, όταν παντρεύτηκε ο πρόεδρος:
– Εσένα αγαπούσε ο Βενιζέλος. Εσένα έπρεπε να παντρευτεί ο Βενιζέλος, δεν το κατάλαβες;
– Εγώ; Να σκεφθώ ότι μπορούσε να με αγαπήσει ο Βενιζέλος;
– Ναι.
– Μα πώς είναι δυνατόν να σκεφθώ ότι θα με ερωτευτεί ο Κύριος Ημών Ιησούς Χριστός;
»Έτσι τον έβλεπα τον Βενιζέλο. Θεό της Ελλάδος.
– Με τον Θεό μιλούσα της Ελλάδος και θα σκεφθώ ότι θα ερωτευθεί εμένα; Καλά δεν είπα;
»Έτσι τον σκεπτόμουν. Έτσι».
Η «Κρήτη»
»Του άρεσε να του λέω ένα ποίημα του Μαβίλλη, την “Κρήτη”.
– Kυρία Κυβέλη, δεν μου λέτε εκείνο;
– Να σας το πω κ. Πρόεδρε.
– Την Κρήτη του Μαβίλλη.
– Ξέρω το σονέττο.
– Σειρήνα…και τα λοιπά. Του άρεσε πολύ».
Η τελευταία συνάντηση
»Για τελευταία φορά είδα τον πρόεδρο όταν έγινε η απόπειρα του Ιουνίου 1933. (σ.σ. Η δεύτερη απόπειρα δολοφονίας κατά του Βενιζέλου). Τότε πήγα στο σπίτι αυτό, το μεγάλο.
»Ανέβηκα κάτι σκαλάκια και ζήτησα τον πρόεδρο: Πέστε του ότι θέλει να του μιλήσει η κυρία Κυβέλη. Πήγανε και το είπανε. Τον είδα που βγήκε από μια πόρτα δεξιά. Και δεν με πήγε σε κάμαρα. Ούτε είδα άλλον άνθρωπο. Με πήρε και με πήγε στο βάθος που είναι μια μεγάλη σκάλα.
»Εκεί με έβαλε και κάθησα, στο καναπεδάκι. Κάθησε κι αυτός δίπλα μου και μου διηγήθηκε την απόπειρα. Πώς πήγαν να τον σκοτώσουν και τα λοιπά. Ήταν η τελευταία φορά που είδα τον Βενιζέλο.