Στις πολλές αναλύσεις των προηγούμενων ημερών να προσθέσουμε μερικές ακόμη σκέψεις, κάποιες στενάχωρες και δυστοπικές, κάποιες με την συντροφιά της ελπίδας.
Στα σχεδόν 35 χρόνια της ενασχόλησης με τα κοινά, δεν θα πάψει να με εντυπωσιάζει ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο: το πόσο αλλάζει η οπτική γωνία ενός ανθρώπου, όταν αναλάβει μια θέση εξουσίας, μοιραστεί την ικανοποίηση της αποδοχής, γευτεί τη χαρά των χειροκροτημάτων. Ξαφνικά, η κρίση του χάνεται, η διάθεση του προσδιορίζεται από το ποιος θα συμφωνήσει περισσότερο μαζί του, οι πολλές φωνές και απόψεις εξαφανίζονται, η βεβαιότητα ότι θα είναι πάντα εκεί εγκαθιδρύεται, η ανάγκη να προσφέρει αντικαθίσταται από την ανάγκη να είναι ο ίδιος πάντα ψηλά, ο ίδιος πάντα επιτυχημένος (εξαιρώ εδώ όσους μπήκαν από την αρχή στην πολιτική με αποκλειστικό σκοπό να τακτοποιήσουν τις προσωπικές επιδιώξεις τους, να πλουτίσουν ή να γίνουν …πανεπιστημιακοί).
Η αδυναμία των πολιτικών μας να συναισθανθούν τις ανάγκες των πολιτών, οι προσωπικές ατζέντες, τα λάθη δεκαετιών που έρχονταν να συσσωρευτούν το ένα πάνω στο άλλο μέχρι που να μην είναι πλέον δυνατή η αναστροφή των παρενεργειών τους, οι πολύπλοκες διεθνείς και γεωπολιτικές συγκυρίες, οδήγησαν σήμερα σε μια κοινωνία πολιτών φοβισμένων, πολιτών που δεν θέλουν πια πειραματισμούς, δεν θέλουν καν πρόοδο, θέλουν απλά ασφάλεια.
Πάνω σ αυτά, ήρθε μια ατελής αριστερά. Μια αριστερά που έπρεπε πάνω απ’ όλους να συναισθανθεί τις ανάγκες των πολιτών και όχι των στελεχών της. Σίγουρα δε όχι των ευερέθιστων «παληκαριών», των εμμονικών φανατικών, των επιφανειακών καιροσκόπων που έβαζαν στόχο τους δημοσιογράφους, τα ΜΜΕ ή τους αρχηγούς άλλων κομμάτων για να αρθρώσουν έναν λόγο ύπαρξης.
Γιατί τελικά, ο πραγματικός αντίπαλος αυτής της αριστεράς, σε περίοδο που η κοινωνία την χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ, ήταν ο κακός εαυτός της. Και από αυτόν τελικά έχασε.
Ποια πρόταση ακούσαμε το τελευταίο χρονικό διάστημα για τα πραγματικά πολιτικά και κοινωνικά ερωτήματα της περιόδου;
Για το ποια είναι η θέση της Ελλάδας πλέον στην Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και διεθνώς; Ποια η οικονομική πολιτική για τα επόμενα χρόνια; Ξεφύγαμε από τα μνημόνια; Μπορούμε να ξεφύγουμε; Τι αλλάζει η νέα ψηφιακή εποχή; Σε ποιους τομείς πρέπει να επενδύσουμε; Πως θα διαχειριστούμε τα θέματα περιβαλλοντικής κρίσης; Μπορεί η Ελλάδα να παίξει έναν κεντρικό ρόλο στην διαχείριση τους; Πως θα χαράξουμε διεθνείς δρόμους επικοινωνίας με τα μεγάλα κέντρα έρευνας του πλανήτη; Πως θα υποστηρίξουμε τους νέους και τις ανάγκες τους;
Ακόμη όμως και αν υπήρξαν αυτές οι θέσεις, δεν επικοινωνήθηκαν τελικά σωστά προς τους πολίτες.
Οι πολίτες έμειναν στο να ακούνε για την κατάργηση της Ελάχιστης Βάσης Εισαγωγής, όπως άκουγαν προς 5ετίας την κατάργηση των Συμβουλιων Διοίκησης στα ΑΕΙ που επέστρεψαν ξανά, στην πολύ χειρότερη μορφή τους…
Η πραγματικότητα είναι ότι ούτε η Ελάχιστη Βάση Εισαγωγής στα ΑΕΙ είναι ένα δίκαιο σύστημα εισαγωγής, ούτε τα Συμβούλια Διοίκησης ήταν ένα σύστημα που ταίριαζε ποτέ στα ελληνικά πανεπιστήμια. Η λύση όμως δεν είναι το εύκολο «θα τα καταργήσω» που φέρνει εξίσου εκδικητικές πολιτικές από την άλλη πλευρά και διαιωνίζει το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που -δυστυχώς- αποτελεί την μεγάλη νόσο της αριστεράς στη χώρα μας.
