Λίγο έμεινε ακόμα μέχρι την βαθιά υπόκλιση των Roys και το μεγάλο φινάλε του Succession. Ένα μόνο επεισόδιο κι έπειτα τέλος. Μια μεγάλη στρουμπουλή και ολοστρόγγυλη τελεία θα μπει στην πιο πολυτάραχη ιστορία διαδοχής μετά τον «Βασιλιά Ληρ».
Μαζί με τους χαρακτήρες, την ίντριγκα, τα πισώπλατα μαχαιρώματα, την πολυτέλεια, αποχαιρετούμε και ένα από τα εκπληκτικότερα intros στην ιστορία του streaming. Γιατί πόσο συχνά σας συμβαίνει να μην πατάτε το κουμπάκι «skip intro» κάτω δεξιά όταν bingαρετε μια σειρά; Εμένα σπάνια.
Και εκείνο που κάνει αυτό το intro τόσο ασκιπάριστο δεν είναι άλλο στοιχείο από τη μουσική του επένδυση. Το παρανοϊκά αυτό πιασιάρικο μουσικό θέμα του Succession που έχει αγαπηθεί σχεδόν όσο η σειρά ξεπήδησε από την ποιητική ευφυΐα και τη μουσική εμβέλεια του Νεοϋορκέζου Nicholas Britell το 2018.
Μπορεί το όνομα Nicholas Brittell να μην σας λέει τίποτα, αλλά είναι σχεδόν σίγουρο ότι κάποια στιγμή μέσα στην τελευταία δεκαετία έχετε ακούσει μουσικές συνθέσεις από τα χεράκια του. Κι αυτό γιατί ο Nicholas Britell είναι ένας από τους πιο ανερχόμενους κινηματογραφικούς και τηλεοπτικούς συνθέτες της γενιάς του.
Ίσως έχετε δει «Το Μεγάλο Σορτάρισμα» – τη βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 2015 για το χρηματοπιστωτικό κραχ του 2008 –, η μουσική του οποίου προσπάθησε να αποδώσει ηχητικά την παγκόσμια οικονομική κατρακύλα.
Ή ίσως έχετε δει το «Moonlight» – την επίσης βραβευμένη με Όσκαρ ταινία του 2016 – και ίσως να θυμάστε εκείνο το υπέροχο μουσικό θέμα με βιολί και πιάνο που σταδιακά ωριμάζει κι αυτό μαζί με την αφήγηση, αποκτά βάθος και στιβαρότητα, πλουτίζει με τεχνικές δανεισμένες από τη χιπ-χοπ του Νότου. Ίσως πάλι θυμάστε το μαλακό κρακ του βινυλίου στο «Αν η οδός Μπιλ μπορούσε να μιλήσει» (2018), το soundtrack του οποίου σε μεταφέρει απευθείας στο Χάρλεμ της δεκαετίας του ’70.
Αυτές είναι μερικές μόνο από τις ταινίες τις οποίες ο Nicholas Britell έχει ντύσει μουσικά τα τελευταία χρόνια, αντλώντας από ένα ετερόκλητο φάσμα επιρροών. Ο βραβευμένος πλέον συνθέτης εδώ και μια δεκαετία εργάζεται σε τηλεοπτικές και κινηματογραφικές παραγωγές, κάποιες από τις οποίες προορίζονται για τα μεγαλύτερα φεστιβάλ του κόσμου. Η πορεία του όμως για να φτάσει ως εδώ κάθε άλλο παρά στρωμένη με ροδοπέταλα ήταν.
Από το Julliard στο Harvard και την αγορά συναλλάγματος
Ο Nicholas Britell μεγάλωσε στο Μανχάταν, σε ένα σπίτι όπου βασίλευε ένα είδος ευλαβικού ενθουσιασμού για τις τέχνες. Ο πατέρας του, δικηγόρος, αγαπούσε πολύ τη μουσική. Η μητέρα του ήταν ηθοποιός μιούζικαλ πριν γίνει δασκάλα.
Ο Britell πρωτοέμαθε να παίζει σε ένα ξεχαρβαλωμένο παλιό πιάνο σε ηλικία πέντε ετών, οδηγούμενος από μια ακατανίκητη επιθυμία να καταλάβει το μουσικό θέμα της ταινίας «Οι Δρόμοι της Φωτιάς» (1981), το οποίο είχε συνθέσει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου. Σιγά σιγά άρχισε να σκαρώνει τα δικά του παιδικά κομμάτια, ενώ στη συνέχεια, ως έφηβος, βάλθηκε να γράφει ολόκληρες παρτιτούρες για φανταστικές τηλεοπτικές σειρές.
Πήγε σε ιδιωτικό σχολείο στη Νέα Υόρκη μέχρι τα 13 του, έως ότου η οικογένειά του μετακόμισε στο Κονέκτικατ. Τα Σαββατοκύριακα γύριζε στη Νέα Υόρκη για το προκολλεγιακό πρόγραμμα του Juilliard, όπου διδάχθηκε κλασικό πιάνο.
Ταυτόχρονα, μετακινούνταν και μεταξύ μουσικών κόσμων. Ήταν οι αρχές της δεκαετίας του ’90, και ο Britell είχε γοητευτεί από την ανερχόμενη χιπ-χοπ μουσική, τους στίχους, το ρυθμό. Θεωρούσε το χιπ-χοπ σχεδόν το ίδιο απόκοσμο με τη μουσική του Μπαχ. Ήταν σαν να μάθαινε, ως έφηβος, ότι το αλφάβητο είχε περισσότερα γράμματα απ’ όσα είχε διδαχθεί.
Εγινε δεκτός στο Harvard. Ως πρωτοετής βρέθηκε αντιμέτωπος με την αναγκαιότητα της επιλογής πεδίου σπουδών. Ο Britell δεν ήταν έτοιμος να επιλέξει ένα μόνο πράγμα από τα τόσα που τον γοήτευαν. Χαμένος και αβέβαιος, έφυγε. Για ένα χρόνο προσπαθούσε να δει αν ήταν γραφτό να γίνει κονσερτίστας, ζούσε με τους γονείς του και έψαχνε για δουλειά στην ευρύτερη περιοχή της Νέας Υόρκης. Η μοναξιά ήταν πιο έντονη απ’ ό,τι περίμενε. Μετά από ένα χρόνο, επέστρεψε στο Harvard με την ίδια αίσθηση αναποφασιστικότητας.
Εκείνο που τον κράτησε στο κάμπους αυτή τη φορά δεν ήταν άλλο από τη μουσική. Δημιούργησε ένα συγκρότημα, το οποίο είχε διάρκεια ζωής ίση με τη διάρκεια των προπτυχιακών του σπουδών. Αμέσως μετά διαλύθηκε. Ένας συμφοιτητής του που εργαζόταν εκείνη την εποχή στην αμερικανική επενδυτική τράπεζα «Bear Stearns» πρότεινε στον Britell να πάει για μια συνέντευξη για δουλειά.
Ο Britell πήγε με τη λογική ότι θα ήταν κάτι παροδικό. Μια δουλειά με καλά χρήματα απλώς για λίγο καιρό μέχρι να μπορέσει να κάνει ένα ξεκίνημα στο χώρο της μουσικής. Μόνο που αυτό δεν συνέβη, για χρόνια. Μέχρι και την κατάρρευση των αγορών το 2008, ο Britell εργαζόταν στον κλάδο των χρηματοοικονομικών ώρες ατελείωτες καθημερινά. Αλλά πάντοτε έβρισκε λίγο χρόνο να καθίσει στο πιάνο.
Το 2010 πήρε τη μεγάλη απόφαση. Παραιτήθηκε και ξεκίνησε να πηγαινοέρχεται στο Los Angeles, να χτυπά πόρτες, να επιδιώκει συναντήσεις με σκηνοθέτες και παραγωγούς του Hollywood, να παίζει πιάνο σε κοκτέιλ πάρτι, που διοργάνωναν μεγάλες εταιρίες παραγωγής. Σε ένα από εκείνα τα πάρτι γνώρισε τον παραγωγό Jeremy Kleiner, ο οποίος τον σύστησε στους σκηνοθέτες Steve McQueen, Adam Mackey και Barry Jenkins, και μέσα σε πέντε χρόνια, ο Britell ήταν υποψήφιος για Όσκαρ.
Ταρακουνώντας τον ήχο του Χόλιγουντ
Ο Nicholas Britell ενσαρκώνει τη εξέλιξη της κινηματογραφικής μουσικής στο σήμερα. Σκεφτείτε πώς ακούγονταν οι ταινίες στα πρώτα τους χρόνια όταν πέρασαν από την ησυχία στο θόρυβο• σκεφτείτε το εμβληματικό soundtrack του Max Steiner για την ταινία «Καζαμπλάνκα»• θυμηθείτε σαρωτικά ιστορικά έπη όπως το «Ben-Hur» και τη μουσική του Miklos Rozsa τη δεκαετία του ’50.
Αυτοί οι συνθέτες είχαν κλασική μουσική παιδεία και έγραφαν ως επί το πλείστον συμφωνικές παρτιτούρες με έντονο ρομαντισμό. Αργότερα, τη δεκαετία του ’60, συνθέτες κινηματογραφικών ταινιών όπως ο Henry Mancini και ο Quincy Jones προέρχονταν από μια διαφορετική μουσική εκπαίδευση που είχε τις ρίζες της στην τζαζ και την ποπ.
Οι επόμενες δεκαετίες παρουσίασαν ανταγωνιστικά οράματα για το τι θα μπορούσε να κάνει η κινηματογραφική μουσική – τα θριαμβευτικά synths του Βαγγέλη Παπαθανασίου, αλλά και τον John Williams, του οποίου οι ενορχηστρώσεις blockbuster ταινιών μοιάζουν να είναι εμπνευσμένες από τον Erich Wolfgang Korngold. Ο Hans Zimmer κατάφερε να παντρέψει αυτά τα δύο, εμπλουτίζοντας τις κλασικές του παρτιτούρες με έναν απειλητικό βόμβο.
Και ύστερα ήρθε ο Britell. Η κλασική του εκπαίδευση του δίνει μια αρκετά μεγάλη εργαλειοθήκη από την οποία μπορεί να αντλήσει. Αλλά η ηλικία και η εμπειρία του τον έχουν επίσης πληροφορήσει όσον αφορά πολύ πιο σύγχρονες μουσικές μορφές. Ειδικά από τo χιπ-χοπ, ο Britell έμαθε πώς να κάνει τους ήχους να μιλούν αλλοιώνοντάς τους, παραμορφώνοντας τις νότες για να φέρουν ένα μουσικό αποτέλεσμα που σπάνια ακούγεται στον κινηματογράφο.
Το κλασικό πιάνο συναντά το χιπ-χοπ
Το ερώτημα του τι ακριβώς είναι το χιπ-χοπ για τον Britell μπορεί να αποτυπωθεί πιο συγκεκριμένα στη μουσική που ο ίδιος έχει γράψει για το Succession. Το κομμάτι των τίτλων αρχής είναι ταυτόχρονα γεμάτο με σκοτεινό κλασικό ήχο από το 1700, αλλά και groovy λες και το συνέθεσε ο Coolio το 1995.
Οι έντονες νότες του μπάσου δηλώνουν μια αίσθηση ακλόνητου πλούτου, ενώ το απειλητικό σύνολο εγχόρδων ταλαντεύεται ανάμεσα στην αγωνία και την επιπολαιότητα που αναδεικνύουν την εύθραυστη βιτρίνα των σχέσεων και την περίφημη παραφωνία ανάμεσα στους χαρακτήρες της σειράς.
Δείτε αυτή τη δημοσίευση στο Instagram.
Η μουσική του Succession αποτυπώνει τι είναι ικανός να κάνει ο Britell ως συνθέτης. Αποδεικνύει το χάρισμά του να συνδυάζει το παρελθόν και το παρόν σε μια μουσική μορφή. Ο Britell δεν φοβάται να αγκαλιάσει τη σύγχρονη τεχνολογία ή τις τρέχουσες τάσεις του χιπ-χοπ στη μουσική του, ενώ η γοητεία του για την κλασική μουσική τον βοηθά να βρει νέους τρόπους να διερευνήσει τους εσωτερικούς κόσμους χαρακτήρων του 21ου αιώνα.
Το 2019 ο Nicholas Britell κέρδισε ένα Emmy στην κατηγορία Original Title Theme Music για το κομμάτι των τίτλων αρχής του Succession. Φέτος, δεν είναι καθόλου απίθανο να τον δούμε υποψήφιο και στην κατηγορία Outstanding Music Composition For A Series (Original Dramatic Score).