Σε τεχνική ύφεση μπήκε η γερμανική οικονομία το πρώτο τρίμηνο του 2023, με τα νοικοκυριά να περιορίζουν τις δαπάνες.
Αυτό προκύπτει από τα στοιχεία της γερμανικής στατιστικής υπηρεσίας που δημοσιοποιήθηκαν σήμερα Πέμπτη, σύμφωνα με τα οποία το ΑΕΠ αναθεωρήθηκε προς τα κάτω, από 0 σε 0,3% για το πρώτο τρίμηνο.
Η εξέλιξη αυτή έρχεται αμέσως μετά τη συρρίκνωση κατά 0,5% το τελευταίο τρίμηνο του 2022, εξ ου και η τεχνική ύφεση, η οποία ορίζεται με δύο συνεχόμενη τρίμηνα αρνητικού ρυθμού ανάπτυξης.
Η μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης δέχτηκε σημαντική πίεση, ιδιαίτερα μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και την επακόλουθη απόφαση των ευρωπαίων ηγετών να διακόψουν οικονομικές και εμπορικές σχέσεις με τη Μόσχα σε ένα ευρύ και καίριο και για τις ευρωπαϊκές οικονομίες πεδίο δραστηριοτήτων, στο πλαίσιο της επιβολής κυρώσεων για την επέμβαση στην Ουκρανία.
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Commerzbank, μια ύφεση κατά το δεύτερο εξάμηνο φαίνεται τώρα πιο πιθανή από την ανάκαμψη.
Tα στοιχεία
Σύμφωνα με τη στατιστική υπηρεσία της Γερμανίας, τα νοικοκυριά ξόδεψαν πολύ λιγότερα το πρώτο τρίμηνο, με τις δαπάνες τελικής κατανάλωσης να μειώνονται κατά 1,2% το συγκεκριμένο διάστημα, καθώς οι καταναλωτές περιόρισαν τις αγορές ρούχων, επίπλων, αυτοκινήτων κ.λπ.
«Η Γερμανία μπήκε σε ύφεση στα τέλη του περασμένου έτους, τελικά, καθώς το σοκ στις τιμές της ενέργειας επιβάρυνε τις δαπάνες των καταναλωτών», δήλωσε ο Claus Vistesen, επικεφαλής οικονομολόγος της Pantheon Macroeconomics για την ευρωζώνη, σε σημείωμά του.
Σύμφωνα με τον ίδιο, είναι απίθανο το γερμανικό ΑΕΠ να συνεχίσει να μειώνεται τα επόμενα τρίμηνα, αλλά, πρόσθεσε, «δεν βλέπουμε ούτε ισχυρή ανάκαμψη».
Τα τελευταία στοιχεία για τη Γερμανία εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο του υψηλού πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων σε ολόκληρη την ευρωζώνη. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα αναμένεται να αυξήσει για άλλη μια φορά τα επιτόκια στην επόμενη συνεδρίασή της στις 15 Ιουνίου.
Όπως δήλωσε μάλιστα μόλις χθες ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας Γιοαχίμ Νάγκελ, εκ των γερακιών της ΕΚΤ, η τράπεζα θα πρέπει να προχωρήσει σε αρκετές ακόμη αυξήσεις των επιτοκίων.