Το «θα τα καταργήσω» δημιουργεί ανασφάλεια. Το «θα τα βελτιώσω» δημιουργεί ηρεμία και αποδοχή.
Το παιχνίδι των λέξεων είναι το μεγαλύτερο παιχνίδι στην πολιτική. Θα συνεχίσω, θα βελτιώσω, θα προσπαθησω να συναισθανθώ…
Θα συντάξω τελικά ένα σύγχρονο αριστερό Μανιφέστο για μια κοινωνία που βρίσκεται σε μετάβαση. Και γι’ αυτό, δεν χρειάζονται ούτε πολιτικοί που χύνουν δηλητήριο, ούτε ψεκασμένοι που βρίζουν και κατηγορούν, ούτε επώνυμοι που τους μαζέψαμε επειδή περνούσαν απέξω και κάποτε έγραφαν ωραία τραγούδια, ούτε συνθήματα του τύπου «πρόεδρε έλα με φόρα»…
Χρειάζεται μια νέα γενιά διανοητών, σύγχρονων διανοούμενων, πολιτικών που να παράγουν ιδέες και πολιτικές. Η αριστερά είχε πάντα πολλούς. Μ αυτούς μεγαλώσαμε. Υποθέτω έχει ακόμη.
Η κοινωνία μας έχει αφήσει πίσω της από καιρό τις επαναστάσεις. Έχει ενσωματώσει πλήρως τον φόβο. Αυτή η κοινωνία κρυβόταν πίσω από τις πότε οργισμένες, πότε στυλιζαρισμένες, προεκλογικές αντιπαραθέσεις στα social media, με τις οποίες μετασχηματίστηκε η «μάχη στο καφενείο» του παρελθόντος.
Πόσοι δεν σκεφθήκαμε τις προηγούμενες ημέρες ότι «αυτές οι εκλογές είναι βουβές». Και συμπεράναμε επιφανειακά ότι είναι βουβές στην κοινωνία, αλλά μεταφέρθηκαν στο Διαδίκτυο.
Όμως τελικά δεν ήταν έτσι. Ήταν βουβές εσωτερικά. Δεν περιλάμβαναν την ελπίδα της αλλαγής ή τον οραματισμό μιας επόμενης ημέρας.
Η ελληνική κοινωνία, μετά από δέκα χρόνια αλλεπάλληλων πιέσεων, κρίσης, απομόνωσης, εγκλωβισμού, αποδείχθηκε ότι εκείνο που χρειαζόταν περισσότερο ήταν το συναίσθημα της ηρεμίας.
Τα θέματα δημοκρατίας που άνοιξε το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν αγγίζουν σχεδόν καθόλου αυτούς τους πολίτες, που με μια έννοια, δεν είναι πλέον πολίτες του συνθήματος.
Η κοινωνία χρειάζεται σταθερότητα.
Και φαίνεται, ότι η δική μας αριστερά αυτό ποτέ δεν το κατάλαβε. Αντ’ αυτού, συνέχισε μια προεκλογική συμπεριφορά προσωποπαγή, γύρω από ένα πρόσωπο που τελικά είχε χάσει την λάμψη του 2015 (μαζί με τον εφηβικό και σε άγνοια κινδύνου ριζοσπαστισμό του).
Ότι δεν ακούμε εδώ όμως, φαίνεται ότι δεν το ακούμε πουθενά στην Ευρώπη. Στην Ιταλία, όπου όταν εγώ μεγάλωνα άνθιζαν οι πολλοί και διαφορετικοί δρόμοι της αριστεράς, οι εκπρόσωποι της έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Στην Ισπανία η κρίση στους κόλπους της μεγαλώνει.
Η αριστερά και η νέα κεντροαριστερά ψάχνει τώρα τον νέο δρόμο της. Όλα αυτά ενώ ο αστισμός ανασυγκροτείται με επιτυχία. Και ο καπιταλισμός αποκαλύπτει διαρκώς τις σκληρότητες του.
Για σχεδόν μισό αιώνα, κάποιο ζωτικής σημασίας κομμάτι λείπει από την αριστερή πολιτική στις δυτικές χώρες. Με τους εκπροσώπους της να απέχουν ακόμη δυστυχώς πολύ από το να προσφέρουν ένα συναρπαστικό όραμα για το αύριο. Κάτι που ίσως πρέπει να αναζητήσουν τώρα και να αναστοχαστούν